Γράφει ο *Παύλος Κωνσταντινίδης
Το 1ο μέρος: Προϊστορικοί χρόνοι
Μέρος 3ο Σύγχρονη εποχή
Από την εποχή που η Ελλάδα πρωτοκατοικήθηκε και μέχρι την περίοδο του μεσοπολέμου, τα περιοικιστικά δάση υπήρξαν τροφοδότες καύσιμης ύλης των τοπικών κοινωνιών. Αυτό σήμαινε ότι πολλά δένδρα, αλλά κυρίως εύφλεκτοι θάμνοι απομακρύνονταν έγκαιρα μέσα από τα δάση και καίγονταν ελεγχόμενα, στις θερμάστρες, στα τζάκια και στους φούρνους. Έτσι η φωτιά για το κάψιμο της καλαμιάς ή των κλαδιών σπάνια έβρισκε δρόμο διαφυγής στα γύρω δάση και όταν αυτό συνέβαινε, η επέμβαση ήταν άμεση από τους αμέτρητους εργαζόμενους μέσα ή γύρω από τα δάση. Εκείνη την εποχή ένας μεγάλος αριθμός από ερασιτέχνες ή επαγγελματίες υλοτόμους, βοσκούς, ρητινοσυλλέκτες, μελισσοκόμους και πολλούς άλλους κυκλοφορούσε συνεχώς μέσα στο δάσος.
Στη συνέχεια μετά τον τελευταίο παγκόσμιο πόλεμο και τον εμφύλιο που ακολούθησε, υπήρξε ένα κύμα φυγής από την ύπαιθρο. Χιλιάδες οικογένειες μετανάστευσαν στο εσωτερικό και στο εξωτερικό της χώρας. Η επαρχία ερημώθηκε, ενώ οι ανάγκες σε καύσιμο ξύλο μειώθηκαν. Έτσι άρχισαν να συσσωρεύονται γύρω από τους παραδασόβιους οικισμούς τεράστιες ποσότητες εύφλεκτης βιομάζας, που κανείς πια δεν χρειάζονταν. Η χρήση του πετρελαίου θέρμανσης και του ηλεκτρισμού μείωνε την ανάγκη ξύλευσης, ακόμη και αυτών που παρέμεναν στην επαρχία. Το χειρότερο ήταν, ότι το ίδιο διάστημα μειώθηκαν οι χιλιάδες ευκαιριακοί δασοπροστάτες.
Όμως η απότομη και χωρίς σχεδιασμό αύξηση των πληθυσμών των πόλεων, σύντομα δημιούργησε προβληματικές συνθήκες διαβίωσης σε αυτές. Για τις ανάγκες κατοίκησης κτίσθηκαν υψηλές οικοδομές με φθηνά, μικρά, ανήλια και χωρίς αέρα διαμερίσματα. Έτσι σε ελάχιστο χρόνο η αστική ζωή έγινε βασανιστική και δημιουργήθηκε η επιθυμία επιστροφής και πάλι προς την ύπαιθρο. Φυσικά ελάχιστοι αποφάσισαν να γυρίσουν στους τόπους καταγωγής τους, αφού οι δουλειές είχαν συγκεντρωθεί πια στα μεγάλα αστικά κέντρα ιδίως του Λεκανοπεδίου και της Θεσσαλονίκης.
Έτσι άρχισε μια χωρίς προηγούμενο οικοπεδοποίηση κάθε διαθέσιμου κομματιού γης στις περιαστικές περιοχές. Όταν όμως οι νόμιμες εκτάσεις τέλειωσαν, άρχισε το παράνομο εμπόριο γης, που απελευθέρωναν οι τυχαίες ή μη πυρκαγιές. Η έλλειψη δασικού κτηματολογίου, τα κενά των νόμων η απροθυμία των αρχών για λήψη ριζικών μέτρων, οι συνεχείς νομιμοποιήσεις αυθαιρέτων καταλήψεων γης, δημιούργησε τους εμπρηστές που εμπορεύονταν γη, που δεν τους ανήκε.
Η συνεχής υποβάθμιση της ζωής στην πόλη, δημιούργησε την ανάγκη απόκτησης και μιας δεύτερης θερινής κατοικίας, σε μια από τις απέραντες παραλιακές εκτάσεις της χώρας. Σύντομα ολόκληρη η παράκτια ζώνη έγινε αντικείμενο αγοροπωλησίας και χιλιάδες σπίτια άρχισαν να κτίζονται μέσα ή κοντά στα παραθαλάσσια δάση.
Στην αρχή μεμονωμένες κατοικίες, που στη συνέχεια ενώθηκαν σε οικισμούς, μετέβαλαν τα αμιγή δάση, σε μικτές περιοχές δάσους και κατοικιών. Ένα πρωτόγνωρο μωσαϊκό που διατάραξε ευαίσθητες φυσικές ισορροπίες εκατομμυρίων χρόνων. Τα δασικά οικοσυστήματα υποχώρησαν στο τσιμέντο, όμως είναι εμπλουτισμένα από δυνάμεις που κληρονόμησαν από τη σοφία της φύσης και εξακολουθούν να διατηρούν την ικανότητα να υπερασπισθούν την ύπαρξή τους και τη γη που τα ανήκει.
Υπήρχαν φυσικά και πολλοί που δεν κατάφεραν να αποκτήσουν τη δική τους παραθαλάσσια ή περιαστική πρώτη ή δεύτερη κατοικία και περιορίζονται σε τακτικές επισκέψεις στα δάση, με μικρές ή μεγαλύτερες εκδρομές, με τη χρήση της ψησταριάς να αποτελεί βασική έκφραση αναψυχής.
Σήμερα οι νέοι μόνιμοι κάτοικοι και οι περιστασιακοί εκδρομείς – χρήστες του δάσους έχουν κάθε λόγο να το προστατέψουν, αφού κάθε πυρκαγιά θέτει σε κίνδυνο την περιουσία και τη ζωή τους. Οι εμπρησμοί από δόλο μειώθηκαν, όμως οι φωτιές αυξήθηκαν. Και αυτό διότι οι νεόκοποι των περιαστικών και των παραθαλάσσιων δασών, ελάχιστα γνωρίζουν για το τι σημαίνει πραγματικά παραδασόβια ζωή, τις ιδιαιτερότητες και τους κινδύνους που αυτή κρύβει. Μη γνωρίζοντας τις πραγματικές οικολογικές σχέσεις φωτιάς μεσογειακού δάσους και αγνοώντας κυρίως την ευκολία και τα αίτια που προκαλούν την έκρηξη μιας πυρκαγιάς, στην πραγματικότητα κυριολεκτικά «παίζουν με τη φωτιά». Τα περιοικιστικά δάση σήμερα εκτός από τους εναπομείναντες δόλιους εμπρηστές, πρέπει να αντιμετωπίσουν και εκατομμύρια καύτρες που μεταφέρουν τα καλοκαιρινά μελτέμια από τις χιλιάδες καμινάδες των ψησταριών, από το κάψιμο των ξερών χόρτων ή από τις εκατοντάδες χωματερές που τις δημιουργούν οι σύγχρονοι καλόπιστοι κάτοικοι ή επισκέπτες του, δηλαδή όλοι εμείς που αποτελούμε τη σύγχρονη γενιά.
*Ο Παύλος Κωνσταντινίδης είναι συγγραφέας
Βιογραφικό Παύλου Κωνσταντινίδη
Γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη το 1949. Τελείωσα το Τμήμα Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος του ΑΠΘ το 1973 και στη συνέχεια πραγματοποίησα το διδακτορικό μου στη φυτοκοινωνιολογία και στην οικολογία των δασικών πυρκαγιών στην ίδια σχολή.
Για 30 χρόνια περίπου εργάσθηκα στο Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών, από όπου και συνταξιοδοτήθηκα το 2016. Παράλληλα με τις εκατοντάδες εργασίες που δημοσίευσα, στον ελεύθερο χρόνο μου έγραφα μικρές καθημερινές ιστορίες, από αυτές που
αντιλαμβανόμουνα στο περιβάλλον μου.
Ως συνταξιούχος συνέχισα τη συγγραφή των μικρών ιστοριών, μερικές από τις οποίες έχω
αναρτήσει στην προσωπική μου σελίδα στο Facebook.
