Λογοτεχνία

Συμφωνία… Νο 5

Ένα μυθιστόρημα της Μαίρης Μάκρα

10η συνέχεια

” Έτσι χτυπάει την πόρτα το πεπρωμένο μας” – (Λούντβιχ βαν Μπετόβεν)

(Σύνδεση με το προηγούμενο: Και τώρα τί γίνεται; Πώς θα διαχειριστεί την αναπάντεχη εισβολή της αόρατης Μοίρας ένα κορίτσι, που μεγάλωσε μέσα στο κλίμα απαξίωσης τόσο του πατέρα όσο και της μάνας; Από έλλειψη αγάπης, έγινε αυτό; Όχι, βέβαια! Λόγω άγνοιας και σε μετάφραση, ” τόσα ξέρανε, τόσα κάνανε”, όπως έλεγαν οι γιαγιάδες μας!)

****

Σαν αέρια τοξίνης έφθανε ο θυμός της Δέσποινας κοντά στην Ηρώ. Την περίζωνε σαν μαύρο σύννεφο και της δηλητηρίαζε τη σκέψη, φέρνοντας στην επιφάνεια της μνήμης τα σκουπίδια από το παρελθόν!

«Βρωμοθήλυκο, βρωμοθήλυκο! Πας να μου κάνεις κόμμα με τον πατεριασμένο σου, για να μου πάτε κόντρα σε όσα λέω; Σας έφαγα και τους δύο! Ό, τι λέω εγώ θα γίνεται εδώ μέσα! Μόνο εγώ! Μόνο εγώώώ!»… βούιζε πάλι η φωνή της μαμάς-Ευαγγελίας μέσα στο κεφάλι της Ηρώς, που είχε αρχίσει να χάνει τον κόσμο από τα μάτια της.

Τα πεύκα στριφογύριζαν, μπερδεύονταν με τον ουρανό… κι ανάμεσά τους ξεχώριζε το πρόσωπο του Νίκου που ανήσυχο χανόταν μέσα σε μία ομίχλη.

«Στέλλα, Στέλλα μου! Έλα, καρδιά μου, τι έπαθες; Ζαλίστηκες;».

Τα χέρια του, τα μπράτσα του αγκάλιαζαν το κορμί της και την κρατούσαν γερά. Τα μάτια του… η φωνή του… εκείνος… ήταν εκεί… και η τρομαγμένη Ηρώ πήρε κουράγιο. Κούνησε το κεφάλι της δεξιά-αριστερά, πήρε απανωτές ανάσες, ξαναβρήκε τον εαυτό της και του χαμογέλασε ντροπαλά.

« Πόσο τρόμαξα ! Φοβήθηκα πολύ», είπε μόνο.

Αργότερα, της ήταν αδύνατον να θυμηθεί τί άλλο είπαν και πώς χώρισαν εκείνη την ώρα. Όταν αναπολούσε τη σκηνή, τον έβλεπε να φεύγει βιαστικά προς την αεροπορική βάση και να της φωνάζει από μακριά…

“ Ξανασκέψου αυτό που σου είπα!».

Τι να ξανασκεφτεί; Και τί να του απαντήσει; Μήπως θα ήταν η Ηρώ που θα του μιλούσε το βράδυ στο τηλέφωνο; Η Δέσποινα θα ήταν κρεμασμένη στο ακουστικό και θα άκουγε τη φωνή του να της ψιθυρίζει…ποιός ξέρει πόσα λόγια γλυκά. Η ίδια, το μόνο που μπορούσε να κάνει, ήταν να της αναφέρει λέξη προς λέξη όσα ειπώθηκαν μεταξύ τους σ’ εκείνη τη συνάντηση. Αλλιώς, πώς θα συνέχιζε εκείνη ως «Στέλλα» την ερωτο-κουβέντα τους από τηλεφώνου; Γιατί αυτό ήταν το σίγουρο και καλά θα έκανε να το χωνέψει. Εκείνοι οι δύο –ο Νίκος και η « Δέσποινα-Στέλλα του»- θα μιλούσαν αμέσως το ίδιο βράδυ. Η Ηρώ, ως κομπάρσος, έπρεπε να παραμερίσει στα παρασκήνια. Αυτό δεν ήταν το αναμενόμενο; Τι την έπιασε τώρα αυτή τη μικρή και κλαίει στα κρυφά; Μία σκηνή της έδωσαν να παίξει σε ολόκληρο το σενάριο! Τι φαντάστηκε, η ονειροπαρμένη; Ότι ο ρόλος της θα είχε και συνέχεια;

“Κι αν έχει;”, τόλμησε να σκεφτεί.

“Καλάααα, κάνε όνειρα εσύ!” ειρωνεύτηκε τον εαυτό της και βιάστηκε να κάνει κάτι… κάτι λογικό και πρακτικό, που θα την έφερνε πάλι στον “ίσιο δρόμο του καλού κοριτσιού”, που κρατάει ψηλά το λάβαρο της οικογενειακής τιμής και δόξας!

Και πήγε στην ταράτσα για ν΄απλώσει τα φρεσκοπλυμένα ρούχα της θείας Μαρίας, απαγορεύοντας στον εαυτό της να ονειρεύεται τον Νίκο. Ούτε το όνομά του δεν ήθελε να σκέφτεται. Τα κατάφερε;

Πώς να το γνωρίζουμε, αφού δεν πρόλαβε να περάσει το εικοσιτετράωρο και οι φλογερές ανάγκες της Δέσποινας έφεραν πάλι τα πάνω- κάτω; Αναμαλλιασμένη από την ταραχή και πρωί-πρωί έτρεξε πάλι στο σπίτι της θείας-Μαρίας.

Μέσα στην παραζάλη και όσο μπορούσε πιο συνοπτικά τους εξήγησε την εξέλιξη της υπόθεσης.

Και κατέληξε:

«Θα είναι η τελευταία φορά, σας το ορκίζομαι! Τώρα, όμως, καλή μου Ηρώ, πρέπει να με βγάλεις πάλι από τη δύσκολη θέση, μέχρι να δω τί θα κάνω. Για την ώρα, δεν έχω άλλη λύση!».

Η Μαρία την κοίταξε συνοφρυωμένη. Η Ηρώ ξεροκατάπιε, αμίλητη. Και η Δέσποινα ένιωσε υποχρεωμένη να τους δώσει περισσότερες πληροφορίες.

«Μ’ έχει πάρει τέσσερις φορές από χθες. Ως και αργά το βράδυ χτυπούσε το τηλέφωνο. Ο Αργύρης ήταν στο κρεβάτι και τον είχε πάρει ο ύπνος, αλλιώς δεν θα ήξερα τι να του πω. Αύριο, λέει ο Νίκος, θέλει να με ξαναδεί, αλλιώς θα έρθει κατευθείαν στο σπίτι μου. Θα μιλήσει στον πατέρα μου. Τελειώνει η θητεία του και πρέπει, λέει, να πάρει αποφάσεις για τη ζωή του. Ήμαρτον Θεέ μου, πού έμπλεξα!».

Πηγαινοερχόταν στο δωμάτιο, έκανε αέρα στο πρόσωπό της με μία εφημερίδα κι έριχνε κανένα σοκολατάκι στο στόμα της, από εκείνα που υπήρχαν μόνιμα στην πορσελάνινη φοντανιέρα της Μαρίας, πάνω στον δρύινο μπουφέ.

«Τώρα, λέει, που με γνώρισε, δεν τον κρατάει τίποτε! Έχει χάσει το μυαλό του μαζί μου!».

Κορδώθηκε με καμάρι η Δέσποινα και η Μαρία τη στραβοκοίταξε. Την έτρωγε το χέρι της και με κόπο συγκρατήθηκε να μην της δώσει μία φάπα στο κεφάλι, μπας και ξυπνήσει, όταν η Δέσποινα επανέλαβε με αυταρέσκεια:

«Έχει ξετρελαθεί μαζί μου, το αγόρι μου! Τι να τον κάνω;».

«Κοίτα που καμαρώνει κιόλας!», δεν άντεξε η Μαρία και χωρίς προσχήματα πια ξέσπασε.

«Δέσποινα, κατέβα από τα σύννεφα! Με σένα έχει ξετρελαθεί ή με την Ηρώ; Είπαμε να κάνουμε ένα παιχνίδι… άντε και να βάλουμε ένα χεράκι για να τη γλιτώσεις και να μη σε εξαποστείλει ο Αργύρης. Όχι, όμως και να μη βλέπεις τι σου γίνεται! Την Ηρώ συνάντησε! Την Ηρώ είδε… σου λέει κάτι αυτό;». Έδειξε με τα μάτια την ανεψιά της.

Εκείνη πάλι στεκόταν παράμερα, κάνοντας ένα μεγάλο αγώνα. Πάσχιζε να βολέψει μέσα της τη «Στέλλα», που της άνοιγε την πόρτα του έρωτα, τη Δέσποινα, που της τον έπαιρνε μέσα από τα χέρια και τον ίδιο της τον εαυτό, που την ανάγκαζε να λύνει γρίφους με άχρηστα ερωτήματα:

«Πού τελειώνει το σωστό και πού αρχίζει το λάθος; Τι σημαίνει “Έντιμος” και πού χωράει το “Άνέντιμος”, όταν όλα χτίζονται πάνω σ’ ένα ψέμα; Το “Δίκαιο” με το “Δίκιο” έχουν συγγένεια ή είναι όλα κατασκευάσματα για πέταμα; Τι κακό ήταν αυτό, όλα όσα χωράνε σε μία ψυχή να τα στριμώχνουμε σε λίγες λέξεις!».

Το κεφάλι της πήγαινε να σπάσει από την πίεση. Πηγαινοερχόταν από παράθυρο σε παράθυρο για να καταλαγιάσει την έντασή της, μέχρι που το μάτι της έπεσε πάνω στη Δέσποινα και… επιτέλους ξέσπασαν μέσα σε θυμό όλα όσα την πίεζαν και δεν μπορούσε να τα βάλει σε τάξη.

«Δε μου λες εσύ, κυρία μου, τι σε έπιασε χθες και πέταγες κατά πάνω μας πέτρες; Εξυπηρέτηση σου έκανα, το θυμάσαι; Ποιος σου είπε ότι μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις και όπως τα θέλεις στη ζωή σου; Ποιος σου είπε ότι μπορείς να πετροβολάς τους ανθρώπους, που έμπλεξες στα παιχνίδια σου; Όλα κατά το κέφι σου και κατά τα μέτρα σου θα γίνονται;».

Η Δέσποινα φάνηκε για λίγο σαν ντροπιασμένη, αλλά θυμήθηκε αυτή τη μικρή στην αγκαλιά του δικού της Νίκου και της ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. Έτσι της ήρθε να της ορμήσει, να της βγάλει τα μαλλιά και να της δώσει την κοτσίδα στο χέρι. Έλα, όμως, που την είχε ακόμα ανάγκη! Γι’ αυτό ψευτοχαμογέλασε, ψάχνοντας για το πώς θα καμουφλάρει την αλήθεια˙ ναι, ζήλεψε έτσι που τους είδε αγκαλιασμένους. Δίκιο δεν είχε;

«Δίκιο είχε! Όχι και να σας πετάει πέτρες, αλλά το παρακάνατε. Είπαμε, να γίνει αυτή η συνάντηση, να δοθούν κάποιες, ας τις πούμε, εξηγήσεις, αλλά εσείς, βρε παιδί μου, το ρίξατε στις αγκαλιές! Πώς να νιώσει η γυναίκα;», μπήκε στη μέση η θεία-Μαρία και η Δέσποινα πήρε τα πάνω της.

«Ε, ναι! Το παρατραβήξατε! Μόνο στα φιλιά δεν το ρίξατε», είπε πάλι θυμωμένη.

Η Ηρώ έκανε μία προσπάθεια –πολύ φιλότιμη, είναι η αλήθεια- να χωρέσει στο μυαλό της το παράλογο που διέκρινε και να το ζυγίσει με το δίκιο της “απέναντι όχθης”. Έτσι τις έβλεπε και τις δύο, τη Δέσποινα και τη θεία-Μαρία μαζί. Σαν να βρίσκονταν σε μία απέναντι όχθη και κάτι της έλεγαν που δεν το καταλάβαινε το μυαλό της στην «από ’δω όχθη». Προσπάθησε ακόμα μία φορά, μήπως έβγαζε κάποια άκρη και τους έκανε την ερώτηση:

«Για εξηγείστε μου κάτι. Με στείλατε να τον συναντήσω και να παριστάνω τη Στέλλα;».

«Ναι!», απάντησαν μ’ ένα στόμα οι άλλες δύο.

«Του μιλάς κάθε βράδυ, εδώ και δώδεκα μήνες, και του λες, όσα του λες, με πάθος και έρωτα;».

Κοίταζε μόνο τη Δέσποινα.

«Εντάξει… ναι!…», ξεροκατάπιε εκείνη.

«Όχι “εντάξει„ και μόνο με αυτό πήρες το δίκιο με το μέρος σου! ΄Εχουμε κι άλλα. Του έχεις πει ότι τον αγαπάς, ότι τον λατρεύεις, ότι δεν έχεις ζωή χωρίς την αγάπη του και… ποιός ξέρει πόσα άλλα ακόμα;».

Μία φλόγα είχε φουντώσει τώρα μέσα της και συνέχισε, χωρίς να περιμένει απάντηση.

«Πώς, λοιπόν, θα τα κατάφερνα να με πιστέψει, αν του φερόμουν τυπικά και τον κρατούσα σε απόσταση, όπως μου λέτε; Έπρεπε να τον πείσω ότι είμαι εσύ, Δέσποινα! Εσύ, η ερωτευμένη μαζί του, κι αυτό έκανα. Μπήκα στον ρόλο, που μου ζήτησες να παίξω. Γιατί μου κάνεις επίθεση, τώρα;».

Όλα αυτά, τα πολύ λογικά, τους τα έβαλε σε τάξη, για να τα χωρέσει το κεφάλι τους, και πολύ το ευχαριστήθηκε που τις αποστόμωσε.

Αν τώρα η ίδια ένιωθε κι άλλα πολλά κατά βάθος, γιατί να τους τα φανερώσει; Δικά της ήταν και όχι της «Στέλλας». Σωστό; Μόνο αναρωτήθηκε, αλλά δεν άφησε τη σκέψη της να πάει πιο πέρα. Άλλωστε ήταν και η θεία-Μαρία δίπλα της, που δεν την άφηνε στην ησυχία της.

«Εσύ, κορίτσι μου, κάνεις για δικηγόρος! Πώς τα λες! Πώς τα συνταιριάζεις! Μπράβο σου!», την καμάρωσε και πιο ήπια πρόσθεσε: «Έτσι είναι όπως τα λες, όμως… πρόσεχε… μερικά πράγματα… ε, τι να σου πω, πρόσεχε…», επανέλαβε με αμηχανία, μπροστά σε κάτι που το ένιωθε σαν επικίνδυνο, αλλά δεν της ήταν απόλυτα ξεκάθαρο στο μυαλό της.

Η αμηχανία της θείας κάλμαρε την Ηρώ. Μάλιστα, ένιωσε άσχημα για όλο το θέατρο που είχε παίξει. Το θέατρο της δικής της ψευδαίσθησης δηλαδή, που πίστεψε, έστω και για λίγο, ότι θα μπορούσε να υπάρξει στη ζωή του, έστω ως «Στέλλα». Να τη θέλει κοντά του… να της μιλάει γλυκά… να την κρατάει στην αγκαλιά του… κι εκείνη να τον αγαπάει, να τον αγαπάει, να τον αγαπάει για πάντα… και γιατί να μην το ομολογήσει στον εαυτό της; …εκεί μέσα στο βάθος του εαυτού της, που κανένας άλλος δεν θα το μάθει; …να τον θέλει, τόσο πολύ να τον θέλει, με όλο της το κορμί, με τον νου, με την καρδιά με όλη την ύπαρξή της…

«Κόρη μου, ξύπνα! Ονειρεύεσαι με ανοιχτά μάτια;», τη σκούντηξε η θεία-Μαρία, προσθέτοντας, “Τα πράγματα δυσκολέψανε και πρέπει να δούμε τι θα κάνουμε».

«Τι θέλετε να κάνω;», ρώτησε με άχρωμη φωνή, σαν να έπεφτε από τα σύννεφα και προσπαθούσε να στερεωθεί πάνω στη γη.

«Να τον ξανασυναντήσεις, έστω για λίγο!», μπήκε στη μέση η Δέσποινα.

«Κι αν εγώ φύγω, αύριο-μεθαύριο, τι θα κάνεις; Ή μήπως πιστεύεις, ότι τώρα θα τον σταματήσεις;», τη ρώτησε με μεγάλη ικανοποίηση που την έβαζε να σκεφτεί κι έτσι τη στρίμωχνε.

«Κοίτα να δεις! Καλέ! Τι έγινε το σιωπηλό κοριτσάκι μου; Πώς άλλαξες από τη μία μέρα στην άλλη;», απόρησε η θεία-Μαρία, γιατί δεν είχε ξανακούσει την Ηρώ να μιλάει με τόση αυτοπεποίθηση.

«Έλα, καλό μου!», την καλόπιασε η Δέσποινα, γλυκαίνοντας τη φωνή της «…έλα, σου λέω, να κάνουμε τη δουλειά μας τώρα! Αν φύγεις… βλέπουμε. Κάποια δικαιολογία θα βρω˙ ότι παντρεύτηκα… ότι φεύγω για το εξωτερικό… ότι…».

«Ότι σε κλέψανε εξωγήινοι… ότι μεταμορφώθηκες σε UFO… ωχ, βρε Δέσποινα! Ξύπνααα!», της φώναξε μέσα στο αυτί η Ηρώ.

«Ας σοβαρευτούμε, για να δούμε τι θα κάνουμε, επιτέλους. Αν δεν το καταλάβατε, σας το λέω: έχουμε πρόβλημα!», προσπάθησε να τις συνετίσει η θεία-Μαρία.

«Το πρόβλημα της Δέσποινας έχει γίνει και δικό μου τώρα. Το καταλάβατε; Γι’ αυτό πρέπει να είμαι εγώ αυτή που θα του μιλήσει απόψε στο τηλέφωνο. Να ξέρω από πρώτο χέρι τι μου λέει και τι του λέω. Αλλιώς, βγάλ’ τα πέρα μόνη σου, Δέσποινα!».

=====

(Συνεχίζεται)

<——σελίδα 9

google news

Ακολουθήστε μας και στο Google news
Ακολουθήστε μας και στο Youtube

Υποστηρίξτε την προσπάθεια των συντελεστών της e-enimerosi.com Η οποία ενημερώνει για όλα τα θέματα του ελληνισμού αλλά και του κόσμου. Μια σελίδα φτιαγμένη με αγάπη από ανθρώπους οι οποίοι βρίσκονται σε διάφορα σημεία της Ευρώπης. Μιας ιστοσελίδα της διασποράς με έδρα την Γερμανία και το κρατίδιο της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας. Κάντε την δική σας δωρεά εδώ για να βοηθήσετε την προσπάθειά μας. Σας ευχαριστούμε θερμά!!!

Σχετικές αναρτήσεις

Αυταρέσκεια…

e-enimerosi

Επιδίωξη μεταμέλειας…

e-enimerosi

MEIN LEBEN IN DEN ANDEREN LEBEN

e-enimerosi