Λογοτεχνία

Συμφωνία… Νο 5

Ένα μυθιστόρημα της Μαίρης Μάκρα

(19η συνέχεια)

” Έτσι χτυπάει την πόρτα το πεπρωμένο μας”-(Λούντβιχ βαν Μπετόβεν)

***

(Σύνδεση με το προηγούμενο: Ένα λάθος βλέμμα, μια λάθος λέξη, και το ψέμα καταρρέει με πάταγο!
Μια απρόβλεπτη συνάντηση, ένα όνομα “φωνάζει” την αλήθεια στο κέντρο της πόλης.)

Η Ηρώ δεν μπορεί πια να κρυφτεί. Αλλά και η Δέσποινα, πώς βρέθηκε στην κόλαση με ένα μόνο τηλεφώνημα;

Μπες τώρα στο επόμενο επεισόδιο- «Συμφωνίας Νο-5»- και ζήσε το δράμα, την ένταση και την έκρηξη συναισθημάτων που θα ταράξει τα πάντα!

***

Επιτέλους τα κατάφερε! Βγήκε από το σπίτι σχεδόν τρέχοντας. Στη σωστή ώρα μπήκε στο λεωφορείο, με τρελό καρδιοχτύπι. Κάθισε στη θέση της κοιτάζοντας ολόγυρα, μήπως και τον δει. Το πώς έφθασε στο γειτονικό προάστιο, πώς μπήκε στο καθαριστήριο και το πώς βρέθηκε στον δρόμο με τα φρεσκοσιδερωμένα ρούχα, καλά διπλωμένα στο χέρι, δεν το κατάλαβε. Ευτυχώς, τα ρούχα ήταν λίγα και τυλιγμένα καλά σε μεγάλο χαρτί, αλλιώς θα της έπεφταν από τα χέρια, έτσι όπως έτρεμε ολόκληρη.

«Είσαι καλά;», είχε ανησυχήσει η κοπέλα του καθαριστηρίου, βλέποντας την ταραχή της.

«Καλά, καλά!», είχε απαντήσει μηχανικά, προσπαθώντας να βγει από την πόρτα.

Και μετά… βρέθηκε μπροστά του! Δηλαδή, όχι ακριβώς μπροστά του. Στο απέναντι πεζοδρόμιο στεκόταν όρθιος, αλλά κοίταζε προς το μέρος της και φυσικά, τίποτε άλλο δε χώραγε πια στα μάτια της. Όλος ο κόσμος ήταν εκείνος και μόνο εκείνος. Προχώρησε κοιτάζοντάς τον κι ενώ είχε φθάσει πολύ κοντά του, ακούστηκε εκείνη η φωνή! Σαν πυροβολισμός πάνω σε τζαμαρία! Την ξεκούφανε! Θρύψαλα έγινε ο κόσμος γύρω της!

«Ηρώώώ!Ηρώώώ! Καλέ, πώς βρέθηκες εδώ;”

Απανωτά γέλια, κοριτσίστικες φωνές και ξανά…

”Κορίτσια, κοιτάξτε ποιά είναι εδώ! Η Ηρώ! Η Ηρώ, καλέ, από την περσινή Ογδόη! ».

Κι από πάνω…” Καλό και τούτο! Πώς βρέθηκες εδώ, Ηρώ;”

Κοκάλωσε στη θέση της! Κοίταξε γύρω της σαν χαμένη. Τα κορίτσια που την αγκάλιαζαν, φώναζαν μέσα στ’ αυτιά της, γελούσαν και χοροπηδούσαν από χαρά, κάνοντας κύκλο γύρω της ναι… ήταν όλα γνωστά της. Μία Τάξη τις χώριζε στο Γυμνάσιο Θηλέων, την περασμένη σχολική χρονιά. “Ογδόη Τάξη” ήταν η Ηρώ. “Εβδόμη Τάξη” εκείνες.

Και τώρα, μία σχολική χρονιά μετά, ήταν ολόκληρη η “ Τάξη” εδώ, καταμεσής στην κεντρική πλατεία και έδειχναν όλες μία χαρά, μα τόση χαρά που την συναντούσαν χωρίς να το περιμένουν!

«Πού… πότε..πώς βρεθήκατε εδώ;», κατάφερε να αρθρώσει, σχεδόν με τρόμο, ενώ το σάλιο είχε στεγνώσει στο στόμα της.

Ευτυχώς, όμως, άλλη εξήγηση έδωσαν στον τρόμο της οι μαθήτριες.

«Τα έχασες που μας είδες; Κοιτάξτε, κορίτσια, έχασε τη μιλιά της. Καλά, απίστευτο! Τόσο πολύ χάρηκες που μας είδες;»

Καταχαρούμενες, μιλούσαν όλες μαζί και της έδιναν μαζεμένες τις πληροφορίες για την εκδρομή, με το τέλος της σχολικής χρονιάς… για το πούλμαν που τις περίμενε στην άκρη του δρόμου… για τους καθηγητές που τις συνόδευαν, για άλλα τόσα και τόσα πολλά , που με δυσκολία τα παρακολουθούσε η Ηρώ. Το κεφάλι της βούιζε, τα μάτια της έβλεπαν θαμπά και για πρώτη φορά ευχήθηκε να πραγματοποιηθεί εκείνη η ευχή: «Ν’ ανοίξει η γη, να με καταπιεί!». Αχ, να γινόταν στ’ αλήθεια! Εδώ και τώρα!

Σαν μέσα από ομίχλη είδε το Γυμνάσιο Θηλέων ν’ απομακρύνεται. Μία σφυρίχτρα, από το απέναντι πεζοδρόμιο, έδωσε το σύνθημα και οι σκόρπιες μαθήτριες συγκεντρώθηκαν μέσα στο πούλμαν, ενώ την αποχαιρετούσαν κουνώντας το χέρι από τα παράθυρα του πούλμαν και στέλνοντας της φιλιά στον αέρα.

Σαν ξέπνοη, σαν κεραυνοβολημένη και άφωνη στεκόταν ακόμα στην άκρη του δρόμου. Με χαμηλωμένο κεφάλι, δεν τολμούσε να κοιτάξει προς το μέρος του. Αχ, και να ήταν κουφός! Να μην είχε ακούσει ότι τη φώναξαν «Ηρώ»! Μακάρι να γίνονταν όλ’ αυτά μέσα σε κάποιο όνειρο ή εκείνος να ήταν ψεύτικος και τώρα να διαλυθεί! Μακάρι να γινόταν καπνός η ίδια…

Τον ένιωσε να την πλησιάζει, αλλά δεν τον κοίταζε. Ερχόταν αργά προς το μέρος της και η καρδιά της έτρεμε.

«Λοιπόν… Ηρώ!».

Η αγαπημένη φωνή του! Κι εκείνη ξέπνοη, να έχει βουβαθεί!

Κι εκεί που πίστευε, ότι όλα κατέρρευσαν, ο Νίκος πήρε την παγωμένη παλάμη της και την ακούμπησε πάνω στο στήθος του.

«Γιατί, Θεέ μου, μου το κάνει αυτό; Γιατί δε με διώχνει από κοντά του;», απελπισμένα ζητούσε βοήθεια, κι ας ήταν σκληρή˙ θα την άντεχε.

«Λοιπόν, Ηρώ! Ποιά πραγματικά είσαι;».

Όταν σε ˝καταπίνει˝ ο χρόνος, είναι σα να μην έγινε τίποτε, σα να μην ήσουν εκεί, όταν διαδραματίστηκαν τα συμβάντα. Έτσι δεν είναι; Ε, μάλλον, έζησε κι αυτό το περίεργο φαινόμενο. Αλλιώς, πώς να εξηγηθεί το γεγονός, ότι βρέθηκε πάλι στο πίσω δρομάκι, με τα πολλά δέντρα, αλλά δε θυμόταν πώς έφθασε ως εκεί;

Ο Νίκος στήριζε την πλάτη του στον χοντρό κορμό ενός δέντρου και την έκλεινε ολόκληρη στην αγκαλιά του τόσο ζεστά! Πέρασε λίγη ώρα μέχρι να συνειδητοποιήσει, ότι ακουμπούσε το κεφάλι της πάνω στο στήθος του κι εκείνος τη ˝νανούριζε˝ μέσα στην αγκαλιά του σιγά-σιγά, δεξιά-αριστερά, λες και ήταν μωρό και προσπαθούσε να την ηρεμήσει.

Πράγματι, τα κατάφερε. Σε λίγο η Ηρώ ήταν πάλι εδώ, μαζί του. Κι αφού την είδε να του χαμογελά, μπορούσε να της μιλήσει.

«Ηρώ σε λένε, τελικά;», τη ρώτησε μαλακά.

Κούνησε μόνο το κεφάλι της καταφατικά.

«Και γιατί μου έδωσες άλλο όνομα;».

«Γιατί…» δίστασε, «… γιατί κρυβόμουν από όλους, αλλά και από μένα! Ζούσα μαζί σου κάτι υπέροχο, σχεδόν σαν όνειρο, αλλά απαγορευμένο. Φαίνεται πως προσπάθησα να γίνω μία άλλη. Δεν ξέρω τι άλλο να πω!».

Μιλούσε μα απορούσε και η ίδια, που στα λόγια της δεν υπήρχε ούτε ίχνος από ψέμα. Αυτό δεν ήταν η αλήθεια της;

«Και τώρα; Ποιό όνομα θα κρατήσεις;», τη ρώτησε πολύ τρυφερά.

Αστειευόταν; Μιλούσε σοβαρά; Δεν μπορούσε να διακρίνει. Τον κοίταξε. Τα μάτια του, τόσο καθαρά, της χαμογελούσαν. Τα χείλη του, που τα ήξερε τόσο καλά, ήταν πολύ κοντά της. Τα χέρια του ζέσταιναν το κορμί της και, χωρίς να το πολυσκεφτεί, απάντησε.

«Για την ώρα θα κρατήσω το όνομα “Στέλλα”… για λίγο ακόμα, αν γίνεται, μια και έτσι σε γνώρισα».

«Και με την Ηρώ, τι θα κάνουμε;», αστειεύτηκε σφίγγοντάς την πάνω του, πιο δυνατά.

«Η Ηρώ, όταν ξυπνήσει, θα μας πει τι θέλει. Προς το παρόν…».

«Σσσσούτ! Να μην ξυπνήσει απότομα! Θα τρομάξει!», τη διέκοψε, για να συνεχίσει μ’ εκείνο που ήταν κατάδικό τους και το ήθελαν τόσο πολύ: Τα φιλιά τους!

«Δεν ξέρω πώς το κάνεις και πώς το λένε αυτό που έχεις, αλλά χορταίνω και μόνο από τα φιλιά σου. Μάγισσα είσαι;».

Τα μάτια του έλαμπαν από καινούρια ζωή. Το ίδιο και η Ηρώ, που έμοιαζε να μην πατάει στη γη, όσο γύριζε στο σπίτι.

***

Είχε πάρει πάλι το λεωφορείο της γραμμής, εντελώς μηχανικά, μια και όλο της το κορμί ˝ζούσε˝ ακόμα κοντά του. Έκλεινε τα μάτια της κι ένιωθε την αγκαλιά του, ενώ εκείνος θα ήταν κιόλας στο γραφείο του, στη βάση του.

Πόση ώρα πέρασε από τη στιγμή που αποχαιρετίστηκαν; Δεν ήξερε και δεν την ένοιαζε. Μισή ώρα… μπορεί και ένας αιώνας. Πού να βρεις άκρη, όταν ταξιδεύεις μέσα στα σύννεφα;

***

Μ’ αυτά και με τις προετοιμασίες για την υποδοχή του καπετάνιου, ο χρόνος έχασε κάθε υπόσταση σ’ αυτό το σπίτι των βορείων προαστίων. Έτρεχε σαν το νερό στο μεγάλο ποτάμι ή βάλτωνε, ανάλογα με τα κέφια της θείας-Μαρίας, της Ηρώς και της Δέσποινας. Η κάθε μία είχε το τέμπο της. Μέχρι που ο χρόνος ζαλίστηκε και δεν ήξερε ποιά να σιγοντάρει. Με αποτέλεσμα, η Δέσποινα να ξεχάσει τα όσα είχαν συμφωνηθεί και να ζητάει αφορμή για να του μιλήσει αυτοπροσώπως και δίχως διαμεσολαβητές.

Η Ηρώ, να ζει με την ˝παρουσία˝ του γύρω της την κάθε στιγμή κι έτσι να παραλείψει να του τηλεφωνήσει, έστω στα κλεφτά.

Μόνο η Θεία-Μαρία κρατούσε σταθερά το πρόγραμμά της. Έπλυνε για δέκατη φορά τα τζάμια, για εικοστή φορά γυάλισε τα ασημικά και με μία μονοκονδυλιά έσβησε από το ημερολόγιο τρεις μαζεμένες μέρες, αντί για μία. Τρομοκρατημένη λογάριασε ότι ˝αύριο˝, κατά την ημερομηνία στο τηλεγράφημα, καταφθάνει η κορώνα της κεφαλής της˙ ο καπετάνιος της! Δίχως ανάσα πήρε τηλέφωνο την κομμώτριά της κι έκλεισε ραντεβού. «Κακό που με βρήκε! Πώς θα προλάβω!», μονολογούσε κι έτρεχε από δωμάτιο σε δωμάτιο… για να προλάβει.

Έτσι, τα πράγματα μπερδεύτηκαν τόσο πολύ, που ανάγκασαν το Νίκο να περνοδιαβαίνει μπροστά από το σπίτι της ˝Στέλλας-Δέσποινας˝, για να δει τι συμβαίνει και κόπηκε η επικοινωνία τους. Η Δέσποινα, φυσικά και τον είδε. Εκείνος, όμως, την κοίταξε αδιάφορα και ξαναπέρασε άλλες κάνα-δυο βόλτες, ψάχνοντας με το βλέμμα του όλο τον κήπο.

Το ίδιο βράδυ, εκείνη η καημένη- η Δέσποινα, λέμε- πήγε να περισώσει την κατάσταση. Δεν ήξερε ακριβώς ποιά, αλλά σίγουρα θα βοηθούσε η παρουσία της την υπόθεση! Έτσι πίστεψε και με λαχτάρα σχημάτισε στο καντράν του τηλεφώνου το αγαπημένο της νούμερο.

«Ψυχή μου!», η φωνή της έλιωσε τα σύρματα του ΟΤΕ.

«Μωρό μου! Αγάπη μου! Μου έλειψες τόσο πολύ!», απάντησε εκείνος και βιαστικά συμπλήρωσε: «Σήμερα πέρασα από το σπίτι σου. Στον κήπο ήταν εκείνη η χοντρή, ασχημούλα θα έλεγα… θεία σου είναι; Την έχω ξαναδεί».

Ο ουρανός αν έπεφτε στη γη, δε θα κατάφερνε την καταστροφή που έγινε εκείνο το βράδυ στη βίλα του Αργύρη. Δεν περιγράφεται το γκρέμισμα της Δέσποινας στον Άδη. Με τι λόγια να προσπαθήσει κανείς;

Κατέβασε το ακουστικό ψελλίζοντας, «κλείσε, κλείσε! Κάποιος ήρθε!», και βουβή κουλουριάστηκε στον καναπέ. Ξημέρωσε και ήταν ακόμα εκεί, στην ίδια θέση. Αν φώναζε, θα μπορούσαμε να καταλάβουμε κάτι απ’ όσα ένιωσε εκείνη τη νύχτα. Τώρα, όμως, που ήταν αμίλητη; Τι να πούμε; Μόνο τα μάτια της φάνταζαν πιο μαύρα και πιο σκοτεινά. Το πρόσωπό της κατακίτρινο˙ τόσο που η πεθερά της –φαντάσου- τρόμαξε μόλις την αντίκρισε σ’ αυτήν την κατάσταση κι αμέσως τηλεφώνησε στο γιό της.

«Τρέξε, κάτι κακό συμβαίνει στη γυναίκα σου. Σαν πεθαμένη είναι!».

Ο Αργύρης… κοίτα να δεις!… κινητοποιήθηκε. Δεν αμφισβήτησε το γεγονός, ότι η Δέσποινα δεν ήταν καλά! Είχε όμως κάτι δουλειές, που θα πήγαιναν πίσω, αν στα καμώματα της μάνας του προσθέτονταν τώρα καινούρια. Αυτός, όμως, είχε μάθει πολύ καλά πώς να ξεφορτώνεται τα περιττά βάρη. Τηλεφώνησε αμέσως στη μαμά-Χαρίκλεια και φορτώνοντας τη φωνή του με μια δήθεν αβάσταχτη αγωνία, ζήτησε τη βοήθειά της.

«Τρέξεε! Δεν είναι καλά η Δέσποινα!».

Εκείνη με τη σειρά της τηλεφώνησε στο ˝στεφάνι˝ της.

«Τρέξε, άντρα μου, το παιδί μας!».

***

Συνεχίζεται…

18η συνέχεια <———

google news

Ακολουθήστε μας και στο Google news
Ακολουθήστε μας και στο Youtube

Υποστηρίξτε την προσπάθεια των συντελεστών της e-enimerosi.com Η οποία ενημερώνει για όλα τα θέματα του ελληνισμού αλλά και του κόσμου. Μια σελίδα φτιαγμένη με αγάπη από ανθρώπους οι οποίοι βρίσκονται σε διάφορα σημεία της Ευρώπης. Μιας ιστοσελίδα της διασποράς με έδρα την Γερμανία και το κρατίδιο της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας. Κάντε την δική σας δωρεά εδώ για να βοηθήσετε την προσπάθειά μας. Σας ευχαριστούμε θερμά!!!

Σχετικές αναρτήσεις

Συγνώμη

e-enimerosi

Kamerad, ich heiße Themistoklis Katsaounis!

e-enimerosi

Συμφωνία… Νο 5

e-enimerosi