Ένα μυθιστόρημα της Μαίρης Μάκρα
(18η συνέχεια)
” Έτσι χτυπάει την πόρτα το πεπρωμένο μας”-(Λούντβιχ βαν Μπετόβεν)
***
Σύνδεση με το προηγούμενο: Πρωταγωνίστρια ή κασκαντέρ;
Όταν ο έρωτας ανεβαίνει στη σκηνή, ποια θα μείνει στο προσκήνιο και ποια θα φύγει πληγωμένη από τα παρασκήνια; Η Ηρώ δεν διεκδικεί, μόνο αντικαθιστά. Η Δέσποινα προειδοποιεί, γεμάτη ζήλια και φόβο.
Και ο Νίκος; Αγνοεί πως η καρδιά του παίζεται… με διπλό ρόλο.
Ένας καυτός καφές, μια ξεγυμνωμένη αλήθεια, κι ένα κορίτσι που νιώθει πως απλώς “ντουμπλάρει” τον έρωτα άλλης.
«Πώς είναι η θεία σου;», ενδιαφέρθηκε ο φούρναρης, αφού είχαν τακτοποιήσει την εκκρεμότητα.
«Σε… ετοιμότητα!», βρήκε τη λέξη που ήθελε για ν’ αποφύγει τις πολλές πληροφορίες.
«Ε, καλά! Ο άνδρας της έρχεται! Πώς να μην είναι ευτυχισμένη!», εξήγησε εκείνος, όπως του ταίριαζε, τη λέξη ˝ετοιμότητα˝.
«Σωστά, σωστά!», συμφώνησε μηχανικά η Ηρώ, ενώ στη σκέψη της είχε τον Νίκο.
«Μακάρι να τον είχα κάθε μέρα κοντά μου! Δε θα τον ήθελα ναυτικό!». Απορούσε, πώς άντεχε η θεία-Μαρία αυτή την απόσταση με τον άνδρα της! Απορούσε! «Τέλος πάντων, η κάθε γυναίκα με τον τρόπο της και με τις ανάγκες της. Δεν είναι εύκολο να πεις τι είναι το σωστό και τι το λάθος», κατέληξε με τις σκέψεις της κι επειδή ήταν σε καλή διάθεση, αποφάσισε να περάσει για λίγο κι από τη Δέσποινα. «Ας της δώσω και λίγη αναφορά!», είπε μέσα της, μια και το παιχνίδι με το Νίκο συνεχιζόταν. Για τη Δέσποινα, δηλαδή, αφού για την Ηρώ, είχε σταματήσει πια να είναι παιχνίδι.
Τη βρήκε ν’ αλλάζει κουρτίνες στο σαλόνι.
«Για δεύτερη φορά μέσα σ΄ένα μήνα;», απόρησε η Ηρώ, που είχε δώσει τη γνώμη της και στην πρώτη αλλαγή για τις κουρτίνες του σαλονιού, λίγες μέρες πριν.
«Τι να κάνουμε; Οι κουρτίνες μας έμειναν για να χαιρόμαστε. Άλλες είναι οι τυχερές!», πέταξε τη ζήλεια της η Δέσποινα˙ μια ζήλεια που έβγαζε φωτιές. Αν έχυνες βενζίνη ολόγυρα, θ’ άναβε πυρκαγιά.
«Να μείνω για καφέ ή θα με τορπιλίσεις;», προσπάθησε να αστειευτεί η Ηρώ κι επειδή δεν πήρε απάντηση, ξαναρώτησε: «να φύγω καλύτερα;».
Σιγά μην την άφηνε να φύγει η Δέσποινα, χωρίς να μάθει με κάθε λεπτομέρεια τα νεότερα.
«Ας όψεται η ανάγκη!», μουρμούρισε μέσα από τα δόντια της και κατάπιε τη ζήλεια της.
Σε λίγο, κι ενώ ακουμπούσε στο τραπεζάκι τους αχνιστούς καφέδες, ξεστόμισε αυτό που είχε μέσα της και τη βασάνιζε.
«Η σχέση με το Νίκο είναι δική μου. Μην τα μπλέξεις τα πράγματα! Εξυπηρέτηση κάνεις και… δε λέω, σ’ ευχαριστώ… όμως, έχε το νου σου!».
Η Ηρώ κόντεψε να πνιγεί με την πρώτη γουλιά του καφέ, που ήταν και καυτός. «Αυτή θα με ζεματίσει!», σκέφτηκε από τη μία, ενώ από την άλλη, αναγνώριζε τον πόνο της.
«Δίκιο έχεις! Μην ανησυχείς! Δε θα μπλέξω τίποτε. Δικός σου ήταν και θα μείνει!», την καθησύχασε με μπόλικη πίκρα.
Ήταν βέβαιη, έτσι κι αλλιώς, ότι μόνο η ίδια θα λουζόταν τις συνέπειες και μόνο δικός της θα ήταν ο πόνος. Πόσο θα έμενε ακόμα κοντά στη θεία-Μαρία; Θα γύριζε στο πατρικό της σπίτι και όλα θα γίνονταν μία ανάμνηση. Γι’ αυτό συνέχισε, έστω με κόπο:
«Σ’ αυτή την ιστορία είμαι… πώς να το πω; Σε ντουμπλάρω στις δύσκολες σκηνές του έργου… όπως γίνεται στις ταινίες του κινηματογράφου. Δεν είμαι η πρωταγωνίστρια. Κασκαντέρ είμαι. Καταλαβαίνεις;».
Η Δέσποινα την κοίταξε με ορθάνοιχτα μάτια. Πόσο χάρηκε! Πόσο ξαλάφρωσε! Ουφ! Δεν κινδύνευε να της πάρει τον “αγαπημένο” της, αυτή η μικρή. Ανακουφίστηκε τόσο πολύ και ξύπνησε μέσα της μια τόσο μεγάλη συμπάθεια γι’ αυτό το καλό κορίτσι, που δεν ήξερε πώς να τη δείξει. Μα την αλήθεια… μέσα στην ψυχή της την είχε από τότε που την πρωτοαντίκρισε, την «αγαπημένη της Ηρώ», την «όμορφη ξανθούλα της». Αχ, πόσο είχε συγκινηθεί! Ρούφηξε τη μύτη της και γλυκά-γλυκά τη ρώτησε:
«Να σου φέρω κέικ; Χθες το βράδυ το έψησα!».
Δίχως να περιμένει απάντηση εξαφανίστηκε στην κουζίνα κι επέστρεψε με ολόκληρο το κέικ. Γεμάτη γενναιοδωρία το τοποθέτησε μπροστά στην Ηρώ. Μάλιστα, άλλαξε και το νερό με φρέσκο και δροσερό. Μετά κάθισε απέναντί της.
«Έλα, πες μου τα νέα», την καλόπιασε.
Η Ηρώ πρόθυμα την ενημέρωσε:
«Ο Νίκος είναι ερωτευμένος με τη “Στέλλα”. Της λέει γλυκόλογα, όταν τον παίρνει στο τηλέφωνο, αλλά δεν του μιλάει πολύ, για να μην υποψιαστεί. Περιμένει πότε θα επιστρέψει στο σπίτι της –η Στέλλα είπαμε- για να μιλάνε όσο θέλουν. Αυτά… τι άλλο να σου πω; Δεν έχει νόημα. Άλλωστε, ξέχασα να σου πω, η θεία-Μαρία έβαλε λουκέτο στο τηλέφωνο. Από πού να τον παίρνω τώρα;».
«Λουκέτο; Α, την αρχιτσιγκούνα!», αναπήδησε η Δέσποινα.
«Μην της πεις τίποτε. Θα μου θυμώσει», παρακάλεσε η Ηρώ.
Εκείνη την καθησύχασε κάνοντας διάφορα νεύματα με το χέρι και με το κεφάλι, σα να έλεγε «για κουτή με περνάς; Δεν λέγονται αυτά τα πράγματα!» και ήταν ολοφάνερο ότι δεν είχε όρεξη για άλλη κουβέντα.
***
«Έρωτα μου αγιάτρευτεεεε!», σιγοτραγουδούσε μετά από λίγο, ατενίζοντας τις κορυφές των πεύκων, μέσα από το ανοιχτό παράθυρο του σαλονιού της.
Η Ηρώ πάλι, δεν μπορούσε να εξηγήσει γιατί είχε αυτή την τρομερή ανακατωσούρα μέσα της, όταν βγήκε στον δρόμο. Με κόπο έφθασε στο σπίτι της θείας. Με διπλό κόπο ανέβηκε τα σκαλιά κι έπεσε ανάσκελα στον καναπέ του σαλονιού, προλαβαίνοντας τη λιποθυμία.
«Μακάρι να έκανα εμετό˙ θα ξαλάφρωνα απ’ αυτό το βάρος!», ψέλλισε και το ταβάνι άρχισε να γυρίζει πάνω από το κεφάλι της.
«Δεν είμ’ εγώ για τέτοια! Πώς έμπλεξα, καλέ μου Θεέ! Και πώς θα ξεμπλέξω;», σφυριά οι σκέψεις στα μηνίγγια της και μόλις που πρόλαβε η θεία-Μαρία να της βάλει μία λεκάνη κάτω από το πηγούνι της. Ο εμετός πράγματι την ξαλάφρωσε. Μόνο που το στόμα της ήταν πικρό, τόσο πικρό, λες και είχε καταπιεί δηλητήριο.
«Παιδί μου, παιδί μου! Σε φάγανε, καμάρι μου! Σε ματιάσανε οι χαμένοι! Πού πήγες; Ποιοί σε είδαν;», χτύπαγε τις παλάμες της με απελπισία η θεία.
Μόλις έμαθε για τον καφέ στης Δέσποινας, ανάσανε με ανακούφιση.
«Πες το ντε! Ο καφές της σε πείραξε. Τον κάνει βαρύ. Ουφ! Ανησύχησα!».
Έφυγε προς την κουζίνα βιαστικά κι επέστρεψε στο άψε-σβήσε, με ένα δισκίο Calmol στο χέρι κι ένα ποτήρι νερό.
«Πάρ’ το αμέσως! Θα σου κάνει καλό!».
Το ακούμπησε πάνω στο τραπεζάκι κι έφυγε προς το μπάνιο, με τη λεκάνη στα χέρια.
«Επιστρέφω αμέσως!», καθησύχασε την Ηρώ.
Εκείνη πήρε το Calmol κι ακροπατώντας το πέταξε από το ανοιχτό παράθυρο, έξω στον κήπο. Βιαστικά γύρισε στον καναπέ, ήπιε λίγο νερό και ξάπλωσε πάλι, κλείνοντας τα μάτια της.
«Το ήπιες;».
Η ερώτηση της θείας-Μαρίας ήταν αναμενόμενη, καθώς και η βεβαιότητά της, ότι έδωσε την πρέπουσα βοήθεια για την αδιαθεσία της Ηρώς. Πάνω απ’ όλα όμως, ήταν ικανοποιημένη για την υπακοή της ανεψιάς της. Της έδωσε το σωστό φάρμακο κι αμέσως το πήρε, το καλό της το κορίτσι! Τόσο πολύ εμπιστευόταν την εμπειρία της. Σιγά να μην της αρνιόταν να πάρει το θαυματουργό χαπάκι! Αφού και για τις χιονίστρες, Calmol έπαιρνε η θεία.
Για την ταχυπαλμία; Calmol! Για τη νύστα; Calmol! Για τους ερωτοχτυπημένους;
«Calmol, παιδί μου! Ανοίγει το μάτι μου όταν το παίρνω!», διαβεβαίωνε τους πάντες με πείσμα, που μόνο η θεία-Μαρία διέθετε.
Φαντάσου, ότι και το ίδιο το χαπάκι το κατάφερε, τελικά, να της θεραπεύει ό, τι εκείνη ήθελε.
«Έλεος!», αναφώνησε μια μέρα η Ηρώ, όταν την είδε να καταφθάνει καταχαρούμενη και να της χώνει στο στόμα το μικρό, στρογγυλό, κατάλευκο και μοναδικό χαπάκι.
«Μα, γιατί να πάρω πάλι Calmol…;», πρόλαβε να ρωτήσει.
«Γιατί γελάς πολύ και βγάζουν τα μάτια σου δάκρυα. Ολοφάνερο, ότι σε ματιάσανε πάλι, οι αχαΐρευτοι!».
Άντε να πεις όχι στο μοναδικό γιατρικό , τώρα! Το καταπίνεις και έχεις την ησυχία σου.
***
Από ’κει και πέρα, ο χρόνος είχε αρχίσει να γίνεται όγκος τεράστιος για την Ηρώ και να μην προχωράει με τίποτε σ’ αυτό το σπίτι. Όλα τα «σημαντικά», γι’ αυτήν είχαν μεταφερθεί στο «μεθαύριο». Όλα τα άλλα, θα μπορούσαν και να εξαφανιστούν από το χάρτη της ζωής της.
Ποιός ο λόγος, ας πούμε, να βγαίνουμε για ψώνια, να κάνουμε διάφορες δουλειές, να τρώμε ή να πίνουμε; Μπορούμε να κουκουλωθούμε με μία ζεστή κουβέρτα και να κοιμηθούμε… ως μεθαύριο!
«Το παιδί δεν είναι καλά!», πηγαινοερχόταν από δωμάτιο σε δωμάτιο η θεία-Μαρία κι έριχνε κλεφτές ματιές στην Ηρώ, που καμωνόταν την κοιμισμένη. Δεν είχε όρεξη για πολλές κουβέντες και μόνο το χυμό της έπινε, από φρέσκα φρούτα, για να μην ανησυχεί η θεία της, αλλά και γιατί της έκανε καλό στο στομάχι.
Η Μαρία ησύχαζε. Έπαιρνε το άδειο ποτήρι, με χαμόγελο ικανοποίησης, και σε μία ώρα ερχόταν με νέο φρέσκο χυμό. Όταν είδε το χρώμα να επανέρχεται στα μάγουλα της ανεψιάς της, καταχάρηκε.
«Σε καλό σου βγήκε το μάτιασμα!», της χαμογέλασε.
«Ω, ναι! Έκανα και αποτοξίνωση με τόσους χυμούς! Σίγουρα θα έχασα και κανένα κιλό», κοιτάχτηκε στον καθρέφτη.
«Μπα, μπα! Μας ενδιαφέρει και η γραμμή μας τώρα; Γιατί άραγε;».
Την πείραζε με χαρά. Βλέπεις, το «παιδί», ήταν πάλι καλά. Κι αυτό για τη Μαρία, ήταν η προϋπόθεση της δικής της γαλήνης. «Όλοι οι άλλοι να είναι καλά!», και πάνω απ’ όλους, αυτό το «παιδί» που το είχε σαν κομμάτι της καρδιάς της.
«Μα γιατί με λες παιδί; Ολόκληρη γυναίκα είμαι», τη διόρθωσε η Ηρώ, κάποια μέρα. Η θεία τότε την κοίταξε τόσο τρυφερά… και της χαμογέλασε τόόσο γλυκά, που το πήρε απόφαση: Μέσα στην καρδιά της θείας-Μαρίας, εκείνη θα κατοικούσε πάντα ως ένα παιδί!
Τώρα, λοιπόν, το «παιδί» αναπήδησε. Είχε φθάσει, επιτέλους, το «μεθαύριο» και έπρεπε να πάρει τα ρούχα από το καθαριστήριο.
Πώς άλλαξε ταχύτητες ο χρόνος ξαφνικά! Άρχισε, μάλιστα, να κυλάει τόσο γρήγορα, που δεν προλάβαινε ούτε το ψωμί να πάρει από το φούρνο. «Θ’ αργήσω, θ’ αργήσω!», απαντούσε ανυπόμονα, σε κάθε παραγγελία που της έδινε η θεία.
Κι εκείνη, παιδί μου, εκεί στο πείσμα της! Μα, να μην καταλαβαίνει τίποτε; Όλο απαιτήσεις αυτή η γυναίκα! «Πάρε και τούτο! Πήγαινε εκείνο! Φέρε και το άλλο!».
«Δεν προλαβαίνω, χριστιανή μου! Άσε με στην ησυχία μου!», της ερχόταν να βροντοφωνάξει από ανυπομονησία, αλλά συγκρατήθηκε. Ευτυχώς, γιατί η θεία-Μαρία θα υποψιαζόταν ότι κάτι πονηρό συμβαίνει. Και πώς θα της εξηγούσε ότι ο Νίκος θα βρισκόταν στο διπλανό προάστιο, την ίδια ώρα μ’ εκείνη, αλλά εντελώς τυχαία; Θα πίστευε, επειδή ήταν πονηρή η θεία, ότι είχαν δώσει ραντεβού! Κι όμως, δεν ήταν έτσι τα πράγματα. Δεν είχαν κλείσει ραντεβού, είπαμε και το τονίζουμε! Απλώς η Ηρώ του είχε αναφέρει… έτσι ανάλαφρα… ότι θα πήγαινε πάλι στο καθαριστήριο, μεθαύριο, την ίδια ώρα. Αυτό μόνο, έτσι για να γίνεται κουβέντα! Μεθαύριο!
***
Συνεχίζεται…
17η συνέχεια <———