Η εξομολόγηση, κατά τη γνώμη μου, πρέπει να στηρίζεται στο ” δευτε προς με παντες οι κοπιωντες και πεφορτισμενοι καγω αναπαυσω υμας”.
Ο εξομολόγος, σηκώνει το βάρος του εξομολογούμενου, το βάρος των αμαρτιών, ώστε σιγά σιγά να οδηγηθεί αυτός στη μετάνοια. Και ίσως -γιατί όχι;- να οδηγηθεί και ο εξομολόγος τελικά στη μετάνοια.
Σε μια αναθεώρηση και των δικών του πεπραγμένων. Όμως αυτό έρχεται δεύτερο· πρώτος μένει πάντα ο εξομολογούμενος. Όπως και να έχει, η εξομολόγηση δεν πρέπει να ξεπέφτει ποτέ σε μια διαδικασία δικαστικής μορφής όπου ο εξομολογούμενος απολογείται και ο εξομολόγος βγάζει ετυμηγορία με τη μορφή κανόνα ή επιτιμίου. Γιατί αυτό μπορεί να οδηγήσει στην εξής παρανόηση, η οποία είναι καταστροφική.
Μπορεί ο εξομολογούμενος να θεωρήσει πως η επιβολή επιτιμίου ή κανόνα οδηγεί στη παραγραφή των αμαρτιών τις οποίες αισθάνεται ελεύθερος να επαναλάβει.
Ο στόχος της εξομολόγησης δεν είναι κάποιου είδους εξιλέωση, αυτό είναι παγανιστικό κατάλοιπο, αλλά η συνειδητοποίηση της αμαρτίας, της αποτυχίας συνάντησης με τον Θεό και η αλλαγή, η πλήρης αλλαγή πορείας.
Ο στόχος λοιπόν δεν είναι απλώς η καθοδήγηση στο σωστό δρόμο, όχι απλώς να δείξουμε μια κατεύθυνση, αλλά να συνοδοιπορήσουμε. Το μυστήριο της εξομολόγησης απαιτεί και από τον εξομολογούμενο αλλά και -κυρίως μάλλον- από τον εξομολόγο, πολύ περπάτημα!