Γράφει η *Μαρία Σταυρίδου
Ήταν ένας εξωδικαστικός συμβιβασμός, μια συμφωνία ανάμεσα σε δυο ανθρώπους, που είχαν μοιραστεί μια ζωή είκοσι χρόνων, δυο παιδιά και κάποια αξιόλογα περιουσιακά στοιχεία.
Εγώ η δικηγόρος του συζύγου, αποφασισμένη να μη φτάσω τα πράγματα στα άκρα, ήξερα από πρώτο χέρι τι σημαίνει παιδί χωρισμένων γονιών και είχα αποφασίσει να βοηθήσω τον πελάτη μου να συνειδητοποιήσει πόσο σημαντικό θα ήταν να πληγωθούν στο ελάχιστο τα δυο του ανήλικα παιδιά.
Ομολογώ πως τον τελευταίο άνθρωπο που περίμενα να συναντήσω εκείνο το πρωινό, στο γραφείο της συζύγου, ήσουν εσύ…
Ο άνδρας που είχε στιγματίσει για πάντα τη ζωή μου, ο άνδρας που είχα εμπιστευθεί περισσότερο από τον οποιοδήποτε, ο άνδρας που για τρία ολόκληρα χρόνια σήμαινε τα πάντα για μένα, ο άνδρας που τελικά με πρόδωσε με το χειρότερο τρόπο…
Αυτός ο άνδρας λοιπόν στεκόταν δίπλα στην πρώην σύζυγο του πελάτη μου και της μιλούσε μ΄έναν τρόπο που υποδήλωνε τόσα πολλά. Χάρηκα πολύ, όταν σε είδα να χάνεις το χρώμα σου και ασυναίσθητα ν΄απομακρύνεσαι αμήχανα από την εντυπωσιακή γυναίκα, που είχε τη διάθεση μάλλον να προκαλέσει, ίσως μετά από τις δικές σου συμβουλές. Ήξερα τη γνώμη σου για τους οικονομικά αδύναμους και στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο αδύναμος κρίκος, τουλάχιστον οικονομικά, ήταν ο σύζυγος, που αντιπροσώπευα εγώ.
Ο πολιτισμός υπερνίκησε όλες τις προκαταλήψεις. Η συζήτηση χωρίς παρεκτροπές, ανόητες δηλώσεις θυμού ή εγωισμού. Καθορίσαμε τις επισκέψεις των παιδιών, το θέμα διατροφής, καθώς επίσης και το μοίρασμα της κοινής περιουσίας. Όλα μέσα σ΄ένα πλαίσιο λογικής και ηρεμίας. Λίγο πριν το τέλος σε είδα να με κοιτάζεις σαν να κοίταζες μια γυναίκα που απλώς δε γνώριζες, που σκεφτόσουν πως θα ήταν αν την είχες συναντήσει τυχαία κάποια στιγμή στα Δικαστήρια. Τότε ακριβώς η γοητευτική κυρία σε ρώτησε αν γνωριζόμαστε από κάπου, σ΄άκουσα για πρώτη φορά αμήχανο, να χάνεις τα λόγια σου και να μην μπορείς να ολοκληρώσεις μια πρόταση.
‘Με τον κύριο Οικονόμου κάποια στιγμή βρεθήκαμε αντίδικοι στο Δικαστήριο’.
Προτίμησα ένα ευκολόπιστο ψέμα από την αβάσταχτη και τόσο ντροπιαστική αλήθεια. Ποτέ δεν είχαμε βρεθεί αντίδικοι, δεν άντεχα όμως να ξεστομίσω σ΄εκείνη τη γυναίκα πως είμασταν ζευγάρι για τρία ολόκληρα χρόνια, πως είμασταν έτοιμοι να συζήσουμε και πως σ΄έπιασα στο κρεβάτι, που κάναμε σπονδές στο θεό Έρωτα, με μια άλλη γυναίκα, συγκεκριμένα με μία από τις βοηθούς σου.
Σε είδα να χαμηλώνεις το βλέμμα και παραδόξως να μη σχολιάζεις.
Τακτοποίησα τη γραφειοκρατία και έφυγα χωρίς να γυρίσω να σε κοιτάξω ούτε για μια στιγμή. Ήταν τελικά πολύ ενοχλητικό να σε νιώθω στον ίδιο χώρο μαζί μου και αν θέλω να πω την αλήθεια… δεν ήταν απλώς ενοχλητικό ήταν ένα μικρό βασανιστήριο. Έβλεπα τη ματιά της να σε χαϊδεύει και αισθανόμουν εκείνον τον παλιό θυμό να γεννιέται ξανά, αυτή η γυναίκα ήταν ερωμένη σου και υπήρχε περίπτωση να είχε ζητήσει διαζύγιο για χάρη σου, αδιαφορώντας για τα δυο μικρά παιδιά, που από τη μια στιγμή στην άλλη, έχαναν την ασφάλεια του καταφύγιου τους.
Οι υπογραφές μπήκαν και όλοι ικανοποιημένοι αποτραβήχτηκαν στο μικρόκοσμο τους, μόνο που για μένα κάτι είχε αλλάξει. Μπορεί να είχα καταφέρει να ξεπεράσω το πόνο της προδοσίας, μα το αγκάθι βρισκόταν πάντα εκεί, κάτω από το στέρνο, στη γωνιά της θύμησης και αυτή η απρόσμενη συνάντηση δυστυχώς είχε ξυπνήσει το Δαίμονα…
Ήσουν τα πάντα για μένα, για τρία ολόκληρα χρόνια ζούσα, δούλευα, ανάσανε μονάχα για χάρη σου. Εγώ είχα εξαφανιστεί, ήταν σαν να μην υπήρχα, ακόμη και οι φίλοι το διακωμωδούσαν μεταξύ αστείου και σοβαρού. Υπήρχα γιατί υπήρχες, γελούσα γιατί γελούσες, πονούσα γιατί πονούσες… μόνο που δε σε πρόδωσα ποτέ και ας με πρόδωσες με τον πιο απαράδεχτο τρόπο. Ακόμη δεν μπορώ να εξηγήσω πως κατάφερες να με βγάλεις τόσο εύκολα από το καβούκι μου και να με ‘αναγκάσεις’ να σ΄εμπιστευθώ, να σου δοθώ με τον πιο απόλυτο τρόπο που μπορεί να δοθεί μια γυναίκα στο ταίρι της. Ίσως να έφταιγε η ικανότητα σου να επικοινωνείς μ΄αυτήν τη διαολεμένη ευκολία με τους πάντες. Όταν άρχισες να με φλερτάρεις αισθάνθηκα σχεδόν πως δε μου άφησες περιθώριο ν΄αντισταθώ… και ας το προσπάθησα τόσο.
Τελικά με κατάκτησες… συγχαρητήρια, όλος αυτός ο κόπος, όλες αυτές οι φιλότιμες προσπάθειες άραγε γιατί;
Για να με προδώσεις με τον πιο εξευτελιστικό τρόπο δυο χρόνια μετά;
Μπήκα στο σπίτι μουδιασμένη, θύμωνα ακόμη και με τον εαυτό μου, που οι αναμνήσεις σου είχαν ακόμη την ικανότητα να μ΄αγγίζουν. Έμεινα σε μια γωνιά να σκέφτομαι το κοινό μας παρελθόν, μέχρι που συνειδητοποίησα πως έκανα λάθος, ναι ήσουν ίσως ο πιο σημαντικός άνθρωπος στη ζωή μου για κάποια φεγγάρια, για κάποια μαγικά φεγγάρια, που όμως πια είχαν σβήσει.
Δεν υπήρχε κανένας απολύτως λόγος να τ΄αναπολώ και να μαυρίζω την ψυχή μου, που είχε καταφέρει, έστω και πληγωμένη, να επιβιώσει.
Άνοιξα το πιο ακριβό μπουκάλι κρασί και για πρώτη φορά στη ζωή μου ήπια στην υγεία μου. Ναι, ήσουν σημαντικός, ήσουν ο πιο δικός μου άνθρωπος, μα είχες πεθάνει… σε είχα θάψει… σε είχα μνημονεύσει και τώρα μπορούσα να συνεχίσω απαλλαγμένη από το φάντασμα σου.
‘‘Στην υγεία μου λοιπόν κύριε Οικονόμου!’’
Διηγηματικές ιστορίες από το βιβλίο ΔΑΚΡΥΣΜΕΝΑ Σ΄ΑΓΑΠΩ της Μαρία Σταυρίδου