Ένα μυθιστόρημα της Μαίρης Μάκρα
(12η συνέχεια)
” Έτσι χτυπάει την πόρτα το πεπρωμένο μας”-(Λούντβιχ βαν Μπετόβεν)
(Σύνδεση με τα προηγούμενα: “Αναγκαστικά” η παράσταση, με την αλλαγή ρόλων στο ερωτικό σενάριο που υπαγορεύει η ίδια η ζωή , συνεχίζεται. Κι όταν η Δέσποινα χτίζει “παλάτια στην άμμο”, έρχεται η στιγμή που πρέπει να αναμετρηθεί με την πραγματικότητα. Και η Ηρώ; Πού χτίζει τα όνειρά της; Και ποιός είναι αυτός που ορίζει τη συνέχεια, όταν το ψέμα, που λέει το στόμα, μπερδεύεται με την αλήθεια της ψυχής;)
***
Η νύχτα πέρασε όπως όλες οι νύχτες στην «εξοχή»˙ έτσι ονόμαζε η θεία-Μαρία το προάστιο, που τόσο είχε αγαπήσει από την πρώτη στιγμή που πάτησε το πόδι της εκεί.
«Ευτυχώς που ζούμε στην εξοχή», είπε κι εκείνο το βράδυ, ενώ ετοιμαζόταν για ύπνο. Κι επειδή η ανεψιά της την κοίταξε με απορία, πρόσθεσε: «Ευτυχώς που ζούμε στην εξοχή, αλλιώς… πώς θα τα βγάζαμε πέρα ετούτη τη νύχτα!».
Η Ηρώ πάλι δεν κατάλαβε το λόγο της αγωνίας της.
«Εσύ θα πας στο ραντεβού ή εγώ; Πώς κάνεις έτσι; Ερωτευμένη είσαι;», την πείραξε.
«Μακάρι να ήμουν…», ξεστόμισε, αλλά δε συμπλήρωσε τη σκέψη της.
«Τι θέλεις να πεις;», επέμεινε η μικρή.
«Τίποτε! Τίποτε! Καληνύχτα!», έκλεισε το θέμα η Μαρία και κουκουλώθηκε στο κρεβάτι της.
Επιτέλους… μακριά απ’ όλους κι από όλα… κάτω από τα σεντόνια της, άφησε τη σκέψη της να πεταχτεί ως το παρελθόν… Τότε, που περνούσε από τον κεντρικό δρόμο της επαρχιακής κωμόπολης… εκεί που βρέθηκε, για να μάθει την τέχνη της μοδίστρας. Στα παράθυρα και στα μπαλκόνια έβγαιναν οι άνδρες για να τη δουν και να χορτάσει η καρδιά τους από τη βουνίσια της δροσιά. Αν πεις δε, το τι γινόταν όταν περνούσε μπροστά από τα καφενεία της πλατείας! Ε, ρε μάτια μου!
«Από πού μας ήρθες, λουλούδι μου;», της φώναζαν από μακριά.
«Από την πόλη έρχομαι και στην κορφή κανέλα!», απαντούσε ναζιάρικα εκείνη και τραβούσε τον δρόμο της , αδιάφορη για όλους τους “θαυμαστές της”, όπως της άρεσε να τους αποκαλεί.
Σιγά να μην τους έδινε σημασία! Έτσι κι αλλιώς, συνηθισμένη ήταν στον ανδρικό θαυμασμό. Όπου κι αν πήγαινε, όπου κι αν στεκόταν, κατά πάνω της όλοι, νέοι και γέροι σαν «λιμασμένοι», όπως έλεγε και η μάνα της. «Φτου σας! Πάρα πέρα!», έφτυνε κρυφά, αλλά και καμάρωνε η Μαρία. Μόνο καμάρωνε, γιατί δεν είχε χρόνο για χάσιμο με τέτοια καμώματα. Για άλλο σκοπό βρέθηκε εκεί που βρέθηκε, από τα δεκάξι της χρόνια. Το όνειρο της ζωής της ήταν να μάθει πολύ καλά την τέχνη που διάλεξε. Να γίνει μια τέλεια μοδίστρα! Να «πάρει το ψαλίδι», όπως ονόμαζαν οι γνώστες της μοδιστρικής το τελικό στάδιο της εκπαίδευσης, που της έδινε το δικαίωμα να παίρνει τα μέτρα της πελάτισσας και, ανάλογα με τί θα έραβε, να κόβει τα υφάσματα μόνη της, χωρίς την επίβλεψη της δασκάλας της! Το φαντάζεσαι; Να κόβει και να ράβει και να γίνει η πρώτη μοδίστρα σε ολόκληρη την περιοχή; Ν’ ανοίξει δικό της «ατελιέ» -είχε ακούσει ότι έτσι το ονόμαζαν στην πρωτεύουσα το καλό μοδιστράδικο- κι αυτή να είναι η Κυρία του ατελιέ και να έχει τις μαθήτριες, τα “μοδιστράκια της”, όπως θα τα έλεγε; Απίστευτο της φαινόταν, αλλά ήταν και τόσο σίγουρη πως θα γινόταν περιζήτητη, μα πάνω απ’ όλα, θα ήταν ευτυχισμένη. Δεν μπορούσε να εξηγήσει σε κανέναν άνθρωπο το πόσο της άρεσε να πιάνει τα υφάσματα… να τα μυρίζει… να τ’ ακουμπάει πάνω της…να τα αισθάνεται… να τα κόβει… να τα μεταμορφώνει και να τα καμαρώνει, ολοκληρωμένα “ενδύματα” πια- έτσι της άρεσε να τα λέει- πάνω στην πελάτισσα! Όλα αυτά θα ήταν το έργο της και αυτό το έργο θα έβγαινε από τα χέρια της!
«Εσύ, παιδί μου, είσαι ερωτευμένη μ’ αυτό που κάνεις!», κατέληξε η δασκάλα της και της «έδωσε το ψαλίδι», αφού πρώτα της δίδαξε τα πάντα! Πώς να κόβει το ύφασμα και πώς να συνταιριάζει τα κομμάτια του, ώστε να κρύβει τις ατέλειες της κάθε πελάτισσας και να την κάνει να φαίνεται σαν “φιγουρίνι”.
«Τέτοια μοδίστρα ήμουνα! Χρυσοχέρα, με φώναζαν!», θυμόταν τώρα η Μαρία, ενώ τα τριζόνια ζωντάνευαν τη νύχτα και τις αναμνήσεις της. Το σκοτάδι, απ’ έξω, πύκνωνε… Ήτανε, λέει, ερωτευμένη με την τέχνη της! Τον έρωτα τον γνώριζε καλά εκείνη, μα δεν είχε καταλάβει ότι είχε να κάνει μαζί του, όταν παραδινόταν σ’ εκείνα τα περίεργα κύματα που τη μεθούσαν. Ήταν, βλέπεις, παντού ο παντοδύναμος έρωτας˙ ανάμεσα στ’ αγόρια που την κρυφοκοίταζαν και κοκκίνιζαν, στους ώριμους άνδρες που τη γυρόφερναν, στους γέρους που της χαμογελούσαν με λαχτάρα… ακόμα και στα λουλούδια, στα δέντρα, στο χιόνι και στ’ αστραπόβροντα, που της γέμιζαν το κορμί, μαζί και την ψυχή, μ’ ένα μεθύσι ανεξήγητο που το σκόρπιζε γύρω της με γέλια και χαρά για ολόκληρη τη ζωή, όπως κι αν έρχονταν τα πράγματα. «Ζωή είν’ αυτή κι ό, τι θέλει κάνει˙ εμείς θα την αλλάξουμε;», είχε βγάλει τα συμπεράσματά της.
Μετά; Ε, το είπαμε. Μετά ήρθε η μάνα-Γιώργαινα. Χτύπησε το χέρι της στο σοφρά και όρισε:
«Εσύ, μωρή, θα ριζώσεις εδώ!»
Σιγά, να μην έδινε σημασία η Μαρία σε ορισμούς, που δεν τους είχε βγάλει η ίδια από το μυαλό της! Σιγά να μη ρίζωνε εκεί, για να κάνει παρέα στη μάνα της! Βοήθησε, βέβαια, και το προξενιό με τον καπετάνιο –καλή του ώρα, όπου κι αν βρίσκεται- και η Μαρία έφυγε από το χωριό, αλλά έβαλε και το ψαλίδι της στο μπαούλο. «Δια παντός!», αποφάσισε από τη στιγμή που άκουσε, ότι «μία σύζυγος καπετάνιου, δεν επιτρέπεται να δουλεύει!».
Τί κρίμα!
“ Χιλιάδες όνειρααα, γιατί πήγαν χαμέενααα!!!”, τραγουδούσε συχνά, καθώς σφουγγάριζε απ΄άκρη σ΄άκρη το μεγάλο μπαλκόνι του ωραίου σπιτιού της, που ήταν στρωμένο με ακριβό μάρμαρο!
Μα τα χρόνια πέρασαν και… να ’μαστε τώρα εδώ, να λέμε τα ίδια και τα ίδια…
«Τα ίδια και τα ίδια… άει στο καλό! Τι θέλω και τα σκέφτομαι;», αναρωτήθηκε με μπόλικη θλίψη και γύρισε πλευρό στο κρεβάτι της.
Πάλι δε θα την έπαιρνε ο ύπνος απόψε. Ήταν αυτή η ιστορία με την Ηρώ και τη Δέσποινα. Κοίτα πώς μπλέχτηκαν τα πράγματα! Σαν μυθιστόρημα! Για φαντάσου να το ζούσε η ίδια!
Το κορμί της μούδιασε από τη γλυκιά φαντασίωση… ακριβώς όπως τότε, που ζεσταινόταν γύρω της ο αέρας, από τα ανδρικά βλέμματα… ακριβώς όπως χθες ή προχθές, που ζωντάνεψε η φύση, όταν αντίκρισε την Ηρώ μέσα στην αγκαλιά του Νίκου.
«Τι όμορφο παλληκάρι!». Που να πάρει η ευχή, τι σκεφτόταν τώρα! Κι όμως… πώς την έκλεινε μέσα στην αγκαλιά του!
«Σαν μυθιστόρημα!», αναστέναξε ακόμα μία φορά και γέμισε η ψυχή της με φως. Λες και βρέθηκε από το σκοτάδι της νύχτας σ’ ένα ηλιόλουστο ξημέρωμα.
***
Επιτέλους ξημέρωσε! Η Δέσποινα είχε καταφθάσει από πολύ νωρίς στο σπίτι της Μαρίας. Είχε φροντίσει, βέβαια, να υπάρχει φαγητό στο σπίτι για το μεσημέρι. Δεν ήθελε να δώσει δικαιώματα στη «μέγαιρα», που της έλαχε για πεθερά, να τη φωνάζει “ανεπρόκοπη”. Έτοιμη ήταν αυτή να της βγάλει το όνομα της “άχρηστης” στη γειτονιά κι ακόμα παραπέρα. Αλλά αυτά δεν περνούσαν στη Δέσποινα.˙ Τα προλάβαινε. Γι’ αυτό, από την προηγούμενη κιόλας, ετοίμασε ένα λαχταριστό παστίτσιο. Κι ακόμα ,αγόρασε όλα όσα άρεσαν στην πεθερά: χαλβά, κουλουράκια, πασατέμπο, τέσσερα κομμάτια γαλακτομπούρεκο –αυτό ήταν η δική της προτίμηση- και στραγάλια αφράτα, ανακατεμένα με σταφίδες, ολόξανθες και ζουμερές.
«Είδες τι κάνω εγώ για σένα; Πόσα καλούδια σου φέρνω;», της φώναξε πάνω από το κεφάλι της, ενώ η πεθερά κοιμόταν ακόμα.
Τέλος πάντων, θα τα έβλεπε όταν ξυπνούσε. Ας μη την ενοχλήσει τώρα. Τράβηξε μαλακά την πόρτα πίσω της και ξεπόρτισε.
Έφθασε στης Μαρίας μόλις εκείνη άνοιγε τη μεγάλη μπαλκονόπορτα, ενώ η Ηρώ έβαζε το μπρίκι στη φωτιά, για τον πρωινό τους καφέ. Η γνωστή μυρωδιά του, που απλώθηκε ως τον κήπο, τις τύλιξε μ’ ένα κύμα θαλπωρής. Σα να τις ένωσε με κάτι, που παραμέρισε τις όποιες διαφορές τους, γι’ αυτό και χαμογέλασαν η μία στην άλλη, χωρίς να πουν πολλά-πολλά, πέρα από την «καλημέρα».
Πώς ένιωθαν, περιμένοντας να περάσει η ώρα; Δεν είμαστε σε θέση να το γνωρίζουμε, μια και δεν εξομολογήθηκαν ποτέ τις βαθύτερες σκέψεις τους. Η Ηρώ, μετά τον καφέ, κατέβηκε στον κήπο και βάλθηκε να καθαρίζει τα φυτά από κάθε μαραμένο κλωναράκι ή φυλλαράκι. Καθάριζε για ώρα και με μεγάλη επιμέλεια, λες και ήταν το μοναδικό πράγμα που την ενδιέφερε εκείνο το ατέλειωτο πρωινό, ενώ με το ζόρι περνούσε η ώρα.
Η θεία-Μαρία βρήκε την κατάλληλη ώρα για να κάνει μανικιούρ. Δε σήκωσε κεφάλι από τα νύχια της, ούτε για να κοιτάξει το ρολόι, που το είχε τοποθετήσει ακριβώς απέναντί της, πάνω σ’ ένα τραπεζάκι.
Όσο για τη Δέσποινα, παρακολουθούσε σιωπηλή κάθε κίνηση της Μαρίας, που περιποιόταν τα νύχια της και μάλιστα δε σήκωσε τα μάτια της από ’κει.
Επιτέλους, το ρολόι, χτύπησε! Ώρα, δέκα και μισή. «Ξυπνητήρι είχες βάλει;», ξαφνιασμένη η Δέσποινα, ρώτησε τη Μαρία.
«Ε, ναι, για να μη μας πάρει ο ύπνος!», ψευτογέλασε εκείνη, παραμερίζοντας βιαστικά τα σύνεργα του μανικιούρ.
Δέκα λεπτά αργότερα όλα ήταν στη σωστή τους θέση και το σκηνικό έτοιμο: Ο χωματόδρομος, άδειος. Τα δέντρα γεμάτα με πουλιά, που δεν έλεγαν να ησυχάσουν με τις φωνές τους. Όσο για τους μεγάλους θάμνους, αμετακίνητοι στη θέση τους για να κρύβουν καλά τη Μαρία και τη Δέσποινα, που στριμώχτηκαν από πίσω τους δίνοντας στην Ηρώ τις τελευταίες οδηγίες.
«Σ’ εκείνο το μπροστινό δέντρο να σταθείτε, για να σας βλέπουμε καλά ».
«Εντάξει! Δεν θα κρυφτούμε κιόλας!», τις καθησύχασε εκείνη αδιάφορα, ενώ βάδιζε βιαστικά προς το σημείο της συνάντησης με τον Νίκο.
***
Αυτή τη φορά δεν έτρεμε, ούτε σκεφτόταν. Άκουγε μόνο τον χτύπο της καρδιά της και κανόνιζε έτσι τα βήματά της, ώστε να βρεθεί γρήγορα, όσο μπορούσε πιο μακριά από τους θάμνους που είχαν αποκτήσει “τέσσερα μάτια» και την κατασκόπευαν. Αχ, πώς να το κάνει και να τους κρυφτεί! Να τους ξεφύγει! Να τη χάσουν από μπροστά τους!
Με όλες αυτές τις σκέψεις, είχε φθάσει πια στο σημείο του ραντεβού όταν τον είδε από μακριά. Ερχόταν προς το μέρος της με βήματα βιαστικά. Κρατούσε στο χέρι του κάτι, σαν χαρτί τυλιγμένο σε ρολό, κι ενώ την πλησίαζε της φάνηκε λες και ολόκληρη η πλάση γύρω του αποκτούσε τον δικό του παλμό! Έπαιρνε τη δική του κίνηση! Όλα γίνονταν «ένα» μαζί του!
Πώς μπορούσε η ίδια να μείνει αμέτοχη και να στέκεται εκεί σαν ξεχωριστή μονάδα; Έγινε ένα με την δική του κίνηση και απορροφήθηκε τόσο πολύ από τον δικό του παλμό που, όταν εκείνος την έπιασε από το χέρι και δίχως λόγια την τράβηξε να προχωρήσει μαζί του πέρα από τον χωματόδρομο, βεβαίως και τον ακολούθησε σχεδόν πετώντας!
Τι όμορφα που ήταν να “πετάει” μαζί του ανάμεσα από τους θάμνους και τα φουντωτά πεύκα! Μόνο που δεν κατάλαβε ότι, ενώ “πετούσαν”, ο χωματόδρομος έμενε πίσω τους. Και οι θάμνοι έμεναν πίσω τους, μαζί με τους δύο άγρυπνους “σωματοφύλακες”, τη Μαρία και τη Δέσποινα. Ακόμα και τα δέντρα, τα πουλιά… όλα εξαφανίστηκαν, μια και αδυνατούσαν να εισχωρήσουν στον χωροχρόνο μιας ανεξήγητης συγχώνευσης, που δε χώραγε ούτε καν στο μυαλό ανθρώπου. Πώς μπορούσαν να εξηγήσουν ότι έμειναν ολομόναχοι, οι δυο τους, μέσα σ’ έναν κόσμο γεμάτο μόνο από αρώματα της γης και από χρώματα μόνο της φύσης! Χρώματα που, σαν άυλα κύματα, διαπερνούσαν τα κορμιά τους, μέχρι και το τελευταίο τους κύτταρο! Και τότε γίνονταν και οι δύο ένας ολόιδιος παλμός, λες και ήταν ένα σώμα! Μετά διαλύονταν πάλι σε κύματα φωτός κι αμέσως μετά ξαναγίνονταν σώματα που ενώνονταν… άκου να δειςκαι ν΄ακούσεις, πράγμα απίστευτο!… ενώνονταν μόνο μέσα από τα ατέλειωτα φιλιά τους! Καμία άλλη κίνηση δεν μπήκε στη μέση, που θα ήταν ικανή να χαλάσει αυτή την αρμονική ένωση! Μόνο τα ατέλειωτα φιλιά τους! Και μαζί τους το νέκταρ μιας άυλης ερωτικής ουσίας, που γέμιζε το κορμί τους και την ψυχή τους μαζί! Τους ένωνε μέσα στα μεθυστικά κύματα μιας άγνωστης διάστασης για τα μέτρα της ύλης και τους έκανε να νιώθουν αθάνατοι!
Κι ενώ γίνονταν όλ’ αυτά, η ώρα περνούσε. Εκείνοι οι δύο όμως δεν το αντιλαμβάνονταν. Μη ρωτάτε γιατί˙ είναι ξεκάθαρο και για την ισοπεδωμένη λογική ακόμα! Ο χρόνος δεν υπήρχε εκεί που βρέθηκαν! Πώς να το πούμε αλλιώς; Μόνο που η αίσθηση στα χείλη τους , σιγά-σιγά, άλλαξε κι έμοιαζε πια σαν να άγγιζαν τρυφερά ροδοπέταλα και μοιράζονταν τη γεύση τους .. απαλά… γλυκά… ατέλειωτα…
Ξαφνικά, μια ανεξήγητη ανάγκη να κοιτάξει γύρω της, έκανε την Ηρώ ν’ ανοίξει τα μάτια της. Είδε πως ήταν κλεισμένη στην αγκαλιά του Νίκου. Η πλάτη του ακουμπούσε πάνω στον χοντρό κορμό ενός ψηλού πεύκου, κι αυτό της άρεσε πολύ˙ αυτό το μεγάλο δέντρο θα τους έκρυβε για τα καλά από τα περίεργα μάτια.
Τι ήταν να το σκεφτεί! Η θεία-Μαρία και η Δέσποινα ξεπρόβαλλαν, απρόσκλητες, στο μυαλό της, και της χάλασαν τα πάντα. «Τι θα τους πω; Πώς θα τα μπαλώσω;», άρχισε να παραληρεί η σκέψη της και το δάσος της φάνηκε τόσο απειλητικό. Κοίταξε κλεφτά, πάνω από τον ώμο του, προς τον δρόμο. Ένας βοσκός με τα προβατάκια του , είχε φανεί από μακριά και πίσω από τα δέντρα.
«Ντροπή, ντροπή!», γέμισε από φωνές το κεφάλι της, που βούιζε ανυπόφορα. Μαζεύοντας όση δύναμη μπορούσε, προσπάθησε να βγει από την αγκαλιά του και έσπρωξε τον Νίκο μακριά της.
«Όχι, όχι, δεν πρέπει…δεν είναι σωστό! Γιατί μου το κάνεις αυτό;», διαμαρτυρήθηκε με κόπο.
Άλλα ήθελε να πει, άλλα της έβγαιναν από το στόμα και άλλα έπρεπε να δείξει. Ήταν, βλέπεις, υποχρεωμένη να δείχνει άλλα, γιατί… «μόνο εσύ μπορείς να σώσεις την κατάσταση», της είχε τονίσει η θεία-Μαρία… κι από πάνω, έπρεπε να σώσει και τη Δέσποινα, που ήθελε να συνεχίσει να είναι η «Στέλλα», αλλά να κάνει και ό,τι περνούσε από το χέρι της και για την υπόληψη του κυρίου Ιωάννη, του αγαπημένου πατέρα της, με το αλέκιαστο κούτελο! Λίγα τα ’χεις αυτά; Κι επειδή δεν είχε, ως φαίνεται, τα κότσια για να τους σώσει όλους –και τον εαυτό της μαζί- της ήρθε μία σκοτοδίνη και… πάει… άρχισε να χάνει τον κόσμο από τα μάτια της, μα…πράγμα περίεργο… ακριβώς την ίδια στιγμή, φούντωσε ένας θυμός από μέσα της…μα ένας απίστευτος θυμός!
“Να πάει και να χαθεί, αυτός ο κόσμος!”, υψώθηκε μια φωνή από τα βάθη της καρδιάς της και η Ηρώ συμφώνησε μαζί της.
Τι λες, εκεί! Σιγά το πράμα! Τέτοιος που είναι αυτός ο κόσμος, τί να τον κάνει, αφού έπρεπε να σπρώξει από κοντά της εκείνο το απλησίαστο όνειρο; Κανένας, ποτέ και με τίποτε, δε θα την άφηνε να το χαρεί! Κι όμως, προτού να χαθεί αυτός ο άδικος κόσμος από τα μάτια της, εκείνη ήταν ακόμα αναγκασμένη να διώξει τον πειρασμό μακριά της. Μάζεψε, λοιπόν, τις δυνάμεις της και με πόνο ψυχής έσπρωξε πάλι τον Νίκο με τα δύο της χέρια.
«Φύγε! Άσε με! Μας βλέπουν! Και… μη ζητήσεις να με ξαναδείς! Δεν θα ξαναγίνει! Δεν πρέπει! Σε παρακαλώ! Μη με πιέζεις κι εσύ… όχι άλλο!».
Έλεγε την αλήθεια˙ τη δική της αλήθεια, μέσα σε όλα τα ψέματα. Αλλά, έλεγε και τόσα ψέματα, μέσα σε όλη της την αλήθεια. Κι εκείνος μπερδεύτηκε πολύ. Για πρώτη φορά την κοίταξε με καχυποψία και τα μάτια του σκοτείνιασαν.
«Ποιά είσαι, τέλος πάντων, κορίτσι μου; Τι παιχνίδια μου παίζεις; Άλλη είσαι στο τηλέφωνο, άλλη όταν σε βλέπω! Τι γίνεται με σένα;».
Το βλέμμα του, γεμάτο υποψία, τη συνέφερε.
«Το ξέρεις ποιά είμαι, τι με ρωτάς;», προσπάθησε να ξεφύγει, χαμογελώντας αμήχανα.
Κι εκεί που δεν το περίμενε, της άρπαξε το χέρι και απότομα της τράβηξε τη βέρα από το δάχτυλο. Ήταν η βέρα της θείας-Μαρίας, που την είχε ξαναφορέσει γι’ αυτή τη συνάντηση.
Κοίταξε ερευνητικά τα δάχτυλά της και η ερώτησή του την πάγωσε!
«Γιατί μου λες ψέματα, Στέλλα;».
Συνεχίζεται…
11η συνέχεια <———