Λογοτεχνία

Συμφωνία… Νο 5

Ένα μυθιστόρημα της Μαίρης Μάκρα

8η Συνέχεια

” Έτσι χτυπάει την πόρτα το πεπρωμένο μας” – (Λούντβιχ βαν Μπετόβεν)
***

(Σύνδεση με τα προηγούμενα: Η Δέσποινα απαιτεί από την Ηρώ, να την σώσει. Ποιος είναι ο κίνδυνος; Η θεία-Μαρία συμφωνεί με το σχέδιο σωτηρίας της Δέσποινας. Ποιο είναι το όφελος;
Όσο για την Ηρώ…ήρθε η ώρα που οι αόρατες Μοίρες αποφασίζουν για τη ζωή της! ).

***

« Δεν κάνω βήμα, αν δεν ακούσω όλες τις λεπτομέρειες», ξαναφώναξε η Ηρώ με θυμό, αταίριαστο –είν’ αλήθεια- για την περίσταση.

Αφού είχε πάρει τις αποφάσεις της, γιατί θύμωνε;
«Μάλλον, δεν ξέρω τι μου γίνεται!», σκέφτηκε αχνά, πολύ αχνά. Δεν ήθελε να το ψάξει παρακάτω.

Η θεία-Μαρία, επιτέλους, σωριάστηκε σε μια βαθιά πολυθρόνα. Κατάπιε μία ασπιρίνη με μπόλικο νερό κι έδειξε την άλλη πολυθρόνα απέναντί της.

«Κάτσε κάτω! Με πονοκεφάλιασες! Θα σου τα πω όλα κι ύστερα κάνε ό,τι σε φωτίσει ο Θεός. Να ξέρεις, όμως, ότι δεν είναι φάρσα αυτό που πάμε να κάνουμε. Είναι ο μόνος τρόπος, για να σωθεί ο γάμος της Δέσποινας».

«Α,κατάλαβα! Ψυχικό θα κάνω, δηλαδή! Τώρα ησύχασα!», ειρωνεύτηκε η Ηρώ.

«Κορόιδεψε όσο θέλεις, αλλά άκουσε με μεγάλη προσοχή. Τα πράγματα είναι πολύ σοβαρά…».

Και η θεία-Μαρία της εξήγησε τα πάντα, με το «νι» και με το «σίγμα», αλλά εμείς κρατάμε μόνο την περίληψη, για να μη βαρεθούμε από τις άχρηστες λεπτομέρειες της ρουτίνας:

“Κοντά στο προάστιο με τον μεγάλο πευκώνα υπήρχε, εδώ και χρόνια, μία “ Βάση Αεροπορίας” . Αργά, στις βραδινές ώρες, οι σμηνίτες που είχαν υπηρεσία στο τηλεφωνικό κέντρο της “Βάσης”, εύρισκαν την ευκαιρία να καλούν στην τύχη διάφορα νούμερα της περιοχής κι αν πετύχαιναν καμιά νεαρή γυναίκα στην τηλεφωνική γραμμή, έπιαναν την κουβέντα με …ό,τι ήθελε προκύψει.
Μόνο που στην περίπτωση της Δέσποινας τα πράγματα αναποδογύρισαν και δεν σταμάτησαν μόνο στην πλάκα μιας τυχαίας και μεταμεσονύχτιας συνομιλίας με πικάντικες λεπτομέρειες στον διάλογο.

Εδώ και μήνες τηλεφωνιόταν κάθε βράδυ με τον “μοναδικό σμηνίτη της”, όπως τον είχε ονομάσει και έτσι τον ήθελε να είναι.

Ναι, ήταν ένας και παρέμεινε ο μοναδικός της, από τότε που την πέτυχε, αργά κάποιο βράδυ, στο τηλέφωνο. Έλα όμως που η Δέσποινα δεν ήταν κάποια γυναίκα που απλώς διασκέδαζε με το κάθε αναπάντεχο τηλεφώνημα, έτσι για να περνάει η ώρα της κάποια μονότονα και πληκτικά βράδια. Ήταν ένα ταπωμένο θηλυκό ηφαίστειο γεμάτο με πύρινη φλόγα που περίμενε ένα, μόνο ένα σπίρτο, για να εκραγεί.

Το απρόσμενο τηλεφώνημα μέσα στη νύχτα και η φωνή, τόσο ζεστή και αρρενωπή, ενός άγνωστου άνδρα, που βαριόταν στη βάρδια του, ήταν το σπίρτο που προκάλεσε την έκρηξη. Και η Δέσποινα μεταμορφώθηκε σε μάγισσα Κίρκη, που εκτόξευσε τη δική της φωτιά καταμεσής στην καρδιά του και στο κορμί του .

Κι εκείνος, ζώντας μαζί της το σαγηνευτικό πάθος -σαν όνειρο- για ολόκληρους μήνες, την ερωτεύτηκε. Και πού ήταν το περίεργο, που ήθελε-ή μάλλον, απαιτούσε- να τη γνωρίσει από κοντά και να χαρούν τον έρωτά τους;

“Κατάλαβες τώρα; Η Δέσποινα θα έχει μπλεξίματα”, κατέληξε η θεία-Μαρία.

Έτσι, από την άλλη μέρα το πρωί, η Ηρώ ένιωθε υποχρεωμένη πια να αναλάβει έναν σωτήριο ρόλο: Να παριστάνει τη Δέσποινα σ΄εκείνη τη συνάντηση, που εκείνος απαιτούσε και, όπως φαίνεται, έπρεπε να γίνει οπωσδήποτε !
” Σώσε με, καλό μου! Για χάρη της φιλίας μας! Της φιλίας με τη θεία σου, δηλαδή, αλλά το ίδιο είναι! Ο Θεός να σου το ξεπληρώσει!”.
Αγκομαχούσε από τα παρακάλια η Δέσποινα και η Ηρώ προσπαθούσε να βρει μία θέση ανάμεσα στο “προκλητικό”, στο “απίστευτο” και στο “ακατόρθωτο”.

«Ακατόρθωτο!», δήλωσε με θαυμαστή αποφασιστικότητα και το τήρησε μέχρι και την τελευταία στιγμή! Την τελευταία στιγμή, που άφηνε να της περνούν στο αριστερό δάχτυλο τη βέρα της Δέσποινας.

«Βάλε τη βέρα στο αριστερό, σου λέω! Η Δέσποινα του έχει πει ότι είναι αρραβωνιασμένη με κάποιον, από ανάγκη. Υποτίθεται, ότι την πιέζει ο πατέρας της να τον παντρευτεί, για λόγους “ανωτέρας βίας”. Κατάλαβες την υπόθεση;»

Με μεγάλη αγωνία της έδινε να καταλάβει την ουσία του ˝δράματος˝, η θεία-Μαρία, για να παίξει σωστά τον ρόλο της.

“ Το σενάριο το κατάλαβα. Άντε να δούμε πώς θα τα βγάλω πέρα και με τον ρόλο”, ψιθύρισε η Ηρώ μέσα σε μία απρόσμενη έξαψη! Ένιωθε σαν να ήταν η πρωταγωνίστρια σε κάποιο θεατρικό έργο και είχε την αγωνία, που θα είχε ως ηθοποιός , μέχρι ν΄ανοίξει η αυλαία .
Τελικά, κάπως άρχισε να την διασκεδάζει αυτή η υπόθεση και με ανανεωμένο ενδιαφέρον περίμενε να ξεκινήσει η πρεμιέρα.

Η ώρα περνούσε. Το ραντεβού με τον άγνωστο και τόσο αγαπημένο- για τη Δέσποινα- είχε οριστεί για το μεσημεράκι και ώρα δώδεκα. Το ρολόι έδειχνε κιόλας έντεκα. Πότε να προλάβει να μεταμφιεστεί η Ηρώ σε Δέσποινα;

«Ε, δεν έχουμε ν’ αλλάξουμε και πολλά. Είσαι ακριβώς όπως, από τηλεφώνου, του έχει περιγράψει τον εαυτό της η Δέσποινα: ψηλή, λεπτή, με μπλε μάτια και μακριά ξανθά μαλλιά! Α, ξέχασα˙ και ετών δεκαοχτώ! Με άλλα λόγια, ό,τι δεν είναι εκείνη!».

Ειρωνεύτηκε η θεία-Μαρία, που είχε ξαναβρεί τον εαυτό της και το κέφι της, ενώ έπλεκε σε μια μακριά κοτσίδα τα μαλλιά της ανεψιάς της. Όταν τελείωσε, την κοίταξε από πάνω ως κάτω.

«Φτου σου, μάτια μου! Να μη σε ματιάσω! Μία κούκλα! Άντε να δούμε και τον άγνωστο “γαμπρό”. Ποιος ξέρει τί σόι είναι!».
Αστειευόταν η θεία, αλλά μιλούσε με μία παράξενη έξαψη. Κάτι σαν ρίγος ανεβοκατέβαινε στη ραχοκοκαλιά της και… κοίτα να δεις… τη μεθούσε γλυκά-γλυκά. Μέχρι που κόντεψε να πιστέψει, ότι ήταν η ίδια που ετοιμαζόταν για το πρώτο της ραντεβού.

Ένα ερωτικό ραντεβού…! Χρόνια ολόκληρα το ονειρευόταν και… κοίτα να δεις πόσα γυρίσματα έχει αυτή η ζωή! Επιτέλους το ζούσε! «Και με το αζημίωτο!», ειρωνεύτηκε τον ίδιο της τον εαυτό, καθώς προσπαθούσε να βάλει κραγιόν στα χείλη της Ηρώς.

«Δε θέλω κραγιόν! Δεν μου αρέσει!», της έσπρωξε το χέρι εκείνη.

«Φόρεσε, τουλάχιστον, τη δερμάτινη ζακέτα μου. Είναι ακριβή! Δέρμα από την Τουρκία! Ε, να του κάνουμε και κάποια εντύπωση!», επέμενε.

«Εντάξει!», συμφώνησε η Ηρώ.

Ντύθηκε με ευχαρίστηση το μαλακό δέρμα και μπήκε για τα καλά στον ρόλο που της ετοίμασαν.

«Ας το διασκεδάσουμε, τουλάχιστον!”, είπε στον εαυτό της και βγήκε από την εξώπορτα με καρδιοχτύπι.

Από κοντά, κουτρουβαλώντας στις σκάλες, την ακολούθησε η θεία-Μαρία, ρίχνοντας ένα σάλι στους ώμους της.

«Εσύ πού πας;», κοντοστάθηκε η Ηρώ.

«Μονάχη σου θα σε αφήσω; Μέσα στα πεύκα μ’ έναν άγνωστο; Έλα Χριστέ και Παναγιά!», έκανε το σταυρό της η γυναίκα, απορώντας με τα μυαλά αυτού του κοριτσιού.

Δεν πρόλαβε όμως να πει κάτι παραπάνω γιατί ,στη γωνία του δρόμου, τις περίμενε η Δέσποινα με γουρλωμένα τα μάτια από την αγωνία.

«Όλες μαζί θα πάμε στη συνάντηση;», δεν πίστευε στα μάτια της η Ηρώ.

« Όχι, καλή μου, από μακριά θα σταθούμε, αλλά θέλω τον δω! Να δω πώς είναι, έστω για λίγο! Μόνο τη φωνή του γνωρίζω κι αυτή από το τηλέφωνο!», παρακάλεσε εκείνη με φανερή λαχτάρα και τις πήρε από κοντά.

Μπροστά η Ηρώ, με γρήγορο βάδισμα. Αρκετά πιο πίσω η θεία-Μαρία χοροπηδώντας, για να την προλάβει και πίσω από τη φούστα της η Δέσποινα με σκοτεινό ύφος.

Ολόγυρά τους, βεβαίως, τα πεύκα και πάνω τους τα πουλιά, που βρέθηκαν αναπάντεχα να παρακολουθούν μία ασυνήθιστη, για την καθημερινότητά τους, κατάσταση: Μία ολόξανθη παχουλή κυρία να κρύβεται πίσω από τους πυκνούς θάμνους. Δίπλα της μία άλλη κοντόχοντρη κυρία, με μαύρο κατσαρωτό μαλλί, να κρύβεται κι αυτή πίσω από τους θάμνους. Και πάνω στον χωματόδρομο, ένα ξανθό κορίτσι να προχωράει ολομόναχο με βήμα ταχύ.

“Πού πάει ένα κορίτσι ολομόναχο, μέσα στα πυκνά πεύκα;”, θα αναρωτήθηκαν τα πουλάκια, γι΄αυτό και έγειραν το κεφαλάκι τους στο πλάι, για να κοιτάξουν καλύτερα. Δεν είδαν τίποτε το αξιοπρόσεχτο και γύρισαν αδιάφορα το κεφαλάκι τους προς την άλλη μεριά.

Τι κρίμα! Δεν πρόλαβαν να δουν τη συνέχεια!

Ο χωματόδρομος, που χώριζε τον μεγάλο πευκώνα στα δύο, ανέβαινε με στροφές και χανόταν στο βάθος, πίσω από δύο μεγάλους και φουντωτούς θάμνους. Πίσω ακριβώς απ’ αυτούς τους θάμνους, είδε η Ηρώ να ξεπροβάλλει εκείνος…εκείνος ο άγνωστος και αγαπημένος της Δέσποινας, φυσικά.

Έμεινε άφωνη. Η ανάσα της κόπηκε. Η καρδιά της σταμάτησε. Κι αν είχε τρόπο να εξατμιστεί, να γίνει καπνός και να μην υπάρχει, θα το έκανε μόνο και μόνο για να μη την δει να σωριάζεται μπροστά του.Τα πόδια της είχαν αρχίσει να τρέμουν.

Ήταν… ήταν… πώς να περιγράψεις τον ίδιο τον ενσαρκωμένο θεό-Έρωτα; Με κορμί; Με μαλλιά; Με μάτια; Τι να σου πουν όλ’ αυτά, όταν διαλύεσαι από τα κύματα, που έρχονται κατά πάνω σου σε κάθε του βήμα αρρενωπό και δε σε ρωτάνε αν τα αντέχεις;

«Θεέ και Κύριε! Τι όμορφος που είναι!», πρόλαβε μόνο να σκεφτεί και μετά… σταμάτησε και ν΄αναπνέει.
Καρφωμένη καταμεσής στον χωματόδρομο τον κοίταζε, καθώς κατέβαινε το μονοπάτι και την πλησίαζε σταθερά. Κι εκείνη ξέχασε και τον ρόλο της και το ύφος του ρόλου της. Ήταν έτοιμη ν’ ανοίξει τις πύλες από το κάστρο της ζωής της, να του παραδώσει τα κλειδιά και να μείνει μαζί του για πάντα. Εσώκλειστη, μαζί του, για πάντα!

Στεκόταν εκεί ακίνητη, μια μουγγή πυργοδέσποινα, γεμάτη ευγνωμοσύνη, μαζί με συμπόνοια, για την καημένη τη Δέσποινα, που δε θα τολμούσε ποτέ να παρουσιαστεί μπροστά του. Πώς να συμμαζέψει τα τόσα ψέματα που του είχε αραδιάσει στα μεταμεσονύχτια τηλεφωνήματά τους, εδώ και τόσους μήνες; Ότι τάχα την έλεγαν Στέλλα. Ότι ήταν ψηλή, όμορφη, με χρυσαφένια μαλλιά. Ότι, δυστυχώς –το είχε τονίσει αυτό το «δυστυχώς»- ήταν αρραβωνιασμένη με ένα καλό παιδί, που θα έσωζε την οικογένειά της από την οικονομική καταστροφή. Ήταν πλούσιος κι αυτή έπρεπε να θυσιαστεί, για να σώσει τον πατέρα της, που ήταν, βέβαια, τύραννος και της όριζε τη ζωή, αλλά…!
Σ’ αυτό το «αλλά» φρόντιζε να σταματάει πάντα, κομπιάζοντας από την στενοχώρια της, σύμφωνα με τον ρόλο που έπαιζε, της κόρης που έπρεπε να θυσιαστεί για το καλό της οικογένειας!

« Μη χειρότερα! Πού τα βρήκες όλ’ αυτά τα σενάρια;», την είχε ρωτήσει η Ηρώ, όταν ζήτησε να μάθει όλη την αλήθεια, για να ξέρει τι ρόλο θα έπαιζε σ’ αυτό το «θέατρο».

«Στις ελληνικές ταινίες», της είχε απαντήσει αποστομωτικά η Δέσποινα και την ικέτευε να παρουσιαστεί εκείνη στη θέση της.

«Για να με σώσεις», της είχε τονίσει. «Αλλιώς, με απειλεί, ότι θα έρθει στο σπίτι μου. Θα πει σε όλους ότι, εδώ και πολλούς μήνες τηλεφωνιόμαστε, ότι αγαπιόμαστε και θα ζητήσει, λέει, από τους δικούς μου να διαλύσουν τον αρραβώνα μου. Το ακούς; Ποιόν αρραβώνα; Και σε ποιόν θα τα πει όλ’ αυτά; Στον Αργύρη και στην πεθερά μου; Κάηκα σου λέω! Με καταστρέφει ο αθεόφοβος!».

Αυτά τα είχε πει μονορούφι η Δέσποινα και είχε συμπληρώσει με πανικό:

«Μου έδωσε διορία μία εβδομάδα, σου λέω. Να συναντηθούμε, αλλιώς θα έρθει στο σπίτι μου! Κι αν τον εμποδίσω, θα σταματήσει να με παίρνει τηλέφωνο και ούτε θα μου απαντάει όταν θα τον καλώ στο τηλεφωνικό κέντρο της βάσης! Τέλος η σχέση μας! Και δεν το αντέχω αυτό! Έλα, καλό μου, βοήθεια σου ζητώ!», εκλιπαρούσε η Δέσποινα. Και η Ηρώ, παρ΄όλες τις αντιρρήσεις της, ένιωσε κατά βάθος να χαίρεται γι’ αυτή την απρόσμενη ευκαιρία που της έδινε.

Το φαντάζεσαι; Να βγει ραντεβού μ’ έναν άνδρα, χωρίς να φοβάται ότι θα το μάθει η μάνα της, που θα το έλεγε στον πατέρα της και θα την έσφαζαν και οι δύο μαζί! Γιατί αυτό της το είχαν κάνει λιανά: «Εσύ δε θα ντροπιάσεις την οικογένειά μας!”

Της το είχαν ξεκαθαρίσει οι άνθρωποι: Έστω κι αν κοίταζε στα μάτια ερωτικά έναν άνδρα, χωρίς να είναι ο υποψήφιος γαμπρός, που θα τον είχαν εγκρίνει οι ίδιοι, έστω είπαμε… γρατς, θα της έπαιρναν το κεφάλι! Μέχρι και το μαχαίρι της είχαν δείξει. Ήταν το πριονωτό της κουζίνας!

Πώς μπορούσε, λοιπόν, να παραβεί την ενδέκατη εντολή; Τις πρώτες δέκα τις είχε δώσει ο Θεός στο Μωυσή. Την ενδέκατη, ως φαίνεται, την έδωσε ο δικό της πατέρα και ήταν απαράβατη:
«Ου ατιμάσεις το όνομα του πατρός σου επί ματαίω! “

Τι μεγάλη αυτή η τιμή, και να την εναποθέτουν στις δικές της πλάτες! Θα έπρεπε να τους λέει, δια βίου, ευχαριστώ! Ηρωίδα θα την έχριζαν, μία των ημερών! Κι εκείνη θα καμάρωνε, ως ανδριάντας τιμής, στο οικογενειακό κενοτάφιο! Αργότερα, βέβαια! Προς το παρόν, έκρυβε στις τσέπες τα ιδρωμένα χέρια της, μπροστά στο κάθε αρσενικό, αφού έτρεμαν… ποιός ξέρει γιατί έτρεμαν;

«Πάντα ήταν φιλάσθενη», έλεγε ο πατέρας. Βλέπεις πώς γίνεσαι από «ευαίσθητη», «φιλάσθενη»; Μία αλλαγή στη λέξη είναι. Κι αφού απέκτησε τον τίτλο της φιλάσθενης, μπορεί και να γλυτώσει το σφάξιμο. Τώρα…

Τώρα, λέμε, που είχε ολοζώντανο μπροστά της τον “Διγενή Ακρίτα” των ονείρων της, ντυμένο με την στρατιωτική στολή του σμηνίτη. Ο ήλιος φώτιζε τα κατάμαυρα μαλλιά του και τα έκανε ν΄ αστράφτουν σαν ατσάλι. Τα μάτια του, ένας ολόκληρος κόσμος, ανεξιχνίαστος, καθηλωτικός. Το αρρενωπό του παράστημά …ε, ναι, ήταν ολόιδιος με τον ατρόμητο Διγενή τον Ακρίτα. Τον είχε ερωτευθεί με την πρώτη ματιά.
Τον Ακρίτα, λέμε, τον ήρωα! Τον κοίταζε κάθε μέρα στα «Κλασσικά Εικονογραφημένα”, ή Ηρώ, τότε που ήταν δώδεκα χρονών και τα διάβαζε με μανία. Τον είχε ερωτευθεί, το είπαμε. Τώρα, όμως, τί λέμε που… λες και ζωντάνεψε μπροστά της, μ’ εκείνη την λεβέντικη κορμοστασιά και μ’ εκείνο το πύρινο βλέμμα, που της έκαιγε τα σωθικά;

=====

(Συνεχίζεται)

<——σελίδα 7

google news

Ακολουθήστε μας και στο Google news
Ακολουθήστε μας και στο Youtube

Υποστηρίξτε την προσπάθεια των συντελεστών της e-enimerosi.com Η οποία ενημερώνει για όλα τα θέματα του ελληνισμού αλλά και του κόσμου. Μια σελίδα φτιαγμένη με αγάπη από ανθρώπους οι οποίοι βρίσκονται σε διάφορα σημεία της Ευρώπης. Μιας ιστοσελίδα της διασποράς με έδρα την Γερμανία και το κρατίδιο της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας. Κάντε την δική σας δωρεά εδώ για να βοηθήσετε την προσπάθειά μας. Σας ευχαριστούμε θερμά!!!

Σχετικές αναρτήσεις

WAS IST DEINE HEIMAT?

e-enimerosi

ΕΣΕΙΣ ΠΟΥ ΛΑΤΡΕΥΕΤΕ ΤΗΝ ΨΕΥΤΙΚΗ ΖΩΗ!

e-enimerosi

Αφηγήματα αγάπης: Φοβάμαι γύρνα πίσω κοντά μου

e-enimerosi