Στο βιομηχανικό Λονδίνο των αρχών του 20ού αιώνα ζει ένας ευκατάστατος Ηπειρώτης βαμβακέμπορας, ονόματι Αλέξανδρος Πάλλης. Ο 50χρονος έμπορος λατρεύει τα γράμματα κι έτσι τον ελεύθερο χρόνο του κάθεται και γράφει διηγήματα, πρωτίστως για δική του ευχαρίστηση, ενώ μεταφράζει στα ελληνικά και γνωστά κείμενα ξένων συγγραφέων.
Όταν η τελική έκδοση φθάνει στην Αθήνα, περνάει αρχικά απαρατήρητη· ελάχιστοι αντιλαμβάνονται την ύπαρξή της, καθότι τα αντίτυπα είναι πολύ λίγα. Όταν όμως αρχίζει να δημοσιεύεται σε συνέχειες στην εφημερίδα «Ακρόπολις» τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, η κατάσταση εκτραχύνεται πολύ γρήγορα. Καθηγητές και φοιτητές θεολογίας ξεσηκώνονται, διαδηλώνοντας καθημερινά στους δρόμους κατά της μετάφρασης των Ευαγγελίων στη δημοτική γλώσσα. Κάθε πορεία έχει και μεγαλύτερο όγκο από την προηγούμενη.
Σταδιακά προστίθενται σπουδαστές κι από άλλες σχολές, μέλη χριστιανικών οργανώσεων και πλήθος κόσμου, που διαβλέπει είτε αλλοίωση της γλώσσας είτε εθνικούς κινδύνους, επειδή η βασίλισσα Όλγα είναι ρωσικής καταγωγής και θέλει… να μας κάνει Σλάβους.

Η «Ακρόπολις» διακόπτει τις δημοσιεύσεις, ζητώντας συγγνώμη για το ατόπημά της, η κυβέρνηση του Γεωργίου Θεοτόκη παραιτείται, ενώ το ίδιο πράττει και ο Αρχιεπίσκοπος Προκόπιος.
Τα Ευαγγελικά μόλις έχουν περάσει στην ιστορία και προκειμένου να μην υπάρξουν ανάλογες πρωτοβουλίες στο μέλλον η αναθεωρητική Βουλή του 1911 προσθέτει στο άρθρο 2 του Συντάγματος την εξής φράση: «Τὸ κείμενον τῶν Ἁγίων Γραφῶν τηρεῖται ἀναλλοίωτον· ἡ εἰς ἄλλον γλωσσικὸν τύπον ἀπόδοσις τούτου ἄνευ τῆς προηγουμένης ἐγκρίσεως καὶ τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας ἀπαγορεύεται ἀπολύτως». Ωστόσο, τα κατοπινά χρόνια οι μεταφραστικές προσπάθειες θα συνεχιστούν, ανταποκρινόμενες στην ανάγκη του λαού για την απόδοση της Αγίας Γραφής σε μια σύγχρονη και απόλυτα κατανοητή γλώσσα.
Το παρόν άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό All About History.