Γράφει η *Μάρω Πατριανάκου
Και ανάμεσα στις στάχτες… στα γκρίζα, στα μαύρα ερείπια, κάποιος εντοπίζει ένα παιδί, ακίνητο και γονατισμένο παράξενα κρατώντας μια ανθοδέσμη φρέσκα σπίρτα αντί για λουλούδια…
Με ένα ζοφερό, απογοητευμένο και ηττημένο βλέμμα, περιμένει τους εμπρηστές να αποτελειώσουν ό,τι είχε απομείνει.
Εμπρηστές.
Ποιοι είναι…;
Εμείς, ο λαός… οι κηδεμόνες των παιδιών μας.
Εμείς είμαστε οι δολοφόνοι… αυτοί που καίνε τις ελπίδες και τα όνειρά τους ενώ εμείς τους λέμε να τα χτίσουν… σε αυτή τη γη όπου γεννήθηκαν και μεγάλωσαν.
Μια χώρα που κάποτε ανθούσε και τώρα κοιμάται με εφιάλτες. Έφυγαν τα χαμόγελα και οι καρδιές πονάνε. Τα σώματα καμένα με μυρωδιά σάπιου ξύλου… το δέρμα, ραγισμένο σαν τα χείλη κρύας χειμωνιάτικης μέρας.
Παιδί μου, σήκω πάνω. Σαν μαραμένο, ζοφερό και μελαγχολικό άγαλμα είσαι. Τα χέρια σου καμμένα. Πως θα τα γιατρέψω..;
Πως θα φυτέψω σπόρους να ξαναφουντώσει νέα ζωή… να απλώσουν τα δέντρα, τα φύλλα και τα κλαδιά τους, να ζωντανέψουν ξανά τα πράσινα λιβάδια ώστε τα αγροτικά ζώα να μπορούν να βόσκουν στα χωράφια.
Η μόνη μου σκέψη είναι να σε ποτίσω με το λίγο νερό που περίσσεψε με την ελπίδα να θαυματουργήσει… να επαναφέρει στη ζωή εσένα και όλα τα παιδιά, και από όλες τις πληγές να σας καθαρίσει.
Ο ουρανός θα ξαστερώσει, το έδαφος θα πρασινίσει, και θα γίνει ανθεκτικό στο κακό μυαλό και τα χέρια του ανθρώπου.
*Η Μάρω Πατριανάκου ζει και εργάζεται στις Η.Π.Α. Είναι μια ελεύθερη, που απλά εκφράζει όσα αισθάνεται χωρίς προκαταλήψεις… που την συγκινούν της ζωής τα σενάρια.
Κάντε εγγραφή στο ενημερωτικό μας δελτίο.