Ένα μυθιστόρημα της Μαίρης Μάκρα
” Έτσι χτυπάει την πόρτα το πεπρωμένο μας”-(Λούντβιχ βαν Μπετόβεν)
***
Περιττό να πούμε, ότι στον λόγο της θείας- Μαρίας δεν υπήρχε αντίλογος, γιατί δε χώραγε τίποτε άλλο πέρα απ’ αυτό που της έλεγε η καρδιά της. Το «μέσα μου», το ονόμαζε και εξηγούσε: «Σ’ αυτό που μου λέει το “μέσα μου”, δεν χωράει κάτι άλλο».
Είχε δίκιο γιατί, αν χώραγε, θα είχε ακούσει τη μάνα της –τότε στο χωριό- που τσίριζε να μην πάρει η κόρη της τον ναυτικό που της προξένεψαν.
«Ναυτικός! Ολομόναχη θα είσαι στον ξένο τόπο. Πώς θα τα βγάλεις πέρα σε μια ολόκληρη Αθήνα;», έφριττε η γυναικούλα, φέρνοντας στο μυαλό της την απεραντοσύνη μιας μεγάλης πρωτεύουσας.
«Μια φορά στις τόσες θα έχεις τον άντρα σου στο σπίτι σου. Θα σου σπέρνει κουτσούβελα κι άντε να τα μεγαλώνεις ολομόναχη. Αχ, βρε κακομοίρα μου! Άσε που είναι και δεκαπέντε χρόνια μεγαλύτερος από σένα…».
Είπε, είπε… προσπάθησε, προσπάθησε! Τίποτε δεν κατάφερε η κυρά-Γιώργαινα. «Της έμειναν οι φωνές, Θεός σχωρέσ’ την!», κατέληγε η Μαρία κάθε φορά που ερχόταν στη σκέψη της το παρελθόν.
«Κι όμως, σου ξέφυγα μάνα!», μονολογούσε κάθε ώρα και στιγμή, που περνούσε μπροστά από τη φωτογραφία της.
Μέσα από ασημένια κορνίζα, καμάρωνε η κυρά-Γιώργαινα τα αγαθά της κόρης της. Παρέλαση έκαναν τα πλούσια δώρα του καπετάνιου, μπροστά από τη φωτογραφία της Γιώργαινας.
«Κοίτα μάνα! Έχεις ξαναδεί τόσα καλούδια; Και δεν τον ήθελες κιόλας!».
Όχι, που θα την άφηνε σε ησυχία εκεί στα ουράνια που ήταν τώρα! Φτάνει που την άκουσε κάποτε –μαύρη η ώρα να ήταν- θα έχει και τώρα λόγο για το μέλλον της; Δασκάλα ήθελε να γίνει η Μαρία. Δασκάλα και τίποτε άλλο δεν ονειρευόταν. Ακόμα και ο δάσκαλος του χωριού έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για ν΄ αλλάξει μυαλό στη μάνα της:
«Άσε το κορίτσι να προχωρήσει στα γράμματα, κυρά-Γιώργαινα. Μη την κρατήσεις στο χωριό. Θα την αδικήσεις. Άφησε την να σπουδάσει».
«Να σπουδάσειει! Δε σφάξανε, Δάσκαλε. Μία την έχουμε! Εγώ κι ο πατέρας της τί θ΄απογίνουμε, άμα φύγει το κορίτσι μας από ΄δω; Θα μείνει στο χωριό! Τέλος!», έπεσε η απόφαση, όμοια με λαιμητόμο.
Μόνο που δεν πήρε το κεφάλι της Μαρίας αλλά της Γιώργαινας, που της έμεινε κουσούρι να μιλάει μόνη της.
«Τι σχέδια έκανα, εγώ, γι’ αυτό το θηλυκό… να την έχω κοντά μου… να μεγαλώσω τα εγγόνια μου… να με γηροκομήσει…! Πάνε όλα! Μας ρήμαξε η κόρη μας!», και τύλιγε το μαντήλι της γύρω από το κεφάλι της, σφιχτά-σφιχτά, σαν επίδεσμο, για να της περάσει ο πονοκέφαλος.
«Αχ, Μαρία, μου το ’φαγες το κεφάλι!», κατέληγε με καημό κι έμεινε αφοσιωμένη στον άντρα της, τον Γιώργη. Στόμα είχε και μιλιά δεν είχε ο καλός της άνθρωπος. Χατίρι δεν της χάλασε ποτέ. Τους χώρισε μόνο ο θάνατος του, αλλά λίγους μήνες αργότερα τον ακολούθησε.
Ευτυχώς, γιατί στην Αθήνα που ήθελε –ντε και καλά- να τους πάρει η κόρη της, δεν θα πήγαινε ούτε σηκωτή˙ το είχε ξεκαθαρίσει: «Θα πεθάνω αν με κλείσετε μέσα!». Το «μέσα» ήταν η Αθήνα, που είχε πάρει στο μυαλό της τις διαστάσεις μιας φυλακής.
«Σιγά να μη φύγω από τον τόπο μου για χατίρι σου! Ιούδα, ε Ιούδα!».
Της το πέταξε κατάμουτρα η μάνα-Γιώργαινα και η Μαρία δεν κατάφερε να το χωνέψει, όσα χρόνια κι αν πέρασαν.
«Πότε την πρόδωσα και με είπε Ιούδα!», αναρωτιόταν και για να βρει κάποια απάντηση πηγαινοερχόταν στο χωριό της με κάθε αφορμή. Άδικος ο κόπος, γιατί όσες φορές κι αν βρέθηκε εκεί δεν προλάβαινε να κουβεντιάσει για τίποτε άλλο! Η μάνα πέθαινε! Κάθε φορά! Σε κάθε συνάντηση! Με παραλλαγές, βέβαια, αλλά σταθερά πέθαινε βογκώντας.
«Γι’ αυτό σε γέννησα; Για να παλεύω μοναχή μου; Τι να σου κάνει κι ο πατέρας σου… γέρος άνθρωπος… Αχ! Σαν το σκυλί στ’ αμπέλι θα πάω στον άλλο κόσμο. Ολομόναχη! Σβήσανε τα ματάκια μου από το κλάμα… και δε φτάνει που έκανες του κεφαλιού σου και μας παράτησες… έμεινες και άκληρη. Ούτε εγγόνια δε θα καμαρώσω! Τι να πρωτοαντέξωωω! Πεθαίνωωω!», μακρόσυρτα έσβηνε τη φωνή και λοξοκοίταζε τη Μαρία για να δει τι κάνει! Δεν έχει ακόμα πλαντάξει βλέποντας τον πόνο της μάνας της, το άτιμο θηλυκό;
«Πέθανε, επιτέλους, για να ξενοιάσουμε όλοι μαζί!», ξέσπασε ένα βράδυ η Μαρία, που κόντευε να σκάσει από αυτό που ζούσε σε επανάληψη κι αυτή τη φορά.
Ξημέρωναν Χριστούγεννα. Την άλλη μέρα έφυγε κακήν-κακώς από το πατρικό της, παραζαλισμένη, με μία και μοναδική βεβαιότητα: ότι σε λίγο θα τρελαθεί! Δεν ήξερε… δεν τα κατάφερνε… δεν μπορούσε να μοιραστεί στα δύο, για να χωράει στη ζωή της μάνας της, αλλά και στη δική της. Για κάμποσο καιρό… δεν θυμόταν πόσο… την έπνιγαν οι ενοχές. Μα, να πει τέτοιο βαρύ λόγο σ’ εκείνη που τη γέννησε; Στη μάνα; Φόβος την κυρίεψε μήπως γίνει, εξαιτίας της, το κακό. Με την ψυχή στο στόμα έτρεξε πάλι κοντά τους, μα δεν πρόλαβε να σταυρώσει λέξη!
«Να έρθεις εδώ. Τι κάνεις στην Αθήνα; Έτσι κι αλλιώς ο ναυτικός λείπει!», ξεκίνησε τον εξάψαλμο με το που την είδε η μάνα Γιώργαινα, αφού το είχε πάρει απόφαση, ότι με τα κλάματα δεν έφερνε αποτέλεσμα.
Αυτό ήταν και η τελική ρήξη. Η Μαρία βροντοφώναξε, «Όχι»!
Η μάνα της την είπε «Γαϊδούρα»!
Ο πατέρας τήρησε την «ενός λεπτού σιγή»!
Κι αυτό, ήταν το τέλος της οικογενειακής διαμάχης. Περίεργο; Κι όμως, από ’κει και πέρα, ήταν όλα «μέλι γάλα». Τηρούσαν ευλαβικά τα πρεπούμενα, όταν βρίσκονταν όλοι μαζί. Γιατί, βεβαίως και βρίσκονταν, όπως αρμόζει σε μία σωστή οικογένεια. Χαμογελούσαν, έδιναν ευχές, αντάλλασσαν τα δώρα τους και… μετά… τα χρόνια πέρασαν, μα η Μαρία δεν κατάφερε να έχει μία απάντηση στην μόνιμη απορία της: Σε ποιόν χρωστούσε αυτή τη ζωή; Στη μάνα της; Στον εαυτό της; Μήπως στον πελαργό;
«Σπαζοκεφαλιά, σπαζοκεφαλιά…», μουρμούριζε ακόμα και τώρα, καθώς έφερνε στο νου της τα παλιά.
Για ποιόν απ΄όλους σπαζοκεφάλιαζε, όμως, δεν είχε ξεκαθαρίσει ακόμα. Η μάνα της, η εξαδέλφη της, η ίδια και μαζί η Ηρώ, είχαν γίνει ένα κουβάρι μέσα της και δεν έβρισκε την άκρη του.
***
«Άντε, πάμε! Πάμε γρήγορα!», φώναξε τώρα στην Ηρώ, τινάζοντας το κεφάλι της για να διώξει τις σκέψεις και κατέβηκε βιαστικά τη μαρμάρινη σκάλα.
Βγήκαν στον κεντρικό δρόμο, σταμάτησαν το πρώτο ταξί που περνούσε κι έφυγαν.
«Το βράδυ θα γυρίσουμε. Θα σηκώσουμε τα μαγαζιά σήμερα!», ενθουσιάστηκε η θεία και πέταξε τις σπαζοκεφαλιές πίσω της.
***
Πότε πήρε την απόφαση η θεία-Μαρία να παρουσιάσει την ανεψιά της σε όσους γνωστούς είχε και δεν είχε; Δεν το γνωρίζουμε, μα και δεν ήταν ξεκάθαρο στο μυαλό της. Πάντα υπήρχε, σαν σποράκι κρυμμένο μέσα της, το να μοιράζεται με άλλους τις χαρές της. Κι αυτό το κορίτσι, το «δικό της παιδί», όπως έλεγε, ήταν μία απ’ αυτές τις χαρές.
Το έντυσε, λοιπόν, «το παιδί», με καινούργια ρούχα, παπούτσια, τσάντες, εσώρουχα και το έβγαλε βόλτα.
«Η ανεψιά μου!», καμάρωνε, συστήνοντας την σε όλη τη γειτονιά. «Είναι της εξαδέλφης μου, αλλά την έχω σαν παιδί μου», συμπλήρωνε.
«Σου μοιάζει η ανεψιά, Μαρία. Ολόξανθη και γαλανή, σαν εσένα!», θαύμαζαν οι γείτονες, οι φίλοι και οι γνωστοί.
Ευτυχισμένη η θεία-Μαρία, έκανε τα βράδια ένα ζεστό, πολύ ζεστό ποδόλουτρο. «Με σακάτεψαν και σήμερα τα ψηλοτάκουνα», παραπονιόταν, ενώ αναπολούσε γλυκά τον απόηχο της κοινής τους εμφάνισης.
«Θρίαμβος!», μονολογούσε κρυφά.
***
Η Ηρώ ανάρρωνε… ή μάλλον είχε αναρρώσει για τα καλά. Δεν τιναζόταν πια με τον παραμικρό θόρυβο και όλα κυλούσαν ομαλά… δηλαδή, όσο μπορούσε να τα ζυγίσει κανείς με την πρώτη ματιά.
«Φαντάσου, ότι έβαψε και τα νύχια της!», τηλεφώνησε η Μαρία στην εξαδέλφη της.
«Το καημένο μου! Με το τίποτε ευχαριστιέται. Δεν θέλει πολλά. Το έχει πάρει από ’μένα αυτό το καλό!», καμάρωσε πάλι η Ευαγγελία.
«Είδες πόσο καλά σε ξέρει η μητέρα σου;», παρακίνησε η θεία-Μαρία την ανεψιά της να χαρεί. Αυτή, όμως, την κοίταξε μ’ εκείνο το πολύ σοβαρό βλέμμα που έλεγε: «κοροϊδευόμαστε τώρα;» και η καημένη η θεία έχασε τα λόγια της.
Τώρα, γιατί δε χάρηκε η Ηρώ με το πόσο καλά την ήξερε η μαμά της… ψάξε να βρεις! Μπορεί, στο βάθος της ψυχής της, να πίστευε ότι η ίδια έφταιγε που δεν ένιωθε τη χαρά. Μπορεί να ήταν ανίκανη.
Κι άρχισαν πάλι οι σκέψεις να τριβελίζουν το κεφάλι της και να την γυρίζουν πίσω, στο πατρικό της, λες και δεν είχε κάνει ούτε βήμα πέρα από εκεί ή εκείνο την ακολουθούσε, σαν το καβούκι της χελώνας.
Και πλάκωσαν πάλι οι ενοχές , επειδή δεν είχε καταφέρει να μην αρρωσταίνει ή τουλάχιστον να το κρύβει όταν αρρωσταίνει, μια και δεν τον άντεχαν οι καημένοι οι γονείς της. Γιατί θυμόταν καλά τα λόγια του πατέρα της:
«Με τις ευαισθησίες της θ’ ασχολούμαστε τώρα;»
Ξεκάθαρα το είχε δηλώσει ο πατέρας-Ιωάννης και πολλές φορές, μέχρι η ίδια να το καταλάβει και να χωνέψει το χρέος της: Να μην τους ενοχλεί με τίποτε! Να μην τους δημιουργεί προβλήματα, ούτε με τον πονοκέφαλο, όταν είχε! Να μην υπάρχει… πώς αλλιώς να το πούμε;
«Το χώνεψες;», πρόσταζε τα ατσαλένιο βλέμμα του πατέρα και το γεμάτο απόγνωση της μητέρας, αφού το άκαρδο παιδί που τους έλαχε, παρουσίαζε ταχυκαρδία με το πρώτο κατσάδιασμα.
«Από βούτυρο είναι αυτό το πλάσμα!», αγανακτούσαν οι άνθρωποι και με ιδιαίτερη λεπτότητα, μόνο την αγριοκοίταζαν. Τόση κατανόηση έδειχναν, γι΄αυτό και δεν της άστραφταν ούτε ένα χαστούκι!
«Αχ, Ηρώ! Έχεις πλούσια ψυχή. Αλλά, δεν ξέρω κατά πόσο θα σε ωφελήσει αυτό ή θα σε δυσκολέψει στη ζωή σου!», είχε αναστενάξει ο οικογενειακός γιατρός στην τελευταία του επίσκεψη, διπλώνοντας μηχανικά το στηθοσκόπιό του.
Κατόπιν τούτου, κατέφυγε και ο ίδιος στη μοναδική του ελπίδα. Της επιστήμης του; Της αμηχανίας του; Πού να το ξέρουμε; Λέξη δεν έβγαλε ο άνθρωπος, πέρα από τη συμβουλή, να της δίνουν ένα ποτηράκι μαυροδάφνη την ημέρα.
«Αλκοολική θα την κάνουμε τώρα;», ξέφυγε του κυρίου Ιωάννη, αλλά κατάπιε αμέσως τη γλώσσα του.
«Μπροστά στο γιατρό, χριστιανέ μου!», τον σκούντηξε η Ευαγγελία και με το χαμόγελο στα χείλη κατευόδωσε τον οικογενειακό γιατρό.
Αμέσως μετά, έτρεξε στο γειτονικό μπακάλικο. Σε λιγότερο από ένα τέταρτο της ώρας η μαυροδάφνη ήταν στο σπίτι τους˙ πρώτη θέση στον πάγκο της κουζίνας.
«Ένα ποτηράκι την ημέρα», έλεγε η μαμά-Ευαγγελία καθώς της το έδινε στο χέρι κάθε μεσημέρι και την κοίταζε μέσα στα μάτια, αφού το είχε πιεί μονορούφι.
«Συνήλθες;».
«Ω, ναι, μαμά!», γούρλωνε τα μάτια η Ηρώ, για να καθησυχάσει τη μαμά.
«Πώς γουρλώνεις έτσι τα μάτια σου κορίτσι μου; Λες και πνίγηκες!», σταυροκοπιόταν η μαμά-Ευαγγελία και γεμάτη δυσαρέσκεια μουρμούριζε: «Τι κακό μ’ αυτό το παιδί! Όλο βάσανα!».
Τζίφος η προσπάθεια της Ηρώς να την ευχαριστήσει! Στο βάθος το απύθμενο! Μα ποτέ δε θα τα κατάφερνε να τους δώσει μία ικανοποίηση; Μία χαρά; Όλο δυσαρεστημένοι θα ήταν μαζί της;
***
«Μπα σε καλό μου! Πώς μου ήρθαν όλα αυτά στο μυαλό μου τώρα!», τίναξε το κεφάλι της η Ηρώ, για να διώξει τις σκέψεις της μακριά, μια και ήταν «σε ανάρρωση», όπως έλεγε η θεία. Θα προτιμούσε, βέβαια, να ήταν σε κάποιο σανατόριο, όπως το είχε ευχηθεί πολλές φορές. Δεν πέτυχε όμως η ευχή της, να αρρωστήσει βαριά… να γίνει φυματική, ας πούμε, και να την κλείσουν σε κάποιο σανατόριο. Σαν εκείνα που περιέγραφε ο Τόμας Μαν στα βιβλία του. Εκεί θα έβρισκε την ησυχία της και θα περνούσε φίνα, μέσα στο καταπράσινο δάσος… μόνο με τους γιατρούς που δε θα της μιλούσαν πολύ, και με τα βιβλία της. «Επειδή, όμως, δεν υπάρχουν τέτοια σανατόρια στη χώρα μας, ο καλός Θεός με έστειλε στον πευκώνα της Αττικής», σκεφτόταν και δεν ήξερε πώς να εκτιμήσει την τύχη της. Ήταν καλό ή κακό το να βρίσκεται στη ζωή της μία θεία-Μαρία;
Δεν πρόλαβε να πάρει απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα, γιατί μπήκε στη ζωή της η Δέσποινα!!!
( Συνεχίζεται)
<——σελίδα 4