Λογοτεχνία

Συμφωνία… Νο 5

Ένα μυθιστόρημα της Μαίρης Μάκρα

(24η συνέχεια)

Έτσι χτυπάει την πόρτα το πεπρωμένο μας – (Λούντβιχ βαν Μπετόβεν)

***

( Σύνδεση με το προηγούμενο: Πόσα μπορεί να αντέξει μια νεαρή καρδιά όταν την προδίδουν όσοι εμπιστεύτηκε;

Στο νέο επεισόδιο του μυθιστορήματος «Συμφωνία “Νο-5″», η Ηρώ έρχεται αντιμέτωπη με μια διπλή προδοσία: από τη θεία-Μαρία, που άλλοτε την προστάτευε, και από έναν κόσμο που βιάζεται να την καταδικάσει χωρίς να ακούσει την αλήθεια της. Κατηγορίες, προδοσία, σιωπή… Θα μιλήσει ή θα πληρώσει για όλους;)

***

«Είπες τίποτε σε κανέναν;», ρώτησε τον φούρναρη ψιθυριστά, η Δέσποινα.

«Τα είπα όλα στον καπετάνιο», της απάντησε με τον ίδιο συνωμοτικό τόνο.

«Ήρθε κιόλας ο καπετάνιος;», ξαφνιάστηκε εκείνη, γιατί με όσα γίνονταν, δεν πήρε είδηση πώς πέρασαν οι μέρες.

Μετά… δεν υπάρχει μετά όταν ξεσπάει η θύελλα. Προσπαθείς να σωθείς!

***

«Τι θα κάνω τώρα μ’ εσένα, έτσι όπως τα κατάφερες;» Τρομοκρατημένη, η θεία Μαρία μάλωνε χαμηλόφωνα την Ηρώ.

Την είχε ξεμοναχιάσει στην κουζίνα — εκεί όπου είχαν συζητηθεί όλα τα σημαντικά θέματα της κοινής τους ζωής: στη γωνία, δίπλα στον νεροχύτη.

«Άσε με να περάσω, να πάω πιο έξω. Σκάω εδώ μέσα!» παρακαλούσε το κορίτσι. Ένιωθε να μην παίρνει αέρα.

«Να σκάσεις και να πλαντάξεις! Ρεζίλι μας έκανες με τα καμώματά σου, κι έχουμε κι ένα όνομα στην κοινωνία μας! Τι απολογία να δώσω σ’ αυτόν τον “Κύριο”, με τα όλα του; Στον καπετάνιο μου, αν κατάλαβες, που θαλασσοπνίγεται στα πελάγη για να μας έχει και του πουλιού το γάλα — και να περνάμε εμείς καλά! Ε; Πες μου! Τι να του πω και πώς να σε δικαιολογήσω;»

Η Ηρώ την άκουγε κι έστυβε το μυαλό της, προσπαθώντας να καταμετρήσει όλο το μέγεθος της καταστροφής, που της παρουσίαζε έξαλλη η θεία Μαρία.

Μαζί είχαν υποδεχτεί τον καπετάνιο, όταν κατέφθασε μια μέρα νωρίτερα απ’ ό,τι είχαν υπολογίσει. Εκείνο το πρωινό, μάλιστα, με μεγάλη προθυμία είχε τρέξει ως το περίπτερο, για να του αγοράσει την εφημερίδα του. Στο γυρισμό είχε προλάβει να δει και τον φούρναρη, καθώς έφευγε βιαστικά από την πίσω πόρτα του κήπου.

«Ποιος ξέρει τι να έφερε πάλι στη θεία Μαρία… Κανένα ταψάκι με μπακλαβά αμυγδάλου για τον καπετάνιο;» είχε αναρωτηθεί, χαμογελώντας με συμπάθεια για τις απανωτές αγορές της θείας, με έναν και μόνο σκοπό: να κουβαλήσει και του πουλιού το γάλα, μόνο για τον καπετάνιο της.

Τώρα, όμως, τι άλλο να είχε γίνει — και για ποιο φταίξιμο της μιλούσε τόσο θυμωμένα η θεία; Δεν έβγαζε άκρη και γι’ αυτό διαμαρτυρήθηκε έντονα.

«Γιατί; Τι έκανα;»

«Σουτ!» της έκλεισε το στόμα με την παλάμη η θεία. «Μη μιλάς δυνατά! Χάθηκα!»

Και κοίταξε πολύ ανήσυχη προς το σαλόνι, όπου αναπαυόταν ο καπετάνιος, καπνίζοντας νωχελικά την πίπα του.

«Έλα μέσα!» Την τράβηξε βιαστικά στο μικρό δωμάτιο, εκεί όπου συνήθως σιδέρωναν, κι έκλεισε πίσω της την πόρτα.

«Άκου και μη μιλάς. Ο φούρναρης τα είπε όλα στον καπετάνιο… Ήμαρτον, Θεέ μου!» — ύψωσε τα μάτια στον ουρανό — «Τι το ήθελε αυτό ο χριστιανός! Τέλος πάντων… Για το καλό σου, λέει, το έκανε. Το ορκίστηκε, μάλιστα! Όπως είπε, σε είδανε να τραβολογιέσαι μέσα στα πεύκα με κάτι σμηνίτες. Βουίζει η γειτονιά!»

Η Ηρώ πάγωσε.
Να τραβολογιέται με σμηνίτες; Πού χώραγαν αυτά τα ψέματα;

«Θεία Μαρία, εσύ τα λες αυτά; Εσύ, που ξέρεις την αλήθεια; Έναν σμηνίτη συνάντησα — και σ’ αυτόν μ’ έστειλες εσύ, για να βοηθήσω τη Δέσποινα. Έτσι δεν έγινε;»

Η Μαρία την κοίταξε με παγωμένο βλέμμα.

«Άσε με να μιλήσω στον θείο και να του εξηγήσω πώς έχουν τα πράγματα. Είναι άδικο να πέφτει όλο το βάρος πάνω μου!» συνέχισε η Ηρώ.

Τα μάτια της Μαρίας πέταξαν φωτιές.

«Μην τολμήσεις και του πεις τίποτα — θα σε κάψει ο Θεός! Μου το είχε ξεκαθαρίσει ευθύς εξαρχής: θα με χωρίσει αν κάνω κανένα στραβοπάτημα ηθικής και μας πιάσει στο στόμα της η γειτονιά. Μη μου καταστρέψεις τη ζωή για το τίποτα! Ένα παιχνίδι κάναμε!» την εκλιπαρούσε.

«Και θα το πληρώσω μόνο εγώ το παιχνίδι, θεία;»

Δεν πίστευε στ’ αυτιά της η Ηρώ. Δεν το χώραγε ο νους της ότι πάλευε ολομόναχη για το δίκιο της — σε κάτι που είχαν στήσει όλες μαζί!

«Ξέρω εγώ τι έκανες πίσω από τις πλάτες μου; Για σμηνίτες λένε!»

Τη στραβοκοίταξε η θεία Μαρία, πολύ ικανοποιημένη που βρήκε τον τρόπο να της κλείσει το στόμα — και μόνο λεκάνη με νερό δε ζήτησε, για να ξεπλύνει τα χέρια της… όπως ο Πόντιος Πιλάτος!

Αν είχε φάει γροθιά στο στομάχι, δεν θα πονούσε τόσο πολύ η Ηρώ. Διπλώθηκε στα δύο.

«Έλα, πες του ένα “ήμαρτον”, για να τον καλμάρουμε και… θα δούμε τι θ’ αποφασίσει. Στα θέματα της ηθικής είναι βράχος ο καπετάνιος. Και… πρόσεξε καλά! Ούτε για τη Δέσποινα θα πεις τίποτε! Μην της χαλάσεις το γάμο! Είναι αμαρτία από το Θεό! Για μια σαχλαμάρα που έκανε! Έλα, κορίτσι μου, πάμε στην κουζίνα. Να μην καταλάβει ο θείος ότι μιλάμε κρυφά».

Ξαλαφρωμένη η θεία-Μαρία την αγκάλιαζε από τους ώμους και την έσπρωχνε προς το σαλόνι χαμογελώντας. Ήταν σίγουρη, βλέπεις, ότι αυτό το κορίτσι δε θα την έβλαπτε ποτέ!

Πράγματι, η Ηρώ δε θα μαρτυρούσε τίποτε στον καπετάνιο κι αυτό για χάρη της θείας της, αλλά ήταν κατάκοπη. Εδώ και ώρα ένιωθε σαν να προσπαθούσε να μετακινήσει ένα βουνό από σαπισμένα σκουπίδια και δεν άντεχε την μπόχα τους. Ήθελε μόνο να φύγει όσο πιο γρήγορα γίνεται˙ να φύγει μακριά από όλους.

«Η Ηρώ πρέπει να φύγει», έβγαλε την απόφαση ο καπετάνιος.

«Μα… πού να πάει, καλέ μου; Αφού σου έχω πει τι τραβάει στο σπίτι της… το καημένο!»

Η θεία Μαρία τον κοίταζε ικετευτικά.

«Έσφαλε, δε λέω… αλλά, της νιότης τα καμώματα… Άσε να μείνει κοντά μας. Εσύ θα φύγεις σε δέκα μέρες. Παρέα θα την έχω. Σε παρακαλώ!»

Παρακαλούσε γλυκά, ενώ η Ηρώ στεκόταν αμίλητη, παλεύοντας να κρατηθεί όρθια.

Ο καπετάνιος έμεινε ανένδοτος. Στράφηκε προς την Ηρώ.

«Θα επιστρέψεις στους γονείς σου, Ηρώ. Είσαι μικρή και πολύ όμορφη. Πολλά αρσενικά θα σε κυνηγήσουν. Δεν μπορώ ν’ αναλάβω την ευθύνη σου. Το είδες και μόνη σου: μόλις έκανες ένα στραβοπάτημα, σε μένα ήρθε η ρετσινιά. “Η ανεψιά του καπετάνιου”, λένε στην αγορά».

Τράβηξε δυο γερές ρουφηξιές από το τσιμπούκι του και συνέχισε, πιο κοφτά:

«Πρέπει να πας στους γονείς σου. Δεν μπορώ και δε θέλω να έχω την ευθύνη σου».

Η Ηρώ ένιωσε, ακόμα μία φορά, σαν ένα σακί που κάποιοι φορτώθηκαν στους ώμους και τώρα κοίταζαν πού θα το ξεφορτωθούν — σε κάποια στροφή του δρόμου.

Και το παράδοξο; Δεν την πλήγωσε. Τη θύμωσε. Πολύ.

Να ξεφουρνίσω τώρα την αλήθεια; Να τους δω να τρώγονται μεταξύ τους και να πάρω πίσω το αίμα μου;
Πέρασε σαν αστραπή η σκέψη από το μυαλό της — αλλά την έδιωξε.

Η θεία Μαρία, κουρνιασμένη δίπλα στον καπετάνιο, έμοιαζε να χάνεται στη σκιά του. Σαν να την κατάπινε η έντονη παρουσία του. Δεν απέμενε τίποτα από εκείνη — παρά μόνο τα φοβισμένα μάτια της.

«Μη με καταστρέψεις!» — εκλιπαρούσαν βουβά την Ηρώ.

Μέσα σε κλάσματα του δευτερολέπτου, όλα ξεκαθάρισαν μέσα της:
Η θεία Μαρία, χωρίς τον άντρα της, θα ξεφούσκωνε σαν σκασμένο μπαλόνι. Και τότε, πάει περίπατο η λάμψη της “καπετάνισσας”.

Πού θα βούλιαζε, η αγαπημένη της θεία, χωρίς αυτή τη λάμψη; Ούτε να το σκεφτεί δεν μπορούσε η Ηρώ — μα ούτε άντεχε να φορτωθεί αυτή την ευθύνη.

Από την άλλη μεριά… η Δέσποινα. Η κυρία του κυρίου Αργύρη. Με τη μεγάλη βίλα και τα εκατομμύρια στην τράπεζα!
Αν, μ’ όλα όσα μάθαινε, την έδιωχνε;
Αν… λέμε, αν… το έβρισκε ως καλή αφορμή για να ξεφορτωθεί όσα τον βάραιναν;

Πού να ξέρεις μέχρι πού μπορεί να φτάσει ένας άνθρωπος, όταν θέλει να δικαιολογήσει τα δικά του στραβοπατήματα;

Αδιέξοδο!

Ούτε να τις μαρτυρήσει μπορούσε η Ηρώ, ούτε όμως και να δείξει πώς ένιωθε.

Ήταν στο χέρι της να σώσει την υπόληψη της Δέσποινας, της Μαρίας… και —μην ξεχνάμε— του κυρίου Ιωάννη, του πατέρα της, με το αλέκιαστο κούτελο.

Βρε, πώς μπλέχτηκαν τώρα όλα μαζί!

Και το χειρότερο; Ότι δεν είχε, όπως φαίνεται, τα κότσια να σώσει όλους αυτούς και ταυτόχρονα… τον εαυτό της.

Μια σκοτοδίνη ήρθε και την τύλιξε. Πάει… άρχισε να χάνεται ο κόσμος από τα μάτια της.

Τι να τον κάνει τέτοιο κόσμο, αφού ήξερε καλά πως έπρεπε να σπρώξει μακριά εκείνο το απλησίαστο όνειρο;
Γιατί κανένας —ποτέ, με τίποτα— δεν θα την άφηνε να χαρεί τον έρωτα, όπως τον γνώριζε η δική της ψυχή.

Πήρε κανείς είδηση την κατάστασή της;

Ούτε η ίδια δε θα μπορούσε να το πει με σιγουριά.

Το βάρος στην καρδιά της ήταν ασήκωτο. Γι’ αυτό, αναγκάστηκε ακόμη και τον Νίκο να παραμερίσει.

Σιγά-σιγά, αλλά σταθερά, τον έσπρωχνε προς τα βάθη εκείνα όπου κατοικεί το παρελθόν — κι εσύ κάνεις πως δεν υπάρχει… πως δεν υπήρξε ποτέ.

«Αυτές οι δύο θα με φάνε ζωντανή, αν συνεχίσω μαζί του!», σκέφτηκε, για ακόμα μία φορά.

Και με μια αποφασιστικότητα που δεν ήξερε ότι διέθετε, ετοίμασε τη βαλίτσα της.

Το πότε και το πώς έφυγε από το σπίτι της θείας-Μαρίας, η Ηρώ δεν το θυμόταν αργότερα.
Ούτε αν αποχαιρέτησε τον καπετάνιο, ούτε αν φίλησε τη θεία… ούτε αν εκείνη την κάλεσε ποτέ να ξανάρθει.

Το μόνο που έμεινε χαραγμένο στο μυαλό της ήταν ένα διπλωμένο χαρτονόμισμα.
Η θεία-Μαρία της το είχε βάλει στην παλάμη, κι εκείνη την κοιτούσε ικετευτικά:

«Να πάρεις ένα ακριβό χρυσαφικό, από μένα… για να με θυμάσαι», της ψιθύρισε.

«Θα σε θυμάμαι. Να ’σαι σίγουρη», της απάντησε κι η Ηρώ, με μπόλικη πίκρα — και της το επέστρεψε.

Διπλωμένο, όπως ήταν, η θεία της το ξαναέβαλε στην τσέπη της ολομέταξης μπλούζας της —ένα από τα νεοφερμένα, πανάκριβα δώρα του καπετάνιου.

Ήταν θλιμμένα τα μάτια της θείας ή δεν ήταν;
Ίσως απλώς έτσι να της φάνηκε.
Δε θα μπορούσε να το πει με σιγουριά, λίγες ώρες αργότερα.

«Σας αποχαιρετώ, φιλενάδες! Μου μάθατε πολλά…»

Μ’ αυτή την πικρή σκέψη να την καίει, ταξίδευε η Ηρώ.
Το τρένο τη νανούριζε, ρυθμικά, πάνω στις ράγες.
Την έφερνε πίσω… στη βάση της. Στο πατρικό της σπίτι.

«Τουλάχιστον, εκεί θ’ ανοίγω το παράθυρό μου κάθε πρωί και θα βλέπω τη θάλασσα…»

Παρηγόρησε έτσι τον εαυτό της.

Και για πρώτη φορά —ναι, για πρώτη φορά— έδωσε αξία σ’ αυτή τη μικρή λεπτομέρεια:
ότι το σπίτι της ήταν κοντά στη θάλασσα.

***

23η συνέχεια <———

google news

Ακολουθήστε μας και στο Google news
Ακολουθήστε μας και στο Youtube

Υποστηρίξτε την προσπάθεια των συντελεστών της e-enimerosi.com Η οποία ενημερώνει για όλα τα θέματα του ελληνισμού αλλά και του κόσμου. Μια σελίδα φτιαγμένη με αγάπη από ανθρώπους οι οποίοι βρίσκονται σε διάφορα σημεία της Ευρώπης. Μιας ιστοσελίδα της διασποράς με έδρα την Γερμανία και το κρατίδιο της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας. Κάντε την δική σας δωρεά εδώ για να βοηθήσετε την προσπάθειά μας. Σας ευχαριστούμε θερμά!!!

Σχετικές αναρτήσεις

Κάποτε οι Έλληνες έλεγαν ΟΧΙ και το εννοούσαν

e-enimerosi

Μια νέα Αλίκη

e-enimerosi

Άγνωστες λέξεις της ζωής

e-enimerosi