Οι εμπειρίες του παιδικού άγχους μπορεί να αφήσουν ίχνη στα σπερματοζωάρια, σύμφωνα με μια νέα επιγενετική μελέτη που δημοσιεύθηκε στο Molecular Psychiatry στις 3 Ιανουαρίου. Η έρευνα αναδεικνύει ότι οι πατεράδες που είχαν βιώσει υψηλό άγχος στην παιδική ηλικία παρουσιάζουν επιγενετικές αλλαγές που ενδέχεται να επηρεάσουν τις επόμενες γενιές.
Τι είναι η επιγενετική και γιατί είναι σημαντική;
Η επιγενετική αφορά τον τρόπο που το DNA “διαβάζεται” χωρίς να αλλάζει ο ίδιος ο γενετικός κώδικας. Αυτές οι αλλαγές καθορίζουν ποια γονίδια ενεργοποιούνται ή απενεργοποιούνται. Εμπειρίες ζωής, όπως το παιδικό άγχος, μπορεί να προκαλέσουν επιγενετικές αλλαγές που μεταβιβάζονται μέσω των σπερματοζωαρίων.
Ο Δρ. Jetro Tuulari, επικεφαλής της μελέτης και αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Τούρκου στη Φινλανδία, εξηγεί: «Η επιγενετική μας βοηθά να κατανοήσουμε πώς το περιβάλλον και οι εμπειρίες ζωής μπορεί να επηρεάσουν τη γονιδιακή δραστηριότητα και, πιθανώς, τις επόμενες γενιές».
Η έρευνα περιελάμβανε 58 άνδρες, κυρίως στις ηλικίες 30-40, από τη μελέτη γεννήσεων FinnBrain. Αναλύθηκαν δύο επιγενετικοί δείκτες:
- Μεθυλίωση του DNA: Χημικές αλλαγές που επηρεάζουν την “ανάγνωση” του DNA.
- Μικρό μη κωδικοποιητικό RNA: Μόρια που επηρεάζουν πώς το RNA μεταφέρει γενετικές πληροφορίες.
Η ομάδα συνέκρινε σπέρμα ανδρών με υψηλά επίπεδα παιδικού τραύματος, όπως μετρήθηκαν με την Κλίμακα Τραύματος και Δυσφορίας (TADS), με σπέρμα ανδρών που είχαν χαμηλά επίπεδα τραύματος. Τα αποτελέσματα αποκάλυψαν σημαντικές επιγενετικές διαφορές.
Κύρια Ευρήματα
- Αλλαγές στο RNA και τη μεθυλίωση DNA
- Εντοπίστηκε αυξημένη έκφραση του μορίου RNA hsa-mir-34c-5p, που έχει συσχετιστεί με την ανάπτυξη εγκεφάλου σε πειράματα με ποντίκια.
- Διαφορετικά προφίλ μεθυλίωσης εντοπίστηκαν γύρω από τα γονίδια CRTC1 και GBX2, τα οποία συνδέονται με την πρώιμη εγκεφαλική ανάπτυξη.
- Μακροχρόνια Επίδραση
- Οι αλλαγές διατηρήθηκαν για δεκαετίες, γεγονός που υποδηλώνει ότι το παιδικό στρες αφήνει μόνιμα ίχνη στο σπέρμα.
- Πιθανή Κληρονομικότητα
- Αν και παραμένει ασαφές αν οι αλλαγές αυτές μεταδίδονται στους απογόνους, προηγούμενες μελέτες σε ποντίκια έχουν δείξει ότι είναι πιθανό.
Τι σημαίνουν αυτά τα αποτελέσματα;
Οι επιστήμονες τονίζουν ότι η έρευνα είναι σε αρχικό στάδιο. Δεν είναι ακόμη σαφές αν και πώς αυτές οι επιγενετικές αλλαγές επηρεάζουν την υγεία των απογόνων. Παράλληλα, οι παράγοντες όπως η ηλικία, η διατροφή ή ο τρόπος ζωής των ανδρών ίσως επηρεάζουν τα αποτελέσματα, οπότε απαιτούνται μεγαλύτερες μελέτες.
Ο καθηγητής Richard Jenner του University College London, ο οποίος δεν συμμετείχε στη μελέτη, σχολιάζει: «Τα ευρήματα είναι συναρπαστικά και ενισχύουν τη σημασία των επιγενετικών αλλαγών. Ωστόσο, χρειάζονται μεγαλύτερες μελέτες για να κατανοήσουμε πλήρως την επίδρασή τους».
Παρά την αβεβαιότητα, η μελέτη προσθέτει βάρος στην ιδέα ότι οι εμπειρίες ζωής μπορούν να επηρεάσουν όχι μόνο τους ίδιους τους ανθρώπους αλλά και τους απογόνους τους. Αυτές οι γνώσεις θα μπορούσαν μελλοντικά να χρησιμοποιηθούν για τη βελτίωση της υγείας των παιδιών, ειδικά σε οικογένειες με ιστορικό παιδικού τραύματος.