Ένα μυθιστόρημα της Μαίρης Μάκρα
Έτσι χτυπάει την πόρτα το πεπρωμένο μας – (Λούντβιχ βαν Μπετόβεν)
***
Όταν γεννήθηκε η Ηρώ, σταμάτησε το ρολόι του σπιτιού να δείχνει την ώρα. Κι αυτό, γιατί το πέταξε η μάνα της, η Ευαγγελία, πάνω στον τοίχο με μανία και το κομμάτιασε. «Για να ξεθυμάνει, από τους πόνους της γέννας, που τη βασάνιζαν ένα ολόκληρο εικοσιτετράωρο», τη δικαιολόγησε η μαμή, που ήταν συνέχεια κοντά της.
Τώρα, πώς βρέθηκε στα χέρια της ετοιμόγεννης το ακριβό ρολόι, που έπαιζε και μουσική κάθε μία ώρα… ψάξε να το βρεις τέτοιες ώρες. Εδώ, ακόμα και τον άντρα της, τον κύριο Ιωάννη, δε λογάριασε, που έσκυβε πάνω της για συμπαράσταση! Τον άρπαξε από τ’ αυτιά και βάλθηκε να του τα ξεριζώσει με μανία. «Εσύ φταις! Εσύ φταις για όσα τραβάωωω!», ούρλιαζε και τρόμαξαν να τον ξεκολλήσουν από τα χέρια της.
Ο κύριος Ιωάννης δεν είπε τίποτε εκείνη την ώρα, γιατί σεβάστηκε την κατάσταση. Το άχτι, όμως, του έμεινε για χρόνια. «Ακούς εκεί, εγώ έφταιγα!», μονολογούσε συχνά, ιδίως τις ώρες που ήταν μόνος του και, ανατρέχοντας στο παρελθόν, προσπαθούσε να λύσει τον γρίφο που έφερε το όνομα «Ευαγγελία».
«Είναι παράλογη η γυναίκα, τέλος και τελεία!», κατέληγε πάντα, χτυπώντας τις παλάμες του τη μία με την άλλη, λες και τίναζε τη σκόνη της Βαγγελιώς από πάνω του με θυμό και με πίκρα πολλή.
Γιατί… όπως και να το κάνουμε, ήθελε να τον αγαπάει η γυναίκα του˙ έστω να τον υπολογίζει. Το άξιζε, βρε αδερφέ! Ολόκληρος άντρας ήταν! Και λεβέντης και προκομμένος και μορφωμένος! Τι του έλειπε; Παράπονο τον έπιανε τότε.
Τέλος πάντων, εκείνο το πρωινό γεννήθηκε η Ηρώ. Έμοιαζε με λουλουδάκι του αγρού και, για να μην τη μαράνουν φαίνεται, την άφησαν να μεγαλώνει μόνη της, σε μια άάάπλα… που έφτανε σε όλες τις γωνιές του σπιτιού.
«Είναι τόσο ήσυχο, που το ξεχνάμε!», καμάρωνε η μαμά-Ευαγγελία για το προσωπικό της κατόρθωμα˙ να έχει το τέλειο μωρό! Και για να μην υπάρχουν αμφιβολίες για τις ικανότητές της, ως μάνα, συμπλήρωνε:
«Δεν ενοχλεί κανέναν! Τρώει, κοιμάται, παίζει μόνο του, μιλάει μόνο του!».
«Τί παιδί είν΄ αυτό!», θαύμαζαν συγγενείς και φίλοι.
«Τί μάνα, έχει αυτό το παιδί!», τους διόρθωνε η Ευαγγελία, για να καταλάβουν, όλοι αυτοί οι ανόητοι, την αξία της.
Μετά από καιρό, κι αφού βαρέθηκε «να βάζει μυαλό στους κουφιοκέφαλους», όπως έλεγε, στράφηκε προς τον Ιωάννη και έβαλε ως σκοπό να του αποδείξει την υπεροχή της, «ως μυαλό, ως αξία, ως ικανότητες, ως… πολλά τέλος πάντων, που τόλμησε να μην ακούει ποτέ τη γνώμη της και να την υποτιμά! Ποιός; Ένα αγύριστο κεφάλι, σαν του λόγου του!».
«Δε θ’ ακούσεις, μια φορά, τί σου λέω;», του φώναζε από την κρεβατοκάμαρα, μαζεύοντας τις σκόρπιες εφημερίδες του που τις πέταγε δεξιά κι αριστερά, λες και είχε υπηρέτες.
«Δε γεννήθηκε ακόμα ο άνθρωπος που θα μου πει τι θα κάνω!», ούρλιαζε ο Ιωάννης και κοπάναγε τρεις γροθιές στους τοίχους, άλλες τρεις στην πόρτα της κουζίνας και, κουτρουβαλώντας στην εσωτερική σκάλα, πεταγόταν στον δρόμο τρέμοντας ολόκληρος από τα νεύρα.
Οι γείτονες που παρακολουθούσαν τα δρώμενα, πίσω από τις μισοτραβηγμένες κουρτίνες, ήξεραν τότε, ότι η πρώτη φάση της παράστασης τελείωσε. Η δεύτερη, σταθερή κι αμετακίνητη στον χρόνο, θα άρχιζε το μεσημέρι και με μικρά διαλείμματα θα κορυφώνονταν το βράδυ, μόλις ο κύριος Ιωάννης θα χτυπούσε τρεις φορές, πάντα με τις γροθιές, τα παραθυρόφυλλα.
Αυτό το “τρεις φορές”, ως ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, είχε πάρει σημαντική θέση στην καθημερινότητα όλης της γειτονιάς. Ήταν σα να λέμε, ο ρυθμός που οργάνωνε το εικοσιτετράωρό τους. Κάθε μέρα το περίμεναν για να νοστιμίσει η ζωή τους. Όπως τα καρυκεύματα στην πατατοσαλάτα.
Αφού, να φανταστείς, χρόνια αργότερα, πολλοί από τη γειτονιά νοσταλγούσαν εκείνη τη μοναδική ατμόσφαιρα που δημιουργούσαν οι κραυγές του κύριου Ιωάννη, οι οιμωγές της κυρίας Ευαγγελίας και ιδιαίτερα τα τρία εκκωφαντικά κοπανήματα σε όλα τα ντουβάρια, σε συνδυασμό με τις υπέροχες μυρωδιές από τα ασυναγώνιστα φαγητά της κυρίας Ευαγγελίας. Μέχρι στον απέναντι δρόμο έφταναν, όλα μαζί, κατακάθονταν στην ψυχή τους και χρόνια αργότερα έλεγαν, «θυμάσαι τότε;».
Όλα είχαν χαραχτεί στη μνήμη τους, μαζί με την απορία, που δεν τους λύθηκε ποτέ: Γιατί η μαμά-Ευαγγελία άνοιγε τέντα τα παράθυρα κάθε φορά που άρχιζαν τα γλέντια;
«Ε, ρε γλέντιαααα!», φώναζε δραματικά και συμπλήρωνε με ασυγκράτητη χαιρεκακία, «… σε ξέρει πια ο κόσμος… έμαθε πολύ καλά τι σόι κουμάσι είσαι!».
Ο κύριος Ιωάννης έτρεχε και πάλι έτρεχε, όσο πιο μακριά μπορούσε από το σπίτι του. Μαύρη πέτρα θα έριχνε πίσω του… αν μπορούσε. Έλα, όμως, που ήταν στη μέση και το παιδί! Ο κόσμος! Τι θα πει ο κόσμος; Αυτά έλεγε και ξανάλεγε στον εαυτό του, για να πεισθεί και να μείνει στη μαύρη του ζωή.
«Αχ, Ιωάννη! Αχ, Ιωάννη!», επισφράγιζε τις σκέψεις του, κάθε βράδυ, μ’ αυτόν τον αξιοπρεπή αυτοοικτιρμό, και πήγαινε για ύπνο.
Για το πρόγραμμα της επόμενης ημέρας, ήταν πάντα σίγουρος. Τίποτε δεν άλλαζε. Κι αυτό… κοίτα να δεις..…του έδινε μια παράξενη ασφάλεια. Ήξερε, βρε αδερφέ, τι τον περιμένει κάθε μέρα!
Αντίθετα, η Ευαγγελία, δεν ήταν σίγουρη ότι θα άντεχε για πολύ μαζί του. Κάθε βράδυ, στο μισοσκόταδο, σχεδίαζε την εθελούσια έξοδό της απ’ αυτή τη μαύρη ζωή, αλλά με κάποιον δραματικό τρόπο, μόνο και μόνο για να τους εκδικηθεί… όλους! Όλοι της έφταιγαν, ακόμα και ο Θεός.
«Γιατί, Μεγαλοδύναμε, αφήνεις τα σωστά σου παιδιά να πάνε χαμένα;», ζητούσε τον λόγο από τον Ύψιστο, συχνά-πυκνά, ενώ θεωρούσε περιττό να Του τονίσει ότι στα «σωστά παιδιά» συγκαταλεγόταν και η ίδια… ή μάλλον… μόνο η ίδια. Αλλά, Θεός ήταν, ας το έβλεπε. Εκείνο πάντως που δεν Του συγχωρούσε, ήταν ότι άφηνε όλες τις «τέτοιες» να έχουν τύχη βουνό. Ε, αυτό, με τίποτε δεν Του το συγχωρούσε. Γι’ αυτό, εδώ και καιρό, του κράταγε μούτρα. Ούτε κερί δεν Του άναβε! Την είχε αδικήσει πολύ!
Οι «τέτοιες», για την Ευαγγελία, ήταν όλες όσες είχαν άντρα που τον έκαναν ό, τι ήθελαν. «Χρυσό παιδί», χαρακτήριζε πάντα κάποιον, που στόμα είχε και μιλιά δεν είχε μπροστά στη γυναίκα του… «γιατί έχει φιλότιμο, ο άνθρωπος!», τεκμηρίωνε την άποψη της. Αυτά, όμως, τα «χρυσά παιδιά» πήγαιναν πάντα χαμένα με κάτι «σουρλουλούδες» και «ανοικοκύρευτες». Έφριττε η Ευαγγελία και αποφάσιζε να τιμωρήσει τους πάντες και την ίδια τη ζωή, που πολλά της έταξε και ψίχουλα της δίνει.
Γι’ αυτό και σχεδίαζε να πάρει μια τριχιά και να πάει να κρεμαστεί στο δασάκι, κοντά στη θάλασσα. Μπορεί, όμως, να έπαιρνε δηλητήριο. Ή καλύτερα… να έπεφτε από τον βράχο της Ακρόπολης, όταν θα πήγαιναν στην πρωτεύουσα, για τα εποχιακά ψώνια… θα δούμε!…
Δεν μπορούσε ν’ αποφασίσει ακόμα. Είχε χρόνο μπροστά της. Για ένα, όμως, ήταν σίγουρη: θα τους έκανε όλους ρεζίλι και όλοι θα μιλούσαν για τον πόνο της και την τραγική της ιστορία. Όλοι θα έκλαιγαν στην κηδεία της. Θα γινόταν μύθος! Μπορεί να την έκαναν και μυθιστόρημα!
Κι ενώ ονειρευόταν τη συνταρακτική έκταση που θα έπαιρνε η απόφασή της να κρεμαστεί- προς τα ’κεί έκλινε τελικά- φούσκωσε η καρδιά της από συγκίνηση. Άει στο καλό! Τέτοιο πεπρωμένο! Να γίνει ηρωίδα μυθιστορήματος! Να μιλάει γι’ αυτήν όλος ο κόσμος!
Το κορμί της γέμιζε τότε από ανείπωτη θαλπωρή και… σιγά-σιγά την έπαιρνε ο ύπνος.
*
Το πρωί, η ζωή έπαιρνε πάλι τον σταθερό της ρυθμό στο σπιτικό τους. Τίποτε δεν άλλαζε κι αυτό ήταν το σωστό, για να μη διαταραχθεί η τάξη μέσα στην οικογένεια.
«Η τάξη χτίζει την ισορροπία και τη γαλήνη, που είναι απαραίτητες προϋποθέσεις, για να μεγαλώσει σωστά ένα παιδί!», διάβασε μια μέρα ο κύριος Ιωάννης σε ένα περιοδικό. Το διάβασε φωναχτά, για να το καταχωρήσει στο μυαλό του. Το άκουσε η κυρία Ευαγγελία, από την κουζίνα, και το αποστήθισε. Πάντα είχε ιδιαίτερη αδυναμία στα ωραία λόγια. Ο καθένας από τη μεριά του, το υιοθέτησε σαν κανόνα σωστής αγωγής και το έβαλαν στην πράξη της ζωής τους, ως υπεύθυνοι γονείς.
«Δύσκολος ο ρόλος του γονέα!», αναστέναξε ο μπαμπάς-Ιωάννης και η μαμά-Ευαγγελία συμφωνούσε μαζί του. Περίεργο; Κι όμως, συμφωνούσαν σε πολλά, που είχαν να κάνουν με το καλό του παιδιού τους.
Μα… τι φαντάζεστε; Έτσι απροετοίμαστο θα το έβγαζαν… αύριο, μεθαύριο… καλά να είμαστε… στη σκληρή πραγματικότητα της ζωή; Το εκπαίδευσαν με κόπο, γιατί ήθελαν να γίνει ένα δυνατό και αξιόλογο άτομο, που θα τους έβγαζε ασπροπρόσωπους στην κοινωνία. Μόνο τότε θα ησύχαζαν, αφού θα είχαν κάνει, με τον καλύτερο τρόπο, το χρέος τους!
Δια τούτο, εφαρμόστηκαν, όπως είπαμε, οι σωτήριοι κανόνες, μαζί με το προσωπικό τους παράδειγμα. Γιατί «μόνο το παράδειγμα διδάσκει», έλεγε πάλι ο κύριος Ιωάννης.
Και συνοψίζουμε. Η μικρή Ηρώ έμαθε, από πρώτο χέρι, όλες τις αποτελεσματικές λέξεις, που κατατροπώνουν όποιον πάει να σηκώσει κεφάλι κι έτσι θα γίνει πιο δυνατός: «βούλωστο!», «ηλίθια», «βλαμμένο», «άχρηστο» και «αχάριστο». Όλα αυτά, βέβαια, είχαν και τη στρατηγική τους αξία, όπως ορθά εξήγησε ο μπαμπάς-Ιωάννης. «Δε θα μας δέρνει η Ηρώ, όταν μπει στην εφηβεία! Από τώρα θα μαζευτούν τα λουριά!».
«Τι σωστά που σκέφτεται μερικές φορές αυτός ο άνθρωπος!», κρυφοκαμάρωσε η σύζυγος-Ευαγγελία.
Ανάμεσα στους κανόνες, που έχτισαν σταθερά τον «Χρυσό Αιώνα» της οικογενειακής τους συνοχής, υπήρχε και η Σιωπή, γιατί «μόνο οι μεγάλοι έχουν το λόγο!
“Δε θα πετάγεσαι, σαν πορδή, από δίπλα!», τη συμβούλεψε η μαμά και το μικρό έσκυψε το κεφάλι.
«Το κατάλαβε και θα συμμορφωθεί!», ησύχασε η Ευαγγελία.
Να μην ξεχάσουμε, όμως, και την Υπακοή! Μεγάλη αρετή! Εδώ τα πήγε μια χαρά η μικρή Ηρώ! Κατάλαβε, βλέπεις, από νωρίς, ότι έτσι γλιτώνει από τις «ριπές» της μαμάς, η οποία είχε ιδιαίτερη ευστοχία στα χαστούκια. Έτριζαν τα ροζέ μαγουλάκια της μικρής στο κάθε παραπάτημα, αλλά ήταν για το καλό της. Ποιος θα της μάθαινε το σωστό; Ο γείτονας που είναι ξένος ή οι γονείς της που την αγαπούν πολύ;
«Δε θα μας κάνεις εσύ ρεζίλι! Να παραπατάς στο πεζοδρόμιο, όταν βγαίνουμε βόλτα, και να λέει ο κόσμος ότι δεν είμαστε καλοί γονείς για να σου μάθουμε το σωστό περπάτημα!».
Το ανόητο παιδί! Πώς τους σύγχυζε κάθε φορά, που ήταν με κόσμο! Ήταν δυνατόν να γελάει, σα χαζό, με κάθε αστεία ιστορία; Κι ακόμα κάτι ανισόρροπο από τη μεριά του… Γιατί να κλαίει όταν αυτοί οι δύο τσακώνονται; Έτσι κάνουν οι μεγάλοι κι έτσι είναι μια σωστή οικογένεια… ένα καμίνι που λιώνει τα σίδερα!
«Κι εγώ θα λιώσω εσένα! Δε θα με πας πριν την ώρα μου!», δήλωνε ο μπαμπάς προς τη μαμά… ή μήπως ήταν η μαμά; Δε θυμόταν καλά η Ηρώ, γιατί κάτι πάθαινε το μυαλό της και ξεχνούσε πώς ακριβώς είχαν τα πράγματα.
Μπορεί αυτό να το έπαθε, από την πολλή της προσπάθεια, να καταπιεί το κλάμα. Ήταν φανερό ότι, τα δάκρυά της ενοχλούσαν τη μαμά. Γι’ αυτό και τα κατάπινε, αλλά αυτά, ως φαίνεται, μαζεύονταν στο κεφάλι της, που άρχισε να την πονάει πολύ συχνά. Με τον καιρό, όμως, βρήκε τον τρόπο της γιατρειάς˙ κουλουριαζόταν κάτω από την κουβέρτα και κοιμόταν.
Είδες λοιπόν, πώς τα κατάφερε και έγινε πιο φρόνιμη κι απ’ όσο ήθελαν οι γονείς; Αλλιώς… δεν ξέρεις τι μπορεί να συμβεί! Ίσως και να πεθάνουν την ώρα που ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι τους.
«Μου ανεβάζεις το αίμα στο κεφάλι! Θα με πεθάνεις!», είχε πει ξεκάθαρα η μαμά, τότε… τότε σου λέω, που είχε κάνει εμετό πάνω στην κουβέρτα της, γιατί φοβήθηκε ότι θα σκοτωθούν! Κι αν σκοτωθούν εκείνοι, τι θ’ απογίνει μια ορφανή Ηρώ; Θα την κλείσουν, σίγουρα, στο ορφανοτροφείο και θα φοράει στολή με μπερέ στο κεφάλι. Όπως τα παιδιά του ορφανοτροφείου της πόλης τους, που τα είχε δει, ένα μπουλούκι ολόκληρο, να περνάνε στην παρέλαση.
Το παιδί λυπήθηκε πολύ τότε και ευτυχώς η μαμά-Ευαγγελία του υπενθύμισε, στοργικά, ότι έπρεπε να τους χρωστάει μεγάλη χάρη που δεν ήταν ορφανό, κι ακόμα να τους λέει, κάθε μέρα «ευχαριστώ», που την είχαν φέρει στον κόσμο.
Όπως καταλαβαίνει κανείς, πολύ σοφά και με συνέπεια, η ζωή τους είχε αποκτήσει την τάξη που ονειρεύτηκαν. Έτρωγαν στο ίδιο τραπέζι. Πλένονταν στον ίδιο νιπτήρα. Τα ρούχα τους μοσχοβολούσαν από το ίδιο απορρυπαντικό και τα χέρια τους από το ίδιο μοσχοσάπουνο! Κι ακόμα κάτι σημαντικό˙ πήγαιναν, όλοι μαζί, για βόλτα στην πλατεία. Το καλοκαίρι ήταν η έξοδος για παγωτό. Το χειμώνα ερχόταν η σειρά, για τα σουβλάκια με καλαμάκι.
«Όλα αυτά μαζί ονομάζονται οικογενειακή ευτυχία», της το έλεγαν κάθε φορά, για να διδάσκεται το παιδί τις σωστές έννοιες. Και, πράγματι, το χώρεσε τόσο καλά στο μυαλουδάκι της, ώστε μια μέρα που της “άστραψε” πάλι τα μαγουλάκια η μαμά, μπροστά στον κύριο-Περιπτερά, –φαντάσου ντροπή!-, έδωσε, από μόνη της, άλλο ένα χαστούκι στα μαγουλάκια της… «Κακό παιζί!», μάλωσε τον εαυτό της η μικρή Ηρώ… «που χαλάς την οικογενειακή ευτυχία!», ήθελε να πει, αλλά δεν εύρισκε τα λόγια. Ήταν, βλέπεις, ένα μικρό παιδί και, όπως φαίνεται, όχι τόσο ώριμη για να καταλάβει ορισμένες αλήθειες! Γιατί… πώς αλλιώς να εξηγήσει κανείς, εκείνο το παράξενο βύθισμα στον εαυτό της; Λες και αντίκριζε το υπερπέραν!
Η ίδια ήξερε τί έψαχνε να βρει μέσα σ’ αυτό το βύθισμα, αλλά δεν τη ρώτησε ποτέ κανείς, γι’ αυτό και δεν τους το είπε.
Εκεί μέσα, λοιπόν, έψαχνε να βρει τη λύση στο εξής πρόβλημα: «Τρία τα κοπανήματα του πατέρα, στους τοίχους. Τρία τα φάσκελα της μητέρας, ξωπίσω του. Τρεις φορές το σταυρό του ο πατέρας, όταν καθόταν στο τραπέζι για φαγητό. Μα… ήταν τρεις και οι τσακωμοί τους ημερησίως;».
Γιατί… θυμόταν καλά… ήταν φορές που ο μεσημεριανός καβγάς μοιραζόταν στα δύο: προ και μετά φαγητού. Όπως τα φάρμακα! Πώς λογαριάζονται τώρα αυτές οι δύο φάσεις του καβγά; Σαν ένας; Σαν δύο; Δεν έφτανε στη λύση, γι’ αυτό και καθόταν αμίλητη στο κρεβάτι της για να σκεφτεί!
*************************************************************************************************************
——> Επόμενο σελίδα 2