Η Μάχη του Σαρανταπόρου, που διεξήχθη στις 9 και 10 Οκτωβρίου 1912, αποτέλεσε το πρώτο μεγάλο ορόσημο του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου και την απαρχή μιας νικηφόρας πορείας για τον Ελληνικό Στρατό.
Ήταν η στιγμή που το έθνος, έπειτα από δεκαετίες ταπεινώσεων και προσπαθειών εκσυγχρονισμού, απέδειξε ότι μπορούσε να σταθεί ισχυρό, οργανωμένο και αποφασισμένο απέναντι σε έναν αντίπαλο με ισχυρές οχυρώσεις και πολυετή εμπειρία.
Η περιοχή του Σαρανταπόρου, στα σύνορα Θεσσαλίας και Μακεδονίας, είχε επιλεγεί από τους Οθωμανούς ως βασικό σημείο άμυνας, χάρη στη φυσική της διαμόρφωση. Τα στενά, τα υψώματα και οι απότομες πλαγιές καθιστούσαν το πέρασμα εξαιρετικά δύσκολο για επίθεση. Οι τουρκικές δυνάμεις, περίπου 25.000 άνδρες υπό τον Χασάν Ταχσίν Πασά, διέθεταν οχυρωμένες θέσεις, πολυβόλα και πυροβολικό, θεωρώντας ότι μπορούσαν να αναχαιτίσουν κάθε ελληνική προσπάθεια προέλασης προς τη Μακεδονία.
Απέναντί τους, ο Ελληνικός Στρατός υπό τον διάδοχο Κωνσταντίνο, αριθμούσε περίπου 100.000 άνδρες, αλλά έπρεπε να κινηθεί μέσα σε δύσβατο έδαφος και υπό συνεχή πυρά. Με σχέδιο προσεκτικά καταρτισμένο από το Γενικό Επιτελείο, οι ελληνικές δυνάμεις προχώρησαν σε μετωπική επίθεση, ενώ παράλληλα εκτέλεσαν κυκλωτική κίνηση μέσω της ορεινής περιοχής του Μπούρινου, αιφνιδιάζοντας τον εχθρό. Η αποφασιστικότητα, η ευψυχία και η καλή συνεργασία πεζικού και πυροβολικού έγειραν τη ζυγαριά υπέρ των Ελλήνων.
Το βράδυ της 10ης Οκτωβρίου, οι Οθωμανοί, βλέποντας ότι κινδύνευαν να περικυκλωθούν, εγκατέλειψαν πανικόβλητοι τις θέσεις τους, αφήνοντας πίσω πολύτιμο στρατιωτικό υλικό, οπλισμό και πυροβόλα. Η υποχώρησή τους ήταν τόσο βιαστική που μετατράπηκε σε χαοτική φυγή. Η ελληνική νίκη υπήρξε απόλυτη και καθοριστική.
Η στρατηγική σημασία της μάχης ήταν τεράστια. Με το πέρασμα του Σαρανταπόρου στα χέρια των Ελλήνων, ο δρόμος προς την Ελασσόνα, την Κοζάνη και τελικά τη Θεσσαλονίκη άνοιξε διάπλατα. Η επιτυχία αυτή ενίσχυσε το ηθικό όχι μόνο του στρατεύματος, αλλά και ολόκληρου του ελληνικού λαού, που παρακολουθούσε με συγκίνηση και υπερηφάνεια την πορεία των στρατιωτών προς την απελευθέρωση της Μακεδονίας.
Παράλληλα, η μάχη ανέδειξε την αποτελεσματικότητα των μεταρρυθμίσεων που είχαν προηγηθεί μετά τον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897. Ο εκσυγχρονισμός της διοίκησης, η εκπαίδευση με τη συνδρομή Γάλλων αξιωματικών και η ανανέωση του εξοπλισμού έδωσαν στο στράτευμα τη δύναμη και την αυτοπεποίθηση που του έλειπαν στο παρελθόν.
Η Μάχη του Σαρανταπόρου δεν ήταν απλώς μια στρατιωτική επιτυχία, ήταν η αναγέννηση ενός έθνους που ξαναβρήκε την πίστη του στις δυνάμεις του και έθεσε τις βάσεις για τη μεγάλη εθνική ανασυγκρότηση που θα ακολουθούσε.
