Ένα μυθιστόρημα της Μαίρης Μάκρα
11η συνέχεια
” Έτσι χτυπάει την πόρτα το πεπρωμένο μας” – (Λούντβιχ βαν Μπετόβεν)
(Σύνδεση με το προηγούμενο: Η υπόθεση ξεφεύγει από τα χέρια της Δέσποινας. Όχι επειδή παραιτείται η ίδια από τα σχέδιά της, μα ούτε γιατί το επιδιώκει η Ηρώ. Εδώ αρχίζει το πεπρωμένο και βάζει το χεράκι του, χρησιμοποιώντας όλα εκείνα τα ξεχωριστά υφάδια, που κουβαλάει η ψυχή του κάθε προσώπου της ιστορίας μας. Ανάλογα με αυτά τα “υφάδια” διαχειρίζεται και η Ηρώ μας όσα αναπάντεχα φέρνει στον δρόμο της η ζωή. Θα την ωφελήσουν ή θα την βλάψουν; )
***
Έτσι πήρε την υπόθεση στα χέρια της η Ηρώ και αποτραβήχτηκε, περιμένοντας τις αποφάσεις τους. Μετά από ολιγόλεπτη σύσκεψη, πάνω από τον νεροχύτη, οι άλλες δύο απάντησαν δια στόματος Μαρίας.
«Αν και δε μας αρέσει αυτό, θα γίνει όπως το θέλεις. Θα είναι, όμως, και η Δέσποινα κοντά στο ακουστικό, για να ξέρει κι αυτή από πρώτο χέρι τί ακριβώς είπατε. Αλλιώς θα γίνει μεγάλο μπέρδεμα».
«Λες και μέχρι τώρα δεν είναι μπέρδεμα», μουρμούρισε η Ηρώ.
«Σύμφωνοι;», επέμενε η θεία-Μαρία, που βιαζόταν να κλείσει τις διαπραγματεύσεις. Είχε αρχίσει να κουράζεται με τα πολλά λόγια.
Συμφώνησαν και οι δύο πλευρές και οργάνωσαν, με κάθε λεπτομέρεια, την επιχείρηση-σωτηρίας. Μέχρι και τον τόνο της φωνής όρισαν, για να μην καταλάβει ο Νίκος τη διαφορά.
«Θα του μιλάς χαμηλόφωνα, σχεδόν ψιθυριστά, όπως κάνω εγώ», τη συμβούλεψε η Δέσποινα και την αγκάλιασε, καταχαρούμενη.
«Θα σου το χρωστάω, κορίτσι μου! Με σώζεις!».
Τη φίλησε σταυρωτά στα μάγουλα και δώσανε ραντεβού για το βράδυ.
Οι ώρες πέρασαν… σπρώχνοντας! Ξέρεις πώς μεγαλώνει η ώρα, όταν σέρνεσαι από καναπέ σε καναπέ κι από το ψυγείο ως το μπαλκόνι; Ό,τι άλλο κι αν σκεφτόταν να κάνει η Ηρώ, φάνταζε στο μυαλό της σαν τεράστιο φράγμα, που έμπαινε ανάμεσα σ’ εκείνη και στο μοναδικό ποθούμενο: Να του μιλήσει, να τον δει, να τον ακουμπήσει, για μία ακόμα φορά, έστω και ως «Στέλλα».
Για τη θεία-Μαρία, τι να πούμε;
Ήταν στο συναισθηματικό απυρόβλητο μια και ζούσε την έξαρση μιας ερωτικής περιπέτειας, “εκ του ασφαλούς”, όπως θα έλεγε ο καπετάνιος της, το στεφάνι της, που μιλούσε τόσο καλά την καθαρεύουσα και η Μαρία τον καμάρωνε και γι΄αυτό.
Κοίτα, όμως, να δεις, που τώρα ένιωθε όπως τότε που διάβαζε το μυθιστόρημα , «Η Ωραία του Πέραν» και καρδιοχτυπούσε από αγωνία για τη συνέχεια.
***
Επιτέλους, είχε αρχίσει να νυχτώνει. Τα δευτερόλεπτα τους φαίνονταν ώρες!
«Άντε πάμε!», έδωσε τελικά το σύνθημα η θεία Μαρία στην ανεψιά της και με μόνιμη την ταχυπαλμία, ξεκίνησαν.
Η Δέσποινα τις υποδέχτηκε αναψοκοκκινισμένη και με κρατημένη την αναπνοή. Κάθισαν και οι τρεις στο μπαλκόνι κι αγνάντευαν τα πεύκα, αμίλητες . Όταν βαρέθηκαν τη θέα, “μετακόμισαν” στο σαλόνι. Βούλιαξαν και οι τρεις μαζί στα μεγάλα μαξιλάρια του καναπέ, με ένα βαθύ αναστεναγμό. Είχαν γίνει πια ένα σώμα, που ονειρευόταν, καρδιοχτυπούσε και βιαζόταν να ζήσει εκείνη την ώρα και τη στιγμή που θα χτυπούσε, επιτέλους, το τηλέφωνο. Για ν’ αντέξουν την αδημονία, άδειασαν το κουτί με τα μικρά αμυγδαλωτά, που είχε στο σπίτι η Δέσποινα, “για ώρα ανάγκης”, όπως έλεγε. Η ίδια χάρισε στον εαυτό της και μία σοκολατίνα, από το ψυγείο. Η θεία-Μαρία άδειασε και μία κανάτα με νερό. Όσο για την Ηρώ, κρατούσε το στομάχι της, που είχε αρχίσει να φουσκώνει δυσάρεστα και να της φέρνει αναγούλα.
Επιτέλους, το τηλέφωνο χτύπησε! Ο ήχος του έσπασε τη σιωπή του σπιτιού, που είχε φτάσει να έχει ειδικό και αβάσταχτο βάρος. Η θεία-Μαρία, μ’ ένα σάλτο αξιοζήλευτο, βρέθηκε στο μπαλκόνι. Αισθανόταν πάντα, με το αλάνθαστο «μέσα της» ραντάρ, πότε χώραγε κάπου και πότε όχι. Επομένως, τώρα περίσσευε εκεί μέσα. Η Ηρώ και η Δέσποινα άρπαξαν ταυτόχρονα το ακουστικό. Αντάλλαξαν βλέμματα με θαυμαστή ταχύτητα και η συμφωνία μεταξύ τους έκλεισε αστραπιαία: θα μιλούσε πρώτη η Δέσποινα.
«Ναιαιαι!», απάντησε με μακρόσυρτη, χαμηλή φωνή, κρατώντας το ακουστικό σε τέτοια απόσταση,από το αυτί της, ώστε ν’ ακούει και η Ηρώ. Η φωνή του τις αγκάλιασε και τις δύο ταυτόχρονα και τις ένωσε με την ίδια ανατριχίλα.
«Τι αποφάσισες, αγάπη μου; Θα σε ξαναδώ; Το θέλω τόσο πολύ! Μη μου πεις όχι!».
«Δεν θα σου πω όχι, Νίκο μου! Τώρα που γνωριστήκαμε από κοντά, θέλω κι εγώ πολύ, μα πάρα πολύ, να σε ξαναδώ!», απάντησε τώρα η Ηρώ, κοντά στο ακουστικό, που αναγκαστικά της το άπλωσε η Δέσποινα, κάνοντας κόμπο την καρδιά της.
Η αλήθεια “έσταζε” από τη φωνή της Ηρώς. Ναι, ήθελε να τον ξαναδεί κι εκείνος το ένιωσε σε όλα του τα κύτταρα, που διαλύθηκαν σε ηχοχρώματα μαγείας.
«Μωρό μου, αγάπη μου! Είσαι η δική μου και μόνο δική μου αγάπη! », ακούστηκε η φωνή του, από την άλλη άκρη της γραμμής και η Δέσποινα πήρε φωτιά. Έδωσε μια σπρωξιά στην Ηρώ, της άρπαξε το ακουστικό και κόντεψε να το καταπιεί ολόκληρο, καθώς έσκυβε ολόκληρη πάνω του.
«Η δική σου φωνή με βγάζει απ’ αυτή τη Γη, που δεν την αντέχω χωρίς εσένα!»,του απάντησε παθιασμένα, δίνοντας άλλη μία σπρωξιά στην Ηρώ, σαν να ήθελε να την ξεφορτωθεί δια παντός από μπροστά της.
«Αύριο! Έτσι, αγάπη μου! Αύριο, επιτέλους, θα σε κρατάω στην αγκαλιά μου! Πες μου, τι ώρα και πόση ώρα θα είμαστε μαζί… οι δυο μας… μόνο οι δυο μας! Πες μου πότε, πού και πόση ώρα…».
Επέμενε εκείνος και η κατάσταση πια ξεπερνούσε το ονειρεμένο, αλλά ασφαλές βασίλειο, που είχε χτίσει μεταξύ τους – και για έναν ολόκληρο χρόνο-η απόσταση. Η Δέσποινα δεν μπορούσε πια να διαχειριστεί την υπόθεση και με μισή καρδιά έδωσε πάλι το ακουστικό στην “άλλη”, όπως την ονόμαζε πια από μέσα της.
«Κανόνισε εσύ τώρα μαζί του και κοίτα τι θα κάνεις για την ώρα, μέχρι να τον καλμάρουμε. Βρε, τί πάθαμε! Δε συμμαζεύεται πια!», μουρμούρισε συγχυσμένη.
Έκανε μερικά βήματα πίσω κι έπεσε βαριά σε μια πολυθρόνα, ενώ κάρφωνε το άγρυπνο βλέμμα της πάνω στην Ηρώ. Αν μπορούσε να τη διαλύσει με ένα βλέμμα, θα το έκανε. Και τότε θα απομυζούσε από την άυλη ουσία της, όλα όσα “αυτή” ένιωθε και μοιραζόταν μαζί του εκείνη τη στιγμή. Όλα όσα ήταν ο δικός της παράδεισος, για ολόκληρους μήνες. Και να της τον κλέβει τώρα «αυτή!»
«Ανάθεμα την ανάγκη, αλλιώς αυτή θα την είχα κάνει τώρα σκόνη!», φούντωνε η αγανάκτηση από μέσα της, αλλά προσπάθησε να λογικευτεί με πολύ κόπο, τόσο που «έπαθε υπογλυκαιμία», όπως πληροφόρησε τη Μαρία, κι έφερε από το ψυγείο τις υπόλοιπες πάστες.
Η Ηρώ ένιωσε εντελώς ελεύθερη και πήρε την υπόθεση στα χέρια της, για τα καλά. Έβαλε, λοιπόν, μπροστά τόση ψυχραιμία και τόση λογική, που και η ίδια ξαφνιάστηκε. Πού τα βρήκε όλ’ αυτά τα εφόδια! Κι όμως, κάτι αδιόρατο, αλλά και πολύ σίγουρο, της έλεγε μέσα της ότι θα έπρεπε να παραμερίσει κάθε συναίσθημα, να το αγνοήσει εδώ και τώρα, αλλιώς θα την έβλαπτε… Δηλαδή, τη Δέσποινα θα έβλαπτε. Κι αφού είχε δεχτεί τον ρόλο της κασκαντέρ σ’ αυτό το σενάριο, καλά θα έκανε να ξελασπώσει, ακόμα μία φορά, την πρωταγωνίστρια. Η ίδια, ως Ηρώ, δεν έπρεπε να υπάρχει. Δεν το ήξερε; Δεν το είχε χωνέψει πια; Πόσο ακόμα χρόνο χρειαζόταν το «κουφιοκέφαλο» για να το καταλάβει; Να παραμερίζει, έπρεπε. Να χώνεται σε κανένα μισοσκόταδο και να χάνεται, για να υπάρχουν όλοι οι άλλοι. Γιατί αλλιώς, θα της έφερνε καμιά ανάποδη η μαμά και θα της μάτωνε τα ούλα.
Ξαφνικά ένιωσε μια στυφή γεύση μέσα στο στόμα της, λες και κατάπινε αίμα. Ο χρόνος αναποδογύρισε και το μυαλό της μπερδεύτηκε τόσο πολύ… μα τόσο πολύ… λες και μπουρδουκλώθηκαν τα γρανάζια. Το «τότε» έγινε «παρόν» και στο παρόν έπρεπε πάλι να το βουλώνει! Να μην πει τι αισθάνεται! Να μην τολμήσει να ξεστομίσει τι σκέφτεται! Της έχουν βάλει φίμωτρο και θ’ ανοίγει το στόμα της μόνο όταν οι άλλοι της δίνουν την άδεια!
«Να πάτε να πνιγείτε όλοι σας!», ξέσπασε ξαφνικά η αγανάκτηση από μέσα της και το κορμί της διπλώθηκε από τον αναπάντεχο πόνο στο στομάχι της. Λες και της ήρθε κλωτσιά απ’ το πουθενά.
«Τώρα θα σας δείξω εγώ ποιός θα το βουλώνει, κατά τα κέφια σας!», μούγγρισε μια φωνή από μέσα της, λες και το κεφάλι της και η κοιλιά της μαζί, απόκτησαν στόμα.
Αμέσως μετά άρχισε να μιλάει στο ακουστικό, μα όχι ως η αντικαταστάτρια κάποιας Στέλλας ή Δέσποινας. Έλεγε αυτά που ήθελε να πει η ίδια και έγιναν ένας μονόλογος που δεν έλεγε να σταματήσει, γιατί μέσα εκεί άδειαζε την ψυχή της.
«Ξέρεις πώς έχω νιώσει μαζί σου, Νίκο; Σαν να μου άνοιξες την πόρτα της φυλακής και με καλείς να βγω έξω και να ζήσω. Πώς να ζήσω; Δεν το έχω μάθει ακόμα. Μου έδειξαν πώς πρέπει να μικραίνω, να μαζεύομαι, να εξαφανίζομαι, αν χρειαστεί, για να έχουν χώρο όλοι οι άλλοι. Για να πάρουν αυτό που θα τους δώσει κάποια…ικανοποίηση να το πω; Χαρά; Ό,τι κι αν είναι, εγώ το δέχτηκα. Μπορεί από φόβο να τους αντιμετωπίσω, δεν λέω όχι. Είναι όμως και κάτι άλλο, που δεν μπορώ να το αγνοήσω. Νιώθω σε κάθε ίνα του κορμιού μου την αγωνία τους, όταν κάνουν τα πάντα για να γίνει το δικό τους. Σαν να χρειάζονται λίγο έδαφος για να σταθούν, έστω κι αν το παίρνουν από μία κόντρα με το παιδί τους. Εκεί γίνομαι αδύναμη. Κάνω πίσω! Παραμερίζω και χάνομαι! Ας υπάρχουν μόνο εκείνοι, αφού τους είναι τόσο σημαντικό κι ας στέκονται σαν αγρίμια πάνω από το σκυμμένο κεφάλι ενός φοβισμένου παιδιού!
Τι να πω; Τους σέβομαι; Τους συμπονάω ή φοβάμαι μην τους χάσω και τότε…τί θ΄απογίνω, χωρίς την ασφάλεια της φυλακής μου;».
Σταμάτησε να μιλάει, για να πάρει ανάσα.. Από την άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής… σιωπή!
«Νίκο, με ακούς;», ρώτησε με ανησυχία.
«Αν σε ακούω, λέει; Συνέχισε, αγάπη μου! Δεν χορταίνω να σε ακούω, έτσι που μου μιλάς αυτή τη φορά », της αποκρίθηκε με φωνή πολύ σοβαρή.
Και η Ηρώ συνέχισε:
«Αυτό που ζούμε, όπως το έχουμε ζήσει μέχρι σήμερα, μου είναι εύκολο. Δεν πληγώνει κανέναν από τους γύρω μου, γι’ αυτό και δεν το αποφεύγω. Αν με πιέσεις ν’ αλλάξω τα πράγματα, θα πληγωθούν πολλοί και δεν το αντέχω. Αν με πιέσεις κι άλλο, θα αντιδράσω χωρίς να το θέλω. Θα σβήσουν όλα όσα νιώθω μαζί σου και θα παγώσουν τα πάντα μέσα μου. Δεν θα έχω να σου δώσω τίποτε, παρά μόνο απόσταση. Το ξέρω καλά πώς γίνεται αυτό, αλλά δε θέλω να καταστρέψω τίποτε απ’ αυτά που μοιραζόμαστε, όπως τα μοιραζόμαστε. Βοήθησέ με, σε παρακαλώ».
Η σιωπή που ακολούθησε πρέπει ν’ απόκτησε κάποιον ιδιαίτερο ήχο. Δεν εξηγείται αλλιώς το πώς, τούτη ακριβώς τη στιγμή, η θεία-Μαρία μπήκε τρέχοντας στο δωμάτιο.
«Τι έγινε, καλή μου; Τι συμβαίνει;», ρώτησε ανήσυχη.
«Σσσσστ!», τη σταμάτησε η Δέσποινα, δείχνοντας με το κεφάλι και με τα μάτια κατά την Ηρώ, κάνοντας διάφορα νοήματα.
«Νίκο! Μ’ ακούς;», ρώτησε πάλι η Ηρώ, σκύβοντας πάνω από το ακουστικό.
«Στέλλα, από αυτή τη στιγμή σου δηλώνω, ότι σε θέλω κοντά μου περισσότερο από πριν και σε αγαπώ διπλάσια, μπορεί και τριπλάσια…».
«Γιατί;», τον διέκοψε με απορία.
«Γιατί μου έδειξες έναν εαυτό που δεν τον ήξερα. Με ξάφνιασες! Γνώρισα, μέχρι τώρα, το πάθος σου και σ’ ερωτεύτηκα. Όμως…εσύ είσαι τόσα πολλά ακόμα… τόσο πλούσια, τόσο πλούσια και τόσο…αναπάντεχα όμορφα ! Δεν ξέρω πώς αλλιώς να το πω, αλλά από χθες μου φαίνεσαι ένας διαφορετικός άνθρωπος!».
Το στήθος της σφίχτηκε από κάποια ανησυχία.
«Δε με θέλεις τώρα που σου φαίνομαι αλλιώτικη;», προσπάθησε να αστειευτεί και να πάρει πάλι τον ρόλο της, όπως είχε υποσχεθεί στη Δέσποινα, γιατί ένιωσε ότι κάπως είχε ξεφύγει και μάλλον επικίνδυνα για την στημένη υπόθεση.
«Όπως σε γνώρισα σήμερα, όχι μόνο σε θέλω, αλλά σε λατρεύω κι ακόμα κάτι περισσότερο…σε εκτιμώ πολύ! Θα κάνω ό, τι μου ζητήσεις, αρκεί να μη σε χάσω. Όμως… έτσι από περιέργεια, πες μου… πού τον έκρυβες αυτόν τον ακριβό εαυτό;». Ακουγόταν μαγεμένος.
«Στα κάστρα της απελπισίας!», του αποκρίθηκε αυθόρμητα, παίζοντας με τις λέξεις και με μία πρωτόγνωρη και για την ίδια διάθεση, που έκανε τα μάτια της να βγάζουν φωτεινές σπίθες.
«Τότε… άσε με να γίνω ο ιππότης σου, Κυρά των Λογισμών μου!», αστειεύτηκε εκείνος, μπαίνοντας με χαρά στο παιχνίδι των λέξεων, που του πρόσφερε η Ηρώ.
Εκείνη, όμως, ένιωσε ν’ απογειώνεται μαζί του σε σφαίρες απρόσιτες, για τις δυνατότητες της πρωταγωνίστριας-Δέσποινας. Γι’ αυτό βιάστηκε ν’ αλλάξει τις ταχύτητες στην επικοινωνία της μαζί του. Να τις ρυθμίσει έτσι, ώστε η άλλη να μη βρεθεί εκτός πορείας.
Το ήξερε τώρα, πως αν ήθελε θα της τον έπαιρνε για πάντα. Γιατί, όμως, να κλέψει τη ζωή μιας άλλης; Της έφτανε που τον έκανε να δει κάτι από τον εαυτό της και του είχε μιλήσει με τα δικά της λόγια. Αυτό και μόνο την έκανε γενναιόδωρη.
Έτσι, κάλεσε με το βλέμμα τη Δέσποινα να πλησιάσει και να συνεχίσει με τα δικά της γλυκόλογα. Εκείνη χαμογέλασε τρισευτυχισμένη και άρπαξε το ακουστικό. Τώρα θα έμπαινε στα δικά της χωράφια του πάθους, που τα έπαιζε στα δάχτυλα.
Όταν, επιτέλους, έκλεισε το τηλέφωνο, τους ανακοίνωσε τη νέα του πρόταση και συμφωνία:
“Να συναντηθούμε πάλι στο ίδιο μέρος, έστω και μόνο για λίγο! Θα μου δώσει… ε, θέλω να πω, θα σου σώσει ένα σκίτσο που κάνει για σένα, για τη Στέλλα, δηλαδή. Θα πας; Του είπα ότι θα του απαντήσω αύριο».
«Ναι, θα πάω!».
Βιάστηκε ν’ απαντήσει η Ηρώ, κρύβοντας με δυσκολία τη χαρά της. Αντικρίζοντας, όμως, το καχύποπτο βλέμμα της θείας της, διόρθωσε…
«Μπορώ να μην πάω; Αναγκαστικά μπήκα στο χορό!», κι έκανε μία κίνηση δήθεν απελπισίας με τα χέρια της, σαν να έλεγε… «Τι άλλο μπορώ να κάνω, μ΄εσάς που έμπλεξα;».
===
Συνεχίζεται…
10η συνέχεια <———-