Τι αποκάλυψε και τι δεν αποκάλυψε, η μεγαλύτερη αρχαιολογική ανασκαφή των τελευταίων δεκαετιών.
Πριν από λίγα χρόνια, ολόκληρη η Ελλάδα παρακολουθούσε με κομμένη την ανάσα τις εξελίξεις στην Αμφίπολη. Οι ανασκαφές στον Τύμβο Καστά, υπό τη διεύθυνση της αρχαιολόγου Κατερίνας Περιστέρη και της ομάδας της, έγιναν σημείο εθνικού ενδιαφέροντος, αλλά και διχασμού. Η πιθανότητα ο τάφος να ανήκει στον Μέγα Αλέξανδρο ή σε πρόσωπο του στενού του κύκλου πυροδότησε κύμα προσδοκιών και εικασιών, σε μια εποχή που η Ελλάδα βρισκόταν ήδη σε δίνη οικονομικής και πολιτικής κρίσης.
Μέσα σε αυτό το κλίμα αβεβαιότητας, ο Τύμβος μετατράπηκε γρήγορα από αρχαιολογικό εύρημα σε πεδίο πολιτικής αντιπαράθεσης, με θεωρίες και ερμηνείες να γεννιούνται καθημερινά. Η αρχαιολογία έγινε θέαμα, σύμβολο εθνικής υπερηφάνειας, αλλά και εργαλείο αποπροσανατολισμού, όπως τόνισαν επικριτές της υπερπροβολής του θέματος.
Όταν τελικά άνοιξαν οι θάλαμοι του τάφου, η αποκάλυψη των Σφιγγών, των Καρυάτιδων και του μοναδικού ψηφιδωτού που απεικονίζει την αρπαγή της Περσεφόνης, εντυπωσίασαν την επιστημονική κοινότητα. Ήταν, αναμφίβολα, ευρήματα παγκόσμιας σημασίας. Κι όμως, η ατμόσφαιρα απογοήτευσης που επικράτησε στη συνέχεια έδειξε πόσο πολύ είχαν διογκωθεί οι προσδοκίες.
Η αποκάλυψη πέντε σκελετών, μιας ηλικιωμένης γυναίκας, δύο ανδρών μέσης ηλικίας, ενός βρέφους και ενός αποτεφρωμένου άνδρα, γέννησε νέα ερωτήματα. Δεν υπήρξε ταύτιση με κάποια εμβληματική ιστορική μορφή, κάτι που πολλοί περίμεναν.
Η επιγραφή που «μίλησε» – και το νέο αφήγημα
Το σημείο καμπής ήρθε με την εύρεση της επιγραφής «Παρέλαβον Ηφαιστίωνος», του μονογράμματος του Αντιγόνου του Μονόφθαλμου και σχετικών νομισμάτων. Σύμφωνα με την Κατερίνα Περιστέρη, πρόκειται για ενδείξεις που καταδεικνύουν ότι το ταφικό μνημείο είχε ανεγερθεί προς τιμήν του Ηφαιστίωνα, του πιο στενού φίλου του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Ωστόσο, και αυτή η ερμηνεία αμφισβητήθηκε έντονα, καθώς δεν υπήρξαν επαρκή τεκμήρια για οριστική ταύτιση. Η συζήτηση μετατοπίστηκε από την αρχαιολογία στην επικοινωνία, τη σκοπιμότητα και τον χειρισμό των εντυπώσεων.
Πέρα από το επιστημονικό και ιστορικό σκέλος, η υπόθεση της Αμφίπολης ανέδειξε πολλά για την ελληνική κοινωνία. Τις προσδοκίες, τις απογοητεύσεις, την ανάγκη για σύμβολα και την ευκολία με την οποία πολιτικά και επικοινωνιακά συμφέροντα μπορούν να μετατρέψουν την αρχαιολογία σε εργαλείο.
Ο ακαδημαϊκός Βασίλης Πετράκος, ένας από τους επικριτές της διαχείρισης του ευρήματος, χαρακτήρισε όλη την υπόθεση ως «μια άτεχνα σκηνοθετημένη ιστορία για να διασπαστεί η προσοχή των Ελλήνων από τα οικονομικά μέτρα».