Λογοτεχνία

Συμφωνία… Νο 5

Ένα μυθιστόρημα της Μαίρης Μάκρα
( 15η συνέχεια )

” Έτσι χτυπάει την πόρτα το πεπρωμένο μας”-(Λούντβιχ βαν Μπετόβεν)

***

(Σύνδεση με το προηγούμενο: Η Δέσποινα ονειρεύεται. Η Ηρώ ακροβατεί ανάμεσα στον “ρόλο” που της έδωσαν και στην “αλήθεια” που ζει. Ο Νίκος περνάει σε δράση και…τα πράγματα περιπλέκονται! Εσείς τί πιστεύετε ότι θα κάνει ο Νίκος, ώστε να ξεσκεπάσει την αλήθεια; Και τί υποψιάζεται, κατά την γνώμη σας;)

***

Οι μέρες που πέρασαν δεν υπολογίστηκαν με το ίδιο μέτρο για τις τρεις ηρωίδες της ιστορίας μας. Για τη Δέσποινα, μετρήθηκαν με τα δευτερόλεπτα, που δεν περνούσαν, τα άτιμα, γι’ αυτό και της φάνηκαν αιώνες μέχρι να ξανακούσει τη φωνή του. Για την Ηρώ, ο χρόνος χάθηκε γιατί ανακατεύτηκε με το δίλημμα: «Να ζει κανείς ή να μη ζει; Να κλέβει ή να μην κλέβει;».

“ Σιγά τα λάχανα!”, την παρηγόρησε ο νους της, που φυσικά ήταν με το μέρος της. Και τί έκλεψε, δηλαδή; Λίγες δανεισμένες ώρες ευτυχίας; Από ποιόν; Από το ρομάντζο της Δέσποινας, που ζούσε μέσα στο ψέμα; Το κεφάλι της έγινε πάλι καζάνι, μέχρι να βγάλει ένα συμπέρασμα και μάλλον δεν έβγαλε άκρη.

Όσο για τη Μαρία! Ε, αυτή δεν ήξερε τι ν’ αποφασίσει: να πεταχτεί ως το κέντρο της Αθήνας, για να διαλέξει κανένα καινούργιο φόρεμα ή να κάνει παρέα στην Ηρώ, που την έβλεπε να κοιτάζει επί ώρες και με απλανές βλέμμα τα συννεφάκια που ταξίδευαν στον ουρανό ;

Αυτό το τελευταίο ανησύχησε πολύ τη θεία-Μαρία και τηλεφώνησε στη Δέσποινα.

«Μου φαίνεται ότι αυτό που κάνουμε δεν θα μας βγει σε καλό, Δέσποινα, με τα καμώματά σου. Φοβάμαι ότι κάναμε κακό στο κορίτσι μου. Είναι άβγαλτο και δεν ξέρω πώς θα το πάρει μέσα της. Δεν της πήρα λέξη από προχθές. Λες να τον ερωτεύτηκε;».

«Αυτό μας έλειπε, να τον ερωτευτεί κιόλας!», σταυροκοπήθηκε εκείνη στα κρυφά, αλλά δε φανέρωσε τίποτε από τις ανησυχίες της. Αντίθετα και πολύ συμπονετικά, είπε με γλυκιά φωνή:

«Κρίμα καλέ, το καημένο! Δεν θέλω να πληγωθεί!».

Μετά… της κατέβηκε μία ιδέα: να πει ψέματα στην Ηρώ. Ότι, τάχα, μάλωσε με το Νίκο, πολύ άγρια από τηλεφώνου κι ότι δε θέλει με τίποτε να συνεχιστεί αυτή η ιστορία. Έτσι, θα την ξεφορτωνόταν για καλά τη μικρή και μόνη της, επιτέλους, θα χαιρόταν τον κρυφό της έρωτα , όπως εκείνη ήθελε και για όσο καιρό θα μπορούσε να κρατήσει έτσι όπως τη βόλευε.

Αυτό… σαν καλή λύση της φάνηκε και τόσο πολύ την ανακούφισε, που το βράδυ εκείνο ήταν πολύ-πολύ πιο γλυκιά με το Νίκο. Για δύο ώρες σιγοψιθύριζε στο τηλέφωνο, γλυκόλογα, αστειάκια, χαζοκουβεντούλες, ανεκδοτάκια και πάλι απ’ την αρχή… μέχρι που δεν πήρε είδηση ότι είχε μπει στο σπίτι ο Αργύρης. Τρομοκρατημένη έκλεισε το τηλέφωνο, αλλά πρόλαβε να του σιγοψιθυρίσει:

«Μη με ξαναπάρεις, αν δε σε καλέσω εγώ! Ο πατέρας μου… χάθηκα! Γύρισε ξαφνικά από το ταξίδι που είχε πάει και δεν θα μου είναι εύκολο να μιλάμε !».

Πέταξε στον αέρα το φόβητρο «πατέρας» κι άφησε το Νίκο στην απροσδιόριστη αναμονή κι ας έβγαζε όσα συμπεράσματα ήθελε να βγάλει ο ίδιος.

Εκείνη πάντως, για την ώρα, είχε γλιτώσει από δύο καταστάσεις που την πίεζαν:

Πρώτον, από τον Αργύρη. Μπορεί και να ’κανε λάθος, αλλά της φάνηκε ότι την κοίταξε με υποψία καθώς έμπαινε στο δωμάτιο. Αν και της πέταξε το συνηθισμένο του, «γειάά, τι νέα;», προτού εξαφανιστεί στο μπάνιο και μετά, αμίλητος, στην κρεβατοκάμαρα.

Δεύτερον, γλίτωσε από τον ίδιο το Νίκο˙ τον απομάκρυνε… έστω και για λίγο βρε αδερφέ! Είχε αρχίσει να της αραδιάζει διάφορα ˝ποιητικά˝ και ˝φιλοσοφικά˝, που την έβγαζαν από τα νερά της και δεν ήξερε τί να του απαντάει κάθε φορά. Εκτός αυτού, της μιλούσε για τα σχέδια του: να την πάρει μαζί του, λέει, στο εξωτερικό.

« Σε λίγο καιρό τελειώνει η θητεία μου στην αεροπορία. Έχω υποτροφία για μεταπτυχιακό στην Αμερική . Έλα μαζί μου!».

Άκου, τώρα, τι της είπε ο άνθρωπος! Πού να πάει στην άλλη άκρη του κόσμου! Να παρατήσει τα πάντα πίσω της; Ούτε γι’ αστείο δε χώραγε στο μυαλό της αυτή η προοπτική, έστω κι αν ακόμα ήταν ανύπαντρη. Να ξεριζωθεί; «Θα πέθαινε η μαμά˙ κι ο μπαμπάς θα στεναχωριόταν…. δε λέω… αλλά η μαμά δε θα το άντεχε να είμαι μακριά της», σκεφτόταν, λες και ζύγιζε τα υπέρ και τα κατά, για να πάρει μία απόφαση σε μια προοπτική που δεν είχε καμμιά σχέση με την δική της πραγματικότητα. Ήταν μόνο ονειροφαντασία.

«Τι περίεργος που είναι ο άνθρωπος!», συνέχιζε τις σκέψεις της, αλλά δεν είχε καταλάβει καλά-καλά, ούτε και η ίδια, σε τι πράγμα αναφερόταν. Στον άνθρωπο γενικά, που μπορεί να αλλάζει ζωή από τη μία στιγμή στην άλλη; Στο Νίκο που ήθελε τη “Στέλλα” μαζί του, ενώ κατά βάθος δεν την ήξερε; Στη ίδια τη Δέσποινα, που τόλμησε να σκέφτεται, έστω και στα ψέματα, πώς θα ήταν να φύγει μακριάάά, μακριάάά, ενώ ήταν παντρεμένη; Πήρε μια βαθιά ανάσα -πόσο βαθιά ήταν, Θεέ μου !- κι ένιωσε σαν να της άνοιξαν μια θεόκλειστη πόρτα για να πάρει λίγο αέρα, έστω λίγο αέρα… και μετά…

Μετά πήγε να πλύνει τα πιάτα, που είχαν μαζευτεί στοίβα στον νεροχύτη, για να μην τα έχει μπροστά της αύριο το πρωί.

Να, κάτι τέτοια παλαβά έκανε και εκνεύριζε κάθε τόσο τη μαμά-Χαρίκλεια.

«Γιατί παιδί μου, δεν παίρνεις μια μόνιμη παραδουλεύτρα; Πες μου, γιατί δεν το κάνεις; Γιατί παιδεύεσαι και σπαταλιέσαι μπροστά στον νεροχύτη; Γι’ αυτό σε μοσχομεγάλωσα;», αγανακτούσε η αγαπημένη της μαμά και με το δίκιο της. Γιατί την έδωσε σε άντρα πλούσιο; Για να της τη μαράνει; Δεν το χώνευε αυτό το άδικο η μαμά- Χαρίκλεια.

«Τι τα κάνει, καλέ, τόσα λεφτά; Μαζί του θα τα πάρει; Θεέ μου σ’ χώραμε!», ήταν η επωδός σε κάθε τηλεφώνημα, πεντάκις ημερησίως! Γιατί, στο σπίτι του γαμπρού της δεν πήγαινε συχνά η Χαρίκλεια. “Α, όλα κι όλα! Εμείς δεν είμαστε απ ΄αυτούς τους γονείς, που ενοχλούν τα παιδιά τους! Όταν υπάρχει λόγος θα μας καλέσουν και θα πάμε!», διατυμπάνιζε με κάθε ευκαιρία την ανωτερότητα της συμπεριφοράς της ως “μητέρα-πεθερά” και τηρώντας το πρέπον, κατά την αλάνθαστη γνώμη της, συνέχιζε τη ζωή της με τον Παναγιώτη της και με τις κοινωνικές της υποχρεώσεις.

***

«Για να φύγω, όμως, τόσο μακριά, ούτε που θα το άντεχε η μαμά». Απέκλεισε, ακόμα μια φορά, η Δέσποινα το ενδεχόμενο, έστω και στη φαντασία της, ν’ αλλάξει σκηνικό η ζωή της, παραμερίζοντας εντελώς από το μυαλό της, ότι ο Νίκος είχε δει από κοντά την Ηρώ και όχι αυτή την ίδια, τη Δέσποινα. Και μετά; Ε, μετά, πήγε για ύπνο.

Ο Αργύρης ήδη ροχάλιζε.

«Θα τον δω καμιά φορά στο δρόμο και δε θα τον γνωρίσω», μονολόγησε ρίχνοντας μια ματιά στο φαλακρό του κεφάλι.

Οι μέρες που ακολούθησαν ήταν σχετικά ήρεμες. Η Δέσποινα είχε βάλει το Νίκο στην « αναμονή», όπως έλεγε.

«Μέχρι να ησυχάσουν τα πράγματα στο σπίτι. Κάτι υποψιάζονται οι δικοί μου. Παρακολουθούν το κάθε μου βήμα. Θα σε καλέσω εγώ», τον καθησύχασε πάλι μ’ ένα σύντομο τηλεφώνημα κι επιτέλους ησύχασε και η ίδια… έστω για λίγο… για να σκεφτεί τί άλλο μπορεί να σχεδιάσει από τώρα και πέρα.

Εν τω μεταξύ, η θεία-Μαρία βρήκε χρόνο να ασχοληθεί επιμελώς με τον «γλυκό της έρωτα», όπως έλεγε. Δηλαδή, να φτιάχνει γλυκά του κουταλιού και μαρμελάδες από διάφορα φρούτα, για να τα κάνει δώρο σε όσους συμπαθούσε πολύ. Αυτό της έδινε μεγάλη χαρά και ξεχνούσε όλα τα άλλα.

Όσο για την Ηρώ, αφιέρωνε ώρες στο να κοιτάζει το σκίτσο που της είχε χαρίσει ο Νίκος κι αναρωτιόταν: «Ποιά είναι αυτή;”

Τόσο όμορφη την έβλεπε εκείνος; Τόσο όμορφη ήταν; “Αποκλείεται!», έλεγε και ξανάλεγε, μια και η ίδια ένιωθε…

«Σαν πατημένη παντόφλα! Για πέταμα είμαι!», ξεστόμισε μια μέρα το δράμα της στη θεία-Μαρία που έφριξε.

«Σε καλό σου, κορίτσι μου! Χαμένο θα πας, αφού δεν ξέρεις την αξία σου!», είπε μόνο κι από τη στεναχώρια της σταμάτησε να φτιάχνει τα αγαπημένα της γλυκά του κουταλιού και τις μαρμελάδες˙ της κόπηκε η όρεξη.

«Τι κακό κάνατε του παιδιού σας, μπορείς να μου πεις; Μια κοπέλα σαν τα κρύα νερά και να πιστεύει ότι μοιάζει σαν “πατημένη παντόφλα;”

Μάλωσε την εξαδέλφη της η Μαρία, από τηλεφώνου όπως πάντα, και της δήλωσε ότι τη θεωρεί υπεύθυνη για την τύχη του κοριτσιού. Κατά πόσο αυτό προβλημάτισε ή πλήγωσε τη μαμά-Ευαγγελία, δεν το γνωρίζουμε. Μπορεί να το έγραψε στα παλιά της παπούτσια, εκεί που έγραφε όλα όσα δεν ταίριαζαν με το “μεγαλείο της σκέψης της”, όπως της τόνιζε, συχνά-πυκνά, ο άρχοντας πατερούλης της, που την είχε κορώνα του κεφαλιού του. Απλώς συνέχισε να τηλεφωνεί και να ενδιαφέρεται για το αν η Ηρώ κοιμάται νωρίς κι αν κάνει καμιά δουλειά στο σπίτι.

« Να τη βάζεις να σου κάνει δουλειές στο σπίτι. Όχι να την κάνουμε και ανεπρόκοπη. Πρόσεχε!», τόνισε στη εξαδέλφη της και δεν έδωσε σημασία σε όσα προβλημάτιζαν τη Μαρία.

«Έτσι κι αλλιώς, πάντα υπερβολική ήταν αυτή η γυναίκα!», σκέφτηκε μόνο και το θέμα έκλεισε.

***

Εκείνο το καλοκαίρι σ’ αυτό το μικρό προάστιο, το γεμάτο με αραιοχτισμένες μονοκατοικίες και καταπράσινους κήπους με πολλές τριανταφυλλιές, πώς να το περιγράψει κανείς; Υπήρχε το λιοπύρι, που έκαιγε την άσφαλτο στους δύο μεγάλους κεντρικούς δρόμους. Υπήρχαν όμως και τα δασύλλια με τα πολλά πεύκα, που έριχναν τον παχύ τους ίσκιο ολόγυρα και χάριζαν στην περιοχή τη δροσιά τους. Η σιωπή ήταν εκεί, όταν την είχες ανάγκη, μα και ο θόρυβος παρών, αρκεί να τον προτιμούσες.

«Όλα τα καλά του Θεού έχει αυτός ο τόπος!», ευγνωμονούσε η θεία-Μαρία την τύχη της να ζει «στον Παράδεισο», όπως έλεγε, να έχει πολλά χρήματα, μα και μία ανεψιά που την ξεκούραζε τόσο πολύ, γιατί δεν έλεγε σε τίποτα “όχι”.

«Θα πας στο φούρνο για ψωμί, καλό μου; Κάνει τόση ζέστη σήμερα και θα με πιάσει πονοκέφαλος μέχρι να πάω και να γυρίσω. Βλέπεις, κι αυτός ο μοναδικός φούρνος, δεν είναι και τόσο κοντά!».

« Μη σε νοιάζει θεία-Μαρία. Θα πάω εγώ, να κάνω και τη βόλτα μου!».

Πρόθυμη η Ηρώ!

«Θα περάσεις κι από τον κυρ-Χαράλαμπο, τον μανάβη για φρέσκα λαχανικά;».

«Βεβαίως και θα πάω.»

«Περνάς κι από το ζαχαροπλαστείο για κανένα γαλακτομπούρεκο;».

« Και το συζητάς; Να πάρω και κανταΐφι;»

«Πάρε το πορτοφόλι μου και κοίτα καλά να μην το σκάσεις με κανένα ζαχαροπλάστη!».

Την πείραζε η θεία-Μαρία, με υπονοούμενο την ιδιαίτερη αδυναμία που είχε η Ηρώ στα γλυκά του ταψιού.

Έφευγε το πρόθυμο κορίτσι με το πορτοφόλι της θείας. Μέσα είχε πάντα ένα χαρτονόμισμα κάποιας υπολογίσιμης αξίας. Σε λίγη ώρα γύριζε από τα ψώνια με το πορτοφόλι γεμάτο κέρματα.

«Τι είναι τούτα; Έφερες και λεφτά πίσω;», απορούσε η θεία-Μαρία και είχε να το λέει σε όλους τους γνωστούς της: «Στείλτε την Ηρώ για ψώνια. Θα σας φέρει πιο πολλά λεφτά από όσα της δώσατε». Γελούσαν εκείνοι για το δήθεν αστείο. Δεν ήξεραν όμως, ότι η θεία-Μαρία σοβαρολογούσε. Για εκείνη τα χρήματα υπήρχαν μόνο ως χαρτονόμισμα. Τα ρέστα, ως κέρματα, τα ξεχνούσε.

«Μου φύγανε τόσα χρήματα σήμερα. Ξεπαραδιάστηκα! Χάλασα δέκα χιλιάδες δραχμές», έλεγε κι ας είχε σε ψιλά τις υπόλοιπες οχτώ χιλιάδες μέσα στο πορτοφόλι της.. Ένιωθε ότι οι δέκα χιλιάδες δραχμές, είχαν φύγει πια από τα χέρια της. Όταν, όμως, η Ηρώ της έφερνε ρέστα πενήντα δραχμές σε ψιλά, τα έπαιρνε στα χέρια της και γέμιζαν οι χούφτες της… ε, τι να πούμε τώρα! Για τη θεία-Μαρία, αυτό το κορίτσι είχε ένα ιδιαίτερο χάρισμα: να επιστρέφει με χρήματα από τα ψώνια. Γι’ αυτό και για πολλά άλλα, που μόνο το δικό της μάτι διέκρινε, η Ηρώ ήταν ένα κορίτσι ευλογημένο. Το πίστευε και το «εμπιστευόταν», πολύ διακριτικά, στους εκάστοτε «φίλους της», που γέμιζαν τη μεγάλη βεράντα του σπιτιού της, συχνά-πυκνά, πίνοντας καφεδάκι.

Τώρα, αν αναρωτιέστε, ποιοι ήταν αυτοί οι “εκάστοτε φίλοι” της Μαρίας, πρέπει να εξηγήσουμε ότι το να γίνει κάποιος «φίλος» της θείας-Μαρίας δεν ήταν δύσκολο. Αρκεί να περνούσε δύο φορές από το δρόμο της, να αντάλλασσαν “καλημέρα” “καλησπέρα” και δίχως πολλά-πολλά γινόταν «δικός της άνθρωπος». Όχι, βέβαια, στον βαθμό που ήταν ο ταχυδρόμος! Αυτός ήταν «φίλος καρδιακός», γιατί της έφερνε τα γράμματα του καπετάνιου της και τις επιταγές του. Και καφεδάκι και γλυκάκι και χαρτζιλικάκι απολάμβανε ο καλός της άνθρωπος. Κι αυτός εκτιμούσε πολύ την “ανοιχτοχέρα” κυρία-Μαρία του.

Έλα, όμως, που δεν εκτιμούσαν όλοι και με τον ίδιο τρόπο την φιλόξενη φύση της Μαρίας!

«Περάστε για καφέ! Να ξεκουραστείτε λίγο!», πρότεινε κάποτε σε έναν ταξιτζή, που την έφερε από την Αθήνα. Μέσα στο λιοπύρι, ο βασανισμένος βιοπαλαιστής! Πώς τον συμπόνεσε η καρδιά της! Να μην του προσφέρει ένα ποτήρι κρύο νερό; Στρογγυλοκάθισε ο «βασανισμένος», χαλάρωσε, ξεΐδρωσε κι αφού τη χούφτωσε για καλά, τραβώντας την άγρια κοντά του, η Μαρία κατάλαβε ότι κάπου το παράκανε με τις φιλοτιμίες. Τον πέταξε έξω, κακήν-κακώς, πολύ συγχύστηκε, αλλά κέρδισε και την εμπειρία :

«Εμπιστοσύνη σε άγνωστο άνθρωπο; Ποτέ πια!».

Το δήλωνε κοφτά και το τήρησε ακόμα κι όταν έψηνε τους καφέδες στους κουρασμένους εργάτες του Δήμου. Έσκαβαν το δρόμο, για κάτι έργα, μπροστά στην πόρτα της. Να μην τους φιλέψει κάτι; Με ασημένιο δίσκο τους πήγαινε τους καφέδες, μαζί με κουλουράκια και κρύο νερό, αλλά… έξω στο δρόμο, πάνω σε τραπεζάκι πτυσσόμενο.

Μία μέρα, απ’ αυτές που η θεία-Μαρία, λόγω ζέστης, δεν ήθελε να βγει από το σπίτι, η Ηρώ υποχρεώθηκε να πάει πάλι για ψώνια. Και το έκανε αδιαμαρτύρητα, καθώς η βόλτα αυτή είχε γίνει κάτι σαν το “αλάτι” της γνωστής πια και επαναλαμβανόμενης καθημερινότητας.

Ξεκίνησε για την αγορά, επιλέγοντας να περάσει από τον γνωστό μας χωματόδρομο. Κοντοστάθηκε, στο σημείο ακριβώς, που είχε πρωτοσυναντήσει τον Νίκο. Κοίταξε γύρω της και προσπάθησε, έστω και με τη σκέψη, να ξαναζήσει εκείνη την αξέχαστη ώρα και στιγμή. Η καρδιά της γέμισε από νοσταλγία, μαζί και θλίψη, όπως όταν αποχαιρετάς αγαπημένα πρόσωπα.

«Έτσι κι αλλιώς, αυτό ήταν όλο κι όλο˙ μας τελείωσε!», συλλογίστηκε και λογάριασε στα γρήγορα τις μέρες που είχαν περάσει από τότε. «Μία χθες, δύο προχθές… τρεις… τέσσερις… πω πώώώ! Μόνο τέσσερις μέρες!». Δεν το πίστευε. Ο χρόνος φάνταζε μεγαλύτερος μέσα της. «Πώς τα πάει, άραγε, η Δέσποινα; Ξαναμίλησαν;», αναρωτήθηκε κι ένιωσε την ανάγκη να την ξαναδεί, να της μιλήσει και ίσως να μάθαινε κάτι περισσότερο για τη συνέχεια της υπόθεσης με τον Νίκο, αν υπήρχε συνέχεια.

Χωρίς δεύτερη σκέψη πήρε το δρομάκι, που θα την έβγαζε πιο γρήγορα στο σπίτι της Δέσποινας. Σε λίγο χτυπούσε το κουδούνι της εξώπορτας. Σε δευτερόλεπτα, η Δέσποινα είχε πεταχτεί έξω και σε μισό ακόμα δευτερόλεπτο την είχε βάλει σπρώχνοντας μέσα στο σπίτι, κοιτάζοντας τρομαγμένη προς το δρόμο. Κάτι φοβόταν, ήταν ολοφάνερο.

«Τι έχεις; Έγινε κάτι κακό;», ανησύχησε η Ηρώ.

«Πού να στα λέω!», την έσπρωξε στον καναπέ και ˝κόλλησε˝ δίπλα της, σε απόσταση αναπνοής.

«Τι έγινε; Ξαναμιλήσατε;», αγωνιούσε η Ηρώ να μάθει νέα του.

«Τον είχα βάλει σε αναμονή… καταλαβαίνεις, ε; Είχε γίνει πιεστικός», ψιθύρισε η Δέσποινα, κοιτάζοντας κλεφτά προς τα μέσα δωμάτια του σπιτιού της…

«Είναι η ˝μέγαιρα˝ δίπλα», έδειξε με το κεφάλι προς την κουζίνα και συνέχισε…

«Αναγκάστηκα να του πω ότι θα λείψω για μερικές μέρες, ότι θα μείνω σε συγγενείς μου, που με χρειάζονται για κάποιες δουλειές τους. Έτσι, έχω τη δικαιολογία να μην τηλεφωνιόμαστε. Δε μπορείς να μιλάς άμα μένεις σε ξένο σπίτι! Δίκιο δεν έχω;».

«Ναι, αλλά είναι ψέματα αυτά που του λες. Γιατί το κάνεις; Θέλεις να τον βγάλεις από τη ζωή σου;».

«Όχι, κορίτσι μου, τι λες; Αστειεύεσαι; Τον κρατάω σε μία απόσταση, γιατί άρχισε να με πιέζει πολύ! Του βάζω φρένο, κατάλαβες;», αποκρίθηκε η Δέσποινα και φάνηκε αρκετά ενοχλημένη.

«Και τώρα ησύχασες; Βοηθάει αυτή η απόσταση;», απορούσε η Ηρώ.

«Ε, αυτό πάω να σου πω. Θα σου το έλεγα σήμερα, για να το ξέρεις και να μην κάνουμε καμμιά γκάφα, αλλά με πρόλαβες», ανακάθισε η Δέσποινα και συνέχισε αρκετά ανταριασμένη.

«Που λες, άρχισε να περνοδιαβαίνει έξω από το σπίτι μου και μάλιστα να κοντοστέκεται μπροστά στην πόρτα. Χθες, να φανταστείς, πήγα να πεθάνω από την ταραχή μου!».

Σταμάτησε να μιλάει και κοίταξε κατάματα την Ηρώ, για να ζυγίσει την εντύπωση που της είχαν κάνει αυτά που άκουγε.

«Να πεθάνεις; Από τι;», τρόμαξε εκείνη.

«Παιδί μου, ο άνθρωπος, σου το λέω, δεν είναι στα καλά του! Στάθηκε μπροστά στην εξώπορτα. Εγώ, μαζί με ˝το πεθερικό˝, ήμουν στον κήπο και πότιζα. Στέκεται, που λες, και με ρωτάει: «Με συγχωρείτε! Ξέρετε, στη γειτονιά, κάποια οικογένεια Παπαδήμου;».

«Σου μίλησε;», δεν πίστευε στ’ αυτιά της η Ηρώ.

«Ναι, σου λέω! Έψαχνε, δήθεν, για κάποιον… τρέχα γύρευε. Δικαιολογία, ήταν ολοφάνερο. Το έκανε για να κοιτάξει μέσα στο σπίτι. Ρωτούσε και τα μάτια του… ένα γύρο… έψαχνε να δει… να σε δει, μάλλον».

«Τι μπλέξιμο! Κι εσύ τι έκανες;», κορυφώθηκε το ενδιαφέρον της Ηρώς.

«Κατάπια τη γλώσσα μου! Τι να έκανα; Κάτι ψευτοαπάντησα και του γύρισα την πλάτη. Θα με πέρασε και για βλαμμένη. Όταν ξανακοίταξα είχε φύγει. Κι από πάνω, άρεσε και στην πεθερά. “Ωραίο παλληκάρι! Τι ήθελε;”, τσίριζε όλη μέρα, γιατί… ξέρεις… δεν ακούει και καλά τελευταία, αλλά…το “ωραίο παλληκάρι” της γυάλισε! Μη χειρότερα!».

Ανακάθισε αγανακτισμένη και, σα να το θυμήθηκε ξαφνικά, πρόσθεσε:

«Γι’ αυτό σε τράβηξα γρήγορα-γρήγορα μέσα στο σπίτι. Αυτός θα περνοδιαβαίνει τώρα, για να βγάλει άκρη. Να μου το θυμάσαι, κάτι έχει ψυλλιαστεί. Ποιός ξέρει τί σκέφτεται να κάνει!”, συμπλήρωσε φανερά ανήσυχη.

«Καημένη μου! Φοβήθηκες πολύ, έτσι;», τη συμπόνεσε η Ηρώ και την αγκάλιασε.

Μόνο που δεν ξέσπασε σε λυγμούς, η τρομαγμένη Δέσποινα. Σχεδόν καταϋποχρεώθηκε. Βρέθηκε άνθρωπος να τη συμπονέσει; Έκρυψε το κεφάλι της στον κόρφο της μικρής κι έμεινε εκεί, κουρνιασμένη, για ώρα. Η σιωπή που ακολούθησε, βοήθησε και τις δύο να ηρεμήσουν. Καθάρισε το μυαλό τους κι έτσι βρήκαν μια λύση που θα τους έλυνε τα χέρια.

« Αυτή η λύση είναι καλή! Προς το παρόν», είπαν και οι δύο με ένα στόμα, λες κι έδιναν όρκο.

Συνεχίζεται…

14η συνέχεια <———

google news

Ακολουθήστε μας και στο Google news
Ακολουθήστε μας και στο Youtube

Υποστηρίξτε την προσπάθεια των συντελεστών της e-enimerosi.com Η οποία ενημερώνει για όλα τα θέματα του ελληνισμού αλλά και του κόσμου. Μια σελίδα φτιαγμένη με αγάπη από ανθρώπους οι οποίοι βρίσκονται σε διάφορα σημεία της Ευρώπης. Μιας ιστοσελίδα της διασποράς με έδρα την Γερμανία και το κρατίδιο της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας. Κάντε την δική σας δωρεά εδώ για να βοηθήσετε την προσπάθειά μας. Σας ευχαριστούμε θερμά!!!

Σχετικές αναρτήσεις

Η καλλονή…

e-enimerosi

NARKOTISIERTES MEER

e-enimerosi

Συμφωνία… Νο 5

e-enimerosi