Ένα μυθιστόρημα της Μαίρης Μάκρα
Έτσι χτυπάει την πόρτα το πεπρωμένο μας – (Λούντβιχ βαν Μπετόβεν)
***
Σύνδεση με το προηγούμενο: “Εκεί μέσα, λοιπόν, έψαχνε ( η Ηρώ) να βρει τη λύση στο εξής πρόβλημα: «Τρία τα κοπανήματα του πατέρα, στους τοίχους. Τρία τα φάσκελα της μητέρας, ξωπίσω του. Τρεις φορές το σταυρό του ο πατέρας, όταν καθόταν στο τραπέζι για φαγητό. Μα… ήταν τρεις και οι τσακωμοί τους ημερησίως;//….. Δεν έφτανε στη λύση, γι’ αυτό και καθόταν αμίλητη στο κρεβάτι της για να σκεφτεί!)
***
«Μονόχνωτο πλάσμα!», αγανακτούσε η μαμά-Ευαγγελία και ξέσπαγε στον κύριο Ιωάννη.
«Σαν τα μούτρα σου την έκανες!».
Και μετά γύριζε πάλι προς την “απούσα” μικρή.
«Πες κάτι καλέ! Τί κοιτάζεις τον τοίχο σαν βλάκας!», τσίριζε μέσα στο αυτί της.
Εκείνη πεταγόταν σαστισμένη και πάσχιζε να βρει κάτι να πει. Μα, το μυαλό της μαζί με τη γλώσσα της γίνονταν ένα κουβάρι κι ώσπου να βρει την άκρη του… πάει… τα δευτερόλεπτα χάνονταν.
Εκτός αυτού, ήταν και ο πατέρας εκεί κοντά και διάβαζε την εφημερίδα του. Πώς να μιλήσεις και να τον ενοχλήσεις; Την ώρα που ο πατέρας διάβαζε, κανένας δεν επιτρεπόταν να κάνει θόρυβο ή να μιλάει. Κανένας μικρός, δηλαδή, γιατί η μαμά-Ευαγγελία, που ήταν μεγάλη, σιγά να μη λογάριαζε τη μανία του να διαβάζει ό,τι παλιοφυλλάδα του έπεφτε στα χέρια. Του το είχε εξηγήσει πολλές φορές, ότι οι εφημερίδες δε θα τους έλυναν τα προβλήματα˙ σιγά, όμως, να μην την άκουγε, το αγύριστο κεφάλι!
«Εσύ παιδί μου, δεν ήσουν για οικογένεια, αλλά… ήταν η δική μου η τυχάάρα να βρεθείς στον δρόμο μου!», του πέταγε στα μούτρα -και “δεμένη” σε λέξεις- την ανεπάρκειά του.
Ε, αυτό δεν το άντεχε ο Ιωάννης. Έπαιρνε το καπέλο του και τράβαγε, βολίδα, προς την αγορά.
«Ν’ ανταλλάξω καμιά κουβέντα της προκοπής… αστοιχείωτη… ε, αστοιχείωτη! Αλλά, τί περιμένεις από μία αγράμματη; Με το ζόρι έβγαλε και το Γυμνάσιο!», μονολογούσε και μούντζωνε τον εαυτό του και την κακή του μοίρα.
Τί τον τύφλωσε και πήγε να παντρευτεί; Καλά δεν πέρναγε και μόνος του; Ολομόναχος, βρε αδερφέ, να ορίζει τις ώρες του, τις σκέψεις του, το συρτάρι του… που και σ’ αυτό έφτανε η χάρη της Βαγγελιώς… φτού, π’ ανάθεμα! Μία ολόκληρη ώρα έψαχνε να βρει τα μολύβια του και τα χαρτιά του προχθές! Αυτή τα είχε παραμερίσει˙ ήταν σίγουρος!
«Αμάν, τί με βρήκε! Πώς την έπαθα έτσι;», φούσκωνε το στομάχι του, ξαναφούσκωνε, μέχρι που τον κουβάλησαν μια μέρα στο κοντινό νοσοκομείο, γιατί κόντευε να σκάσει.
Περιέργως, αυτό το συμβάν έσβησε μέσα στα χρόνια που πέρασαν. Κανείς αργότερα δε θυμόταν τη διάγνωση του γιατρού, τότε. Έμεινε, όμως στο αρχείο της Ευαγγελίας ως δεδομένο, για να υποστηρίζει τον αγώνα της κατά της ανδροκρατίας.
«Ένας στομαχικός, αρρωστιάρης είσαι!», του τσάκιζε την προσπάθεια να είναι απλώς ένας άνθρωπος που αρρώστησε. Όχι! Ήταν «αρρωστιάρης». Πώς λέμε: «από γεννησιμιού του σκάρτος;».
Είχε κουσούρι ο άνθρωπος, πώς να το κάνουμε! ‘Οπως και για την ίδια, η μοίρα το θέλησε να είναι πονεμένη και αδικημένη! Μια γυναίκα, που πολλά άλλα άξιζε!
Και για να το χωνέψει καλά ο λεγάμενος, του πέταγε στα μούτρα τη ρετσινιά:
«Αρρωστιάρης! Τι θαρρείς; Ότι είσαι της προκοπής επειδή έβγαλες ένα πανεπιστήμιο; Ας είναι καλά η προίκα μου που σε σπούδασε!», του φώναζε από την κουζίνα, βροντοχτυπώντας τα μαχαιροπήρουνα και τις κατσαρόλες.
«Σκάσεεε! Μου σπας τα νεύρααα!», ούρλιαζε ο Ιωάννης από το σαλόνι κι έσφιγγε τα σαγόνια, για να μη γίνει φονιάς.
«Με σπασμένα νεύρα σε πήρα!», θριάμβευε η σύντροφος ζωής από την άλλη άκρη του σπιτιού, γυαλίζοντας τον νεροχύτη.
Μετά; Ε, να μη λέμε τα ίδια και τα ίδια! Έρχονταν τα γνωστά επακόλουθα. Ο Ιωάννης καταπιανόταν με όλες τις διαθέσιμες επιφάνειες του σπιτιού, για να τις κοπανήσει με τις γροθιές, αναποδογύριζε και καμιά καρέκλα για ποικιλία και κουτρουβάλαγε στις σκάλες.
«Στον αγύριστο!», τον κατευόδωνε η Ευαγγελία, ρίχνοντας πέντε φάσκελα ξωπίσω του.
Ύστερα, έστρωνε τα μαλλιά της, έβαζε το κραγιόν και πεταγόταν ως την παρακάτω πλατεία. Πάντα είχε κάποια δουλειά… κάτι να ψωνίσει… κάποιον να χαιρετήσει… Ήταν τόσο αγαπητή στα μαγαζιά, που και μόνο μια καλημέρα με τους γνωστούς καλυτέρευε τη μέρα της.
Το παιδί; Α, ναι! Το παιδί! Αυτό το παιδί το είχε αναλάβει ο Θεός! Του το είχαν αναθέσει, για να μην τους πει, κάποια μέρα, ότι δεν Τον πίστευαν. Φαντάσου… δεν είχε πάθει τίποτε! Έτσι όπως το άφηνε, έτσι το εύρισκε. Ανάμεσα στις κουδουνίστρες του, όσο ήταν μωρό. Ανάμεσα στα παιχνίδια του, όσο μεγάλωνε. Ανάμεσα στα βιβλία του αργότερα… Τι να πεις; Αυτό δεν ήταν παιδί, αλλά ένα ζωντανό δώρο του Θεού προς την Ευαγγελία, για να συμπληρώνει τα προνόμια που της είχαν προσφερθεί σ’ αυτή τη ζωή.
Θα ήταν αχάριστη, αν παραπονιόταν, αλλά και τί να πρωτοπεί; Ν’ αρχίσει από τον άρχοντα πατέρα της; Μέχρι Δήμαρχος κόντεψε να βγει, αλλά τον φάγανε τα κομματικά συμφέροντα κάποιων άλλων. Κακό χρόνο να ’χουνε, οι αχόρταγοι! Αλλά, δε βαριέσαι…! Ας είναι καλά τα πλούτη του άρχοντα πατέρα της και ο μεγάλος δρόμος που χάραξε η Πολιτεία. Πέρασε μέσα από τα χέρσα βοσκοτόπια του αείμνηστου παππούλη της και ναααα, με τη σέσουλα οι παράδες της αποζημίωσης. Πιάσανε τόπο και με το παραπάνω. Κανένας δεν ξαναθυμήθηκε τον τσοπάνη παππούλη της. Ο γιός του έγινε αμέσως ένα με τους προύχοντες της περιοχής. Ακόμα και ο βουλευτής της αντίθετης παράταξης τον χαιρετούσε, δια χειραψίας παρακαλώ!
«Τους μπήκαμε στο μάτι!», έτριψε τα χέρια του ο άρχοντας-πατέρας της όταν παρουσίασε και τον σπουδαγμένο γαμπρό του. Τον Ιωάννη ντε! Να μην ξεχνιόμαστε!
«Αρχιλογιστής! Του Πανεπιστημίου!», ανακοίνωσε στον κύκλο του, χωρίς να επεκταθεί σε λεπτομέρειες. Ίσως γι’ αυτό, πολλοί νόμισαν ότι ο γαμπρός είχε αναλάβει τα λογιστικά του Πανεπιστημίου.
«Τι να πεις; Υπάρχουν αστοιχείωτοι στον κύκλο μας!», έδωσε την απάντηση ο άνθρωπος και δεν το συζήτησε πιο πέρα. Γιατί… όχι να το παινευτεί… αλλά ο κύκλος του δεν ήταν όποιοι κι όποιοι!
Ήταν οι οπαδοί του πρώτου κόμματος˙ του μεγάλου κόμματος, το οποίο ταπεινά εκπροσωπούσε, ως κομματάρχης της περιφέρειάς τους, με το αζημίωτο, βέβαια, γιατί αυτό… ήταν μία από τις σταθερές του αξίες! Τις τιμούσε και δεν τις πρόδωσε ποτέ! Ούτε όταν διάλεξε τον Γιαννάκη, ένα καλό παιδί και καλό μαθητή, από τα ορεινά χωριά, που δεν είχε στον ήλιο μοίρα. Τον πήρε κοντά του και τον σπούδασε. Ποιός άλλος θα το έκανε αυτό το καλό; Τα χέρια και τα πόδια του φίλησαν οι φτωχοί γονείς του. Αιώνια ευγνωμοσύνη και αφοσίωση στο κόμμα του ορκίστηκαν οι άνθρωποι, μαζί με όλους όσους γνώριζαν από τα γύρω χωριά.
Ήταν τόσο συγκινητικό αυτό το κύμα της ευγνωμοσύνης, που –για να ευχαριστήσει αυτούς τους καλούς ανθρώπους- έδωσε την κόρη του στον Γιαννάκη. Την Ευαγγελία του! Τη μονάκριβη! Τη ζαχαρένια κορούλα του, που δεν την είχε για να την πασπατεύουν οι “ανεπρόκοποι». Όλοι οι άνδρες, για τον καλό πατέρα της Ευαγγελίας, ήταν «ανεπρόκοποι» και “ανάξιοι”. Πάει και τελείωσε. Δια τούτο έδωσε όρκο να την προστατέψει από την αποτυχία και να της βρει τον κατάλληλο, που θα άξιζε να γίνει γαμπρός του . Και τήρησε τον όρκο του. Την πάντρεψε από τα δεκαοχτώ της με τον Γιαννάκη και ησύχασε το κεφάλι του.
«Την αποκαταστήσαμε!». Ανακοινώθηκε το ευτυχές γεγονός και η Ευαγγελία απόκτησε μία περγαμηνή για το βιογραφικό της. Η αστυνομική της ταυτότητα έγραφε πλέον: Έγγαμη! Όνομα συζύγου: Ιωάννης. Λεβέντης, μορφωμένος και με πλούσιο πεθερό! «Όχι σαν κάτι άλλες, που μας κάνουν τις καμπόσες επειδή πέρασαν σ’ ένα πανεπιστήμιο! Οι γεροντοκόρες!», κατέληγε η Ευαγγελία και συμφωνούσε με τον σοφό πατερούλη της κάθε φορά που συζητούσαν… έτσι για να περνάει η ώρα.
Μετά… σηκωνόταν κι έτρεχε για να προλάβει τις υποχρεώσεις της. Τα τελευταία χρόνια είχαν αυξηθεί, μαζί με την πελατεία του Ιωάννη, ο οποίος εξυπηρετούσε και τους οπαδούς του μεγάλου κόμματος.
«Δόξα τω Θεώ! Ο πατέρας είναι βράχος για όλους μας!», χαμογελούσε φιλικά στους αφοσιωμένους ψηφοφόρους, αναθερμαίνοντας τις ελπίδες τους και για κάποιο ρουσφέτι.
Μαζί με τα χαμόγελα μοίραζε και σπιτικά κουλουράκια στις πολιτικές συγκεντρώσεις, που ήταν και κοινωνικές. «Πού αλλού θα συναντήσεις τους ανθρώπους; Ακοινώνητοι θα είμαστε;», πέταγε σπόντες στον Ιωάννη που δεν ήθελε πολλά-πολλά με «όλους αυτούς», όπως έλεγε.
«Όλοι αυτοί σου δίνουν και τρως!», τον λογίκευε η Ευαγγελία, αλλά δεν τον πίεζε και πολύ.
«Ας κάνει ό, τι νομίζει. Εγώ θα κάνω το σωστό!», ξεκαθάριζε τη θέση της και προχωρούσε δυναμικά στον δικό της δρόμο.
Ήταν παρούσα σε όλα όσα οργάνωνε ο βράχος-πατέρας της «για το καλό του συνόλου». Το τόνιζε ο άνθρωπος, γιατί είχε και αρχές. Και οι αρχές δεν μπαίνουν στο σεντούκι με ναφθαλίνη! Μεταδίδονται για το καλό του επόμενου συνόλου, που είναι η νέα γενιά. Είναι ανάγκη να τα εξηγούμε αυτά τα πράγματα; Τα αυτονόητα;
Κι αυτό ακριβώς ήταν που εξόργιζε τη μαμά-Ευαγγελία, καθώς ο χρόνος περνούσε και η κόρη της που μεγάλωνε, την έφτανε στο αμήν. Να μην καταλαβαίνει αυτό το πλάσμα, που της έλαχε να είναι παιδί της, τα αυτονόητα;
«Άκου να σου πω κακομοίρα μου! Δεν θα μας κάνεις ρεζίλι στην κοινωνία. Έχουμε αρχές! Έχουμε όνομα! Δεν το καταλαβαίνεις; Θα σου βγάλω το μαλλί τρίχα-τρίχα, αν σε πιάσω να σαλιαρίζεις πάλι με το σκατόπαιδο του φούρναρη! Πουτάνα θα σε κάνουμε, μωρή! Πουτάάνααα!!».
Ούρλιαζε ασυγκράτητα, καθώς τη διαπερνούσε ένα ρεύμα καυτό. Πόσο την αναστάτωνε αυτή η βρωμερή λέξη, που ηχούσε μέσα της, σαν τρομπέτα από τον « Εξαποδώ ». Την ανατρίχιαζε ως τις πατούσες.
«Φτου! Φτου! Φτου!», έφτυνε τρεις φορές για να ξορκίσει το κακό.
Κοίτα να δεις που θα της κόλλαγε την πουτανιά, το παλιοθήλυκο! «Φτου! Χάσου από μπροστά μου!», ξόρκιζε ακόμα μια φορά τον αόρατο εχθρό και τρέχοντας πήγαινε ως τα εικονίσματα. Ξέπλενε το στόμα της με αγιασμό, φυλαγμένο σε κρυστάλλινο μπουκαλάκι, έριχνε βλέμμα φαρμακερό στο «βλαμμένο», που τη φαρμάκωσε και σήμερα. Ύστερα κοπάναγε την εξώπορτα πίσω της και πήγαινε να πάρει αέρα.
Η Ηρώ έμενε μόνη. Η σιωπή χαλάρωνε το κορμί της για ώρα πολλή μέχρι που, απρόσμενα, δεσμίδες από απαλό φως τρύπωναν παιχνιδιάρικα μέσα της. Της χάιδευαν τον κορμί, μέσα κι έξω και –άκου να δεις- καθάριζαν, λέει, όλα όσα είχαν μαζευτεί μέσα της και τη βάραιναν πολύ. Ακόμα κι ένα κρυφό παράπονο, που την έκανε να έχει εφιάλτες, να ξυπνάει ανήσυχη τις νύχτες και ν’ αναρωτιέται: «Γιατί δε με θέλουν; Τί κακό τους έκανα;». Το απαλό αυτό φως, το τόσο παράξενο, τα φώτιζε όλα, τα μαλάκωνε, τα ζύμωνε, για να τα κάνει, τι θαρρείς; Τραγούδι!
«Θα σε πάρω να φύγουμε,
σ’ άλλη γη, σ’ άλλα μέρη,
που κανέναν δεν ξέρουμε
και κανείς δεν μας ξέρει…»
Αντηχούσε το σπίτι από τις μελωδίες της, αντηχούσε η γειτονιά μαζί με τους κοντινούς δρόμους, που είχαν ακόμα χώμα, άγριες μαργαρίτες και ακακίες φουντωτές.
Όταν άνθιζαν, γέμιζε ο αέρας από ευωδιές. Και τότε ήταν, που τα τραγούδια της Ηρώς, γίνονταν ένα με τη μυρωδάτη φύση κι έσταζαν βάλσαμο στην καρδιά της, αλλά και στον νου της, που πάσχιζε να βρει μια απάντηση σε τόσα ερωτηματικά.
Ας πούμε… γιατί τραγουδούσε, ενώ ήθελε να κλάψει; Γιατί λυπόταν τη μάνα της, ενώ εκείνη κοίταζε να την κατασπαράξει; Γιατί πονούσε για τον πατέρα της, όταν εκείνος την εκμηδένιζε;
Βέβαια, είχε το λόγο του γι’ αυτό. Μπορεί να μην τον ξεστόμιζε ποτέ, αλλά της έδινε να τον καταλάβει. Όταν π.χ. έλεγε: « άχυρα έχει το κεφάλι σου, παιδί μου; Μυαλό κουκούτσι;”, τι ήθελε να πει; Ότι η κόρη του δεν είχε μυαλό! Ξεκάθαρα! Και μάλλον είχε δίκιο, αλλιώς πώς θα έβγαζε από το στόμα του τέτοια λόγια ένας πατέρας; Και μάλιστα, ένας πατέρας μορφωμένος, αξιοπρεπής, που έχαιρε της εκτίμησης όλης της κοινωνίας; Ολοφάνερο! Το λάθος της φύσης ήταν αυτή! Κι αυτός, ένας κύριος Ιωάννης, είχε την ατυχία να τη φορτωθεί ως γραμμάτιο. Πώς να σηκώσει ο άνθρωπος αυτό το βάρος; «Βοήθεια!», εξέπεμπε ολόκληρο το είναι του, όταν προσπαθούσε να της βάλει μυαλό.
Πες μου τώρα, πού να κρυφτεί αυτό το άχρηστο κορίτσι για να μην υπάρχει; Έτσι κι αλλιώς, τους ντροπιάζει με την αναξιότητα που τη δέρνει. Τίποτε δεν κάνει σωστό!
Να, όπως αυτό με το φουρναρόπαιδο. Πώς της ήρθε να του χαμογελάσει; Το πρέπον ήταν να πάρει το ψωμί, που τους έφερνε κάθε μέρα, και να του βροντήξει την πόρτα στα μούτρα. Ούτε χαιρετούρες, ούτε χαμόγελα. «Υπηρέτης του φούρναρη είναι. Δεν θα του δώσουμε αξία!», της είχε εξηγήσει η μαμά. Αλλά, πού αυτή η χαζή! Επειδή ήταν συμμαθητές, νόμιζε ότι μπορούσε να του μιλάει.
«Συμμαθητές ήσασταν πέρυσι, στο Δημοτικό. Φέτος είσαι “Πρώτη Γυμνασίου”, της τόνιζε. Μεγάλωσες! Τέρμα οι χαιρετούρες με όποιον-όποιον!»
Το ξεκαθάρισε η καημένη η μάνα της. Επομένως, μέσα σε όλη την ακαματοσύνη της, ήταν και αμαρτωλή από πάνω. Πώς να τους κοιτάξει καταπρόσωπο; Κατέβασε το βλέμμα της στο πάτωμα και προσπάθησε, πολύ το προσπάθησε, να γίνει σκιά. Για να μην τους ενοχλεί τουλάχιστον. Α, όλα κι όλα, αυτό τους το χρώσταγε.
**************************************************************************************************************
<——Προηγούμενη σελίδα 1 ——> Επόμενο σελίδα 3