Ένα μυθιστόρημα της Μαίρης Μάκρα
(14η συνέχεια )
“Έτσι χτυπάει την πόρτα το πεπρωμένο μας”-(Λούντβιχ βαν Μπετόβεν)
***
Σύνδεση με το προηγούμενο: Και τώρα τί κάνουμε; Ο Νίκος, εμπλεκόμενος στο φανταστικό σενάριο μιας αδίστακτης Δέσποινας και μιας αθώας Ηρώς, αρχίζει να υποψιάζεται, ότι κάτι συμβαίνει πίσω από την πλάτη του, που τον προβληματίζει και τον ανησυχεί . Με τί έχει μπλέξει; Ανάμεσα σ΄αυτά που αισθάνεται και σε όσα υποψιάζεται υπάρχει μία μεγάλη απόσταση. Θα γεφυρωθεί;
Προς το παρόν ας δούμε τί γίνεται στο τηλεφώνημα που ακολουθεί!
***
«Παρακαλώ!», απάντησε ψιθυριστά η Ηρώ, σκύβοντας πάνω από το ακουστικό.
«Πες μου γρήγορα-γρήγορα, ποιοί και πόσοι πέρασαν από κοντά μας, στο δάσος ;», ρώτησε γρήγορα ο Νίκος
Η φωνή του ήταν κοφτή και άχρωμη. Η Ηρώ όμως απάντησε με ψυχραιμία.
«Δεν ήταν και πολλοί. Ένας βοσκός, ολομόναχος και τόσο βαριεστημένος, ο κακομοίρης. Δεν τον πρόσεξες;».
Έπαιζε λίγο μαζί του και πολύ της άρεσε.
«Τι βοσκούσε; Γίδια ή πρόβατα;», συνέχιζε την ανάκριση εκείνος.
«Προβατάκια, προβατάκια! Χωρίς αρνάκια… ολομόναχα!».
Αυτό το “κρυφτούλι” μέσα από τις λέξεις την διασκέδαζε αφάνταστα, τώρα που είχε περάσει ο κίνδυνος. Γι’ αυτό και συνέχισε η ίδια τις ερωτήσεις, παίζοντας τον “ανακριτή”.
«Για πες μου όμως εσύ, πέρασε κανένας άλλος από τον χωματόδρομο ή μόνο ο βοσκός μας έκανε παρέα;».
«Κοροϊδεύεις, έτσι; Καλάάά! Θα τα πούμε εμείς οι δύο από κοντά, αλλά… μια και το ανέφερες, ποιός πέρασε από τον χωματόδρομο την ώρα που με φιλούσες με τόσο πάθος και τόσο γλυκά;;».
Έπαιζε μαζί της; Αστειευόταν; Συνέχιζαν οι υποψίες του; Όπως κι αν ήταν, τα κατάφερε να της κλονίσει λίγο την ψυχραιμία. Κι έτσι, όσο κι αν έκανε προσπάθεια να κρατήσει κάποια ισορροπία σε όσα έλεγε, της ξέφυγε και τον ρώτησε:
« Εγώ σε φιλούσα με πάθος; Και γλυκά; Πότε έγινε αυτό; Εσύ με φιλούσες και… »
“Κι εσύ”, τη διέκοψε, “απλώς το απολάμβανες…έτσι, μωρό μου; Για θυμήσου και μην πας να μου ξεγλιστρήσεις. ”
Εκεί ακριβώς, τα μάτια της Δέσποινας, που ήταν σχεδόν κολλημένη πάνω της για να μην της ξεφύγει ούτε λέξη, πέταξαν σπίθες. Μα, τί λέμε τώρα; Μόνο σπίθες; Κεραυνούς θα εκτόξευε, αν μπορούσε! Κι αυτό ήταν που ανάγκασε την Ηρώ να παραμερίσει αυτά που ένιωθε και να συγκεντρωθεί στην κουβέντα τους με απλή λογική, για να έχει αποκλειστικά τον έλεγχο της κατάστασης. Έπρεπε να μετράει, όχι μόνο αυτά που έλεγε στον Νίκο, αλλά και αυτά που έπρεπε ή δεν έπρεπε ν’ ακούει η Δέσποινα.
«Α, λες για εκείνο το γρήγορο φιλί που σου έδωσα στο μάγουλο;», συνέχισε προσπαθώντας να θολώσει τα νερά, αλλά τα λόγια της βγήκαν από το στόμα της με τόσο νάζι που και η ίδια ξαφνιάστηκε. Ήταν αυτή, η Ηρώ; Μήπως μεταλλάχτηκε σε «Στέλλα-Δέσποινα» και άντε τώρα να βγάλεις άκρη ποια από τις δύο μιλάει κάθε φορά;
«Λες να έχω γίνει “ Δέσποινα”;», αναρωτήθηκε μέσα της και ντράπηκε λίγο. Ήταν σαν να την έπιαναν να κλέβει το γλυκό από το απαγορευμένο βάζο της μαμάς.
Ο Νίκος γελούσε κι ακουγόταν πολύ χαρούμενος πια.
«Ναι, μιλάω για εκείνα τα φιλιά, τα δικά σου φιλιά, που έχουν αφήσει σφραγίδα στα χείλη μου. Πότε λες να μου τα χαρίσεις πάλι;».
Αυτό ήταν και το έβλεπε καθαρά. Εκείνος δε θα σταματούσε πια να ζητάει επίμονα κι άλλες συναντήσεις. Και με το δίκιο του. Ήταν το φυσικό επακόλουθο για κάθε λογικό άνθρωπο και όχι μόνο για τη δική του γνώμη.
Τώρα…το πώς θα συνέχιζε η ίδια και τί ρόλο θα έπαιρνε πια σ΄ αυτή την ιστορία, δεν το ήξερε, αλλά και δεν ήθελε να το σκέφτεται αυτή τη στιγμή. Στο βάθος, το φοβόταν πολύ. Έπρεπε τώρα, με κάθε τρόπο, να σταματήσει την κουβέντα τους γιατί θα την έφερνε σε δύσκολη θέση. Βρήκε μια δικαιολογία, πως τάχα κάποιος μπαίνει στο δωμάτιο απ΄ όπου μιλούσε κι έκλεισε βιαστικά το τηλέφωνο.
Τουλάχιστον γι’ απόψε, ας μην το ξανασκεφτόταν! Έλα, όμως, που και η Δέσποινα ήταν εκεί, κοντά και σε απόσταση ανάσας! Μια Δέσποινα, που αδιαφορούσε παντελώς για τους φόβους, τις αγωνίες και τα αδιέξοδα της Ηρώς! Το μόνο που την ενδιέφερε, ήταν αυτό που είχε ακούσει: ο Νίκος τη φίλησε! Φίλησε την Ηρώ ο Νίκος, ο δικός της ο Νίκος; Το αίμα ανέβηκε στο κεφάλι της!
« Τί έκανε, λέει; Τον φίλησες; Δηλαδή, φιληθήκατε;”
Τα μάγουλά της είχαν ανάψει φωτιά. Έκαιγε ολόκληρη.
«Άντε, καλέ! Φιληθήκαμε, σου λέει εκείνος! Ένα φιλί στο μάγουλο μου έδωσε κι εγώ άλλο ένα˙ για να μην υποψιαστεί… καταλαβαίνεις τώρα…».
Παραμέριζε το θέμα η Ηρώ, δήθεν αδιάφορα. Η αλήθεια όμως ήταν, πως δεν ήθελε να μοιραστεί μαζί της ούτε το παραμικρό από όσα έζησε. Αυτά που ένιωσε μέσα στην αγκαλιά του, ήταν μόνο δικά της και κανενός άλλου!
Η Δέσποινα, όμως, δεν κρατιόταν πια και ξαναρώτησε ξαναμμένη:
“ Σε φίλησε; Πως ήταν; Πες μου, πώς ήταν;Έλα, σου λέω, πες μου πώς είναι τα φιλιά του, γιατί…πάει να πει…ότι τα έδινε σ΄ εμένα! Έτσι δεν είναι;”
Τα μάτια της έβγαζαν φωτιά και η Ηρώ τρόμαξε σαν να ΄βλεπε αναμαλλιασμένο ξωτικό μέσα στη νύχτα!
Σταυροκοπήθηκε στα κρυφά και προσπάθησε να την καλμάρει μεν, αλλά να σωθεί και η ίδια από τα νύχια της !
«Κοίτα», της είπε μαλακά και όσο μπορούσε πιο ήρεμα, «αν μιλήσετε πάλι στο τηλέφωνο και αρχίσει να σου λέει κάτι για φιλιά και τέτοια, μην το συνεχίζεις. Θα πάει να σε ψαρέψει, γιατί κάτι υποψιάζεται».
Η Δέσποινα ταράχτηκε τόσο πολύ, που και τα φιλιά που, κατά την ακλόνητη γνώμη της, “ανήκαν σ΄ εκείνη”, έσβησαν από το μυαλό της.
«Υποψιάζεται; Τι μπορεί να υποψιάζεται; Ότι δεν είμαι αρραβωνιασμένη;», ρώτησε τρομαγμένη.
«Κάτι πολύ περισσότερο˙ ότι τηλεφωνιέται με άλλη και συναντιέται με άλλη. Κατάλαβες; Δεν είναι χαζός ο άνθρωπος! Υποψιάζεται ότι του παίζεις άσχημο παιχνίδι».
Τα είπε- και ήταν η αλήθεια, εδώ που τα λέμε-και…
αχ, πόσο χάρηκε, που είδε τη Δέσποινα να παραπατάει από τον φόβο της!
Μήπως φανερωθούν όλα και τη διώξει ο Αργύρης; Μήπως χάσει τον ονειρεμένο της έρωτα με τον Νίκο; Μήπως χάσει και τους δύο μαζί;
«Πού να ξέρεις τι γίνεται μέσα στο σγουρόμαλλο κεφάλι της! Έτσι κι αλλιώς δεν έχει μυαλό˙ τώρα θα βάλει, που είναι και ερωτευμένη;» σκέφτηκε η Ηρώ με μεγάλη χαιρεκακία˙ τόση που της ήρθε, μα την αλήθεια, να την καθίσει απέναντί της και να της πει κι άλλα, κι άλλα… μέχρι να τη δει να βάζει τα κλάματα. Ακούς εκεί! Και ο Αργύρης στεφανωμένος και ο Νίκος δεμένος μαζί της! Και τα εκατομμύρια εξασφαλισμένα και ο έρωτας μονοπώλιο της καλομαθημένης Δεσποινούλας μας!
«Καλέ μου Θεέ, πού πουλάνε την τύχη, ν’ αγοράσουμε κι εμείς καμιά στάλα!», αγανάκτησε μέσα της και της ήρθε να ξεμαλλιάσει τη Δέσποινα.
«Άντε τώρα και βγάλ’ τα πέρα, έτσι όπως τα κατάφερες, Δέσποινα!», την αγριοκοίταξε, με σκοπό να της χαλάσει όλη τη γλύκα που θα έπαιρνε όταν θα του ξαναμιλούσε στο τηλέφωνο. Γιατί αυτό, ήταν βέβαιο˙ μόλις νύχτωνε για τα καλά, εκείνη ήταν που θα του ξαναμιλούσε, η «Στέλλα-Δέσποινα»!
«Αλήθεια… δε μου είπες, γιατί κρυφτήκατε πίσω από τα δέντρα;», της επιτέθηκε πάλι η Δέσποινα με θυμό.
«Για να μη μας βλέπει ο κόσμος!», της απάντησε ξερά.
«Ποιός κόσμος; Είδες εσύ κανέναν σ’ αυτή την ερημιά;», συνέχιζε προκλητικά η άλλη και τα μάτια της αγρίεψαν πάλι.
«Όχι, αλλά δε μπορούσα να κάνω αλλιώς. Με τράβηξε μακριά από τον δρόμο “για να μη με εκθέσει σε κανένα μάτι…”…όπως του λες εσύ εδώ και έναν ολόκληρο χρόνο, για να δικαιολογηθείς που τον αποφεύγεις κι έτσι έκανε. Τι να έλεγα εγώ;».
«Ότι δε φοβάσαι τον κόσμο. Αυτό να του έλεγες».
«Εσύ, όμως, του έχεις εξομολογηθεί, ότι φοβάσαι τόσο πολύ και τον πατέρα σου και όσους μπορούν να σε δουν μαζί του, μέσα στα πεύκα και να το πουν στον πατέρα σου και στον “αρραβωνιαστικό”, που δεν έχεις. Σαν Ηρώ θα του μιλούσα ή σαν Στέλλα;».
Την προκαλούσε να βάλει το μυαλό της, έστω για μία φορά, να σκεφτεί και πολύ ευχαριστιόταν που την έβλεπε να έχει σαστίσει.
Η Δέσποινα είπε να της δώσει μία κλωτσιά και να τη γονατίσει-«την ξανθόψειρα », σκέφτηκε- αλλά… ανάθεμα που την είχε ανάγκη. Γι’ αυτό και άλλαξε λίγο το ύφος της .
«Λογικό μου ακούγεται», παραδέχτηκε αναγκαστικά και – παραδίνοντας τα όπλα- προσπάθησε να χαμογελάσει.
Συνεχίζεται…
13η συνέχεια <———