Μια κρίσιμη θεσμική παρέμβαση φέρνει το Προεδρικό Διάταγμα 129/2025 για τους ιστορικούς οικισμούς που προϋπάρχουν της 16ης Αυγούστου 1923.
Πρόκειται για έναν παλιό, αλλά ζωντανό χάρτη κατοίκησης, που απλώνεται σε όλη τη χώρα, φέρνοντας μαζί του μνήμες, πολιτισμό και πολεοδομικές προκλήσεις. Το νέο θεσμικό πλαίσιο έρχεται να αποκαταστήσει μια ιστορική αδικία: την πολυετή νομοθετική ασάφεια που κρατούσε τους οικισμούς αυτούς σε ένα καθεστώς νομικής ανασφάλειας και ασυνέπειας.
Οι παραδοσιακοί αυτοί οικισμοί, χωρίς εγκεκριμένο ρυμοτομικό σχέδιο, διαμορφώθηκαν από τις ανάγκες και τις συνθήκες του τόπου, με τρόπο οργανικό και χωρίς αυστηρό πολεοδομικό σχεδιασμό. Η αρχιτεκτονική τους ταυτότητα, τα υλικά τους, η κλίμακα και η μορφολογική τους συνέχεια συνθέτουν ένα μοναδικό τοπίο, που δεν μπορεί να ενταχθεί χωρίς κινδύνους σε σύγχρονα τυποποιημένα πρότυπα δόμησης.
Για χρόνια, οι αρχές κινούνταν ανάμεσα στην ανοχή και τη σιωπή, αφήνοντας περιθώρια για εργαλειακές ερμηνείες, αυθαίρετες επεκτάσεις και χρήσεις που αλλοίωναν τον χαρακτήρα των οικισμών. Σε αυτό το πλαίσιο, το Συμβούλιο της Επικρατείας συχνά αποτέλεσε το μόνο θεσμικό ανάχωμα, επιμένοντας σε αυστηρά κριτήρια τεκμηρίωσης, μορφολογικής συνέπειας και περιορισμού των οχληρών χρήσεων.
Το ΠΔ 129/2025 κωδικοποιεί πλέον αυτές τις νομολογιακές αρχές, μετατρέποντάς τες σε υποχρεωτικό δίκαιο. Ορίζει ότι κάθε πράξη δόμησης ή οριοθέτησης πρέπει να βασίζεται σε ιστορικά και τεκμηριωμένα στοιχεία για την έκταση του οικισμού το 1923. Θέτει αυστηρούς μορφολογικούς κανόνες, αποκλείει επαγγελματικές και βιοτεχνικές χρήσεις που αλλοιώνουν την ταυτότητα του οικισμού και απαγορεύει ρητά τις οχλούσες εγκαταστάσεις, όχι μόνο εντός του οικισμού αλλά και σε ακτίνα 500 μέτρων από τα όριά του.
Η φιλοσοφία του νέου πλαισίου δεν είναι η συντηρητική «μουσειοποίηση» αυτών των κοινοτήτων. Αντιθέτως, προκρίνει μια νέα θεώρηση της κατοίκησης – περισσότερο ανθρώπινη, περισσότερο ενταγμένη στο περιβάλλον και λιγότερο εξαρτημένη από τις επιταγές της εντατικής δόμησης. Οι οικισμοί προ του 1923 δεν αντιμετωπίζονται ως στατικά μνημεία, αλλά ως ζωντανοί οργανισμοί, φορείς συλλογικής μνήμης και πολιτισμικής συνέχειας.
Σε μια περίοδο όπου η πολεοδομική συζήτηση αναζητά διεξόδους βιωσιμότητας και ποιότητας ζωής, η νομική θωράκιση αυτών των κοινοτήτων ίσως αποτελεί το πιο ηχηρό παράδειγμα ότι το μέλλον της κατοίκησης μπορεί να χτιστεί πάνω στα γερά θεμέλια του παρελθόντος.
Παραδείγματα ιστορικών οικισμών προ του 1923 στην Ελλάδα
Οι οικισμοί που συγκροτήθηκαν πριν από την 16η Αυγούστου 1923 είναι διάσπαρτοι σε όλη την ελληνική επικράτεια και αποτελούν ζωντανές εστίες τοπικής ταυτότητας και πολιτιστικής συνέχειας. Παρακάτω, μερικά ενδεικτικά παραδείγματα:
Ανατολικό Ζαγόρι (Ήπειρος): Ορεινοί παραδοσιακοί οικισμοί όπως το Τσεπέλοβο, τα Άνω Πεδινά και το Βραδέτο, με χαρακτηριστική λιθόκτιστη αρχιτεκτονική, πετρόχτιστα καλντερίμια και διατηρημένες μορφές κοινοτικής ζωής.
Δίδυμα Αργολίδας (Πελοπόννησος): Οικισμός με πλούσια λαϊκή αρχιτεκτονική, σπουδαία ιστορικά παρεκκλήσια και έντονα τοπικά μορφολογικά χαρακτηριστικά.
Πύλη Τρικάλων (Θεσσαλία): Με παραδοσιακά σπίτια, λιθόστρωτα και έντονο αρχιτεκτονικό αποτύπωμα της οθωνικής περιόδου, διατηρεί αυθεντικό χαρακτήρα μέχρι σήμερα.
Απείρανθος και Κόρωνος (Νάξος): Κυκλαδικά χωριά με ιδιαίτερη μαρμάρινη αρχιτεκτονική και ισχυρή κοινότητα, προσηλωμένα στη διατήρηση της ιστορικής συνέχειας.
Καλαρρύτες (Ιωάννινα): Ιστορικός οικισμός εθνικής σημασίας, πατρίδα χρυσοχόων και εμπόρων, με αναλλοίωτο πολεοδομικό ιστό.
Άνω Σύρος (Σύρος): Μεσαιωνικός οικισμός με στενά σοκάκια και καθολική πολιτισμική παράδοση, ενταγμένος πλήρως στην αρχιτεκτονική φυσιογνωμία της περιοχής.