Ένα μυθιστόρημα της Μαίρης Μάκρα
” Έτσι χτυπάει την πόρτα το πεπρωμένο μας” – (Λούντβιχ βαν Μπετόβεν)
***
(Σύνδεση με το προηγούμενο: Η άβουλη Δέσποινα, παίρνει θέση-κλειδί στη ζωή της Ηρώς!
Η θεία-Μαρία μπαίνει στον πειρασμό να την διευκολύνει στα σχέδιά της, για δικούς της λόγους.
Και η Ηρώ; Κομπάρσος ή πρωταγωνίστρια στο σενάριο που υφαίνει μια αθέατη Μοίρα; )
********
«Αν γράψω την ιστορία της Δέσποινας, θα γίνω διάσημη συγγραφέας», δήλωσε με βεβαιότητα η θεία-Μαρία, μετά από την επίσκεψη στη φίλη της και γειτόνισσά της.
Η επίσκεψη αυτή είχε γίνει για δύο λόγους. Ο ένας ήταν για να γνωρίσει η Δέσποινα το «ομορφόσογο» της Μαρίας. Ε, σ’ αυτή τη φάση, το εκπροσωπούσε η Ηρώ.
Ο δεύτερος λόγος ήταν να μπει και κανένας άνθρωπος στο σπίτι της Δέσποινας, πέρα από τη μάνα της, τον πατέρα της και τη φιλάσθενη πεθερά της, που έτσι κι αλλιώς ήταν μόνιμη και εσώκλειστη στη βίλα με τα τριαντάφυλλα».
Αυτές όλες κι όλες ήταν οι σκέψεις της θείας-Μαρίας και τις μοιράστηκε με την ανεψιά της, την ώρα που προσπαθούσε να στριμώξει, με μανία, τα περισσευούμενα κάλλη της στον κορσέ.
«Τα πάχη μου τα κάλλη μου», διατυμπάνιζε πάντα και ήταν, πράγματι, ζηλευτά. Το μάτι του περιπτερά αλληθώριζε κάθε μέρα, όταν την έβλεπε να περνοδιαβαίνει κουνώντας του το χέρι από μακριά για «χαιρετούρα».
«Χαιρετούρες, χαιρετούρες, αλλά… δε λες να κάνουμε και τίποτε άλλο… πιο κοντινό!», της φώναζε από μακριά, στέλνοντάς της φιλιά στον αέρα.
«Άντε να μου χαθείς, παλιόμουτρο! Κοίτα ποιός πάει να με ˝φάει˝ από τον άντρα μου, το στεφάνι μου!», του απαντούσε στερεότυπα, κάθε μέρα κι έπαιρναν φωτιά τα κάλλη της, μαζί με τα μπατζάκια του περιπτερά, που έλειωνε στο πέρασμά της. Αν πεις, δε, για ’κείνο το «παλιόμουτρο», που έβγαινε σα σιρόπι αγριοκέρασου από τα κατακόκκινα χείλη της… ε, όταν το άκουγε, άνοιγαν οι ουρανοί και εκτόξευαν σαΐτες και βέλη στην καρδιά του, στο κεφάλι του, στο κορμί του και σ’ ολόκληρο το περίπτερο.
«Ο φτερωτός Έρωτας σε έφερε στη Γη, ω Μαρία!», φώναζε ξωπίσω της κι εκείνη προχωρούσε καμαρωτή και ξεκαρδισμένη στα γέλια.
***
«Τι λέγαμε λοιπόν; Ότι θα γίνω διάσημη, αν γράψω την ιστορία της Δέσποινας; Ε, ναι! Ποιά άλλη ιστορία ζωής χωράει σε μία χαρτοπετσέτα;», συνέχισε ακάθεκτη η θεία-Μαρία, για να αναγκάσει την ανεψιά της να της δώσει την πρέπουσα προσοχή.
«Τι θέλεις να πεις μ’ αυτό το περί «χαρτοπετσέτας;», ενδιαφέρθηκε, επιτέλους, η Ηρώ κι έδωσε φτερά στην ποιητική έξαρση της Μαρίας.
Η αλήθεια είναι πως, όταν την έπιανε το «λογοτεχνικό της», όπως έλεγε, δεν την άφηνε και μπορούσε να γράφει στιχάκια για τα «πεύκα, που συνομιλούν με τη σιωπή», κι άλλα τέτοια πολλά. Τα έγραφε, τα διάβαζε μόνη της, φωναχτά, γέμιζαν τα μάτια της από δάκρυα συγκίνησης και τα καταχώνιαζε στο μπαούλο με τα «διάφορα». Αυτά τα λεγόμενα «διάφορα» ήταν αντικείμενα ανούσια για τους άλλους, μα πολύτιμα για την ίδια. Όπως ένα καρό τραπεζομάντηλο, που της θύμιζε Πάσχα. Το έκρυβε στο μπαούλο της, γιατί είχε την κρυφή ελπίδα ότι κάποια άνοιξη θα το έστρωνε σ’ ένα χωράφι γεμάτο με παπαρούνες και θα έκανε πικνίκ με πολλούς αγαπημένους της. Μπορεί να ήταν Πάσχα ή και Πρωτομαγιά. Σίγουρα όμως θα ήταν όλοι εκεί… όλοι όσοι αγάπησε… και θα κοιτάζονταν στα μάτια ευτυχισμένοι.
«Θα είσαι κι εσύ μάνα εκεί, μαζί με τον πατέρα. Μη μου το σκάσεις πάλι! Μοιράσου κι εσύ κάτι από τη δική μου ζωή!», ψευτομάλωνε τη μάνα-Γιώργαινα, που την κοίταζε, ασυγκίνητη, από τη φωτογραφία της, στην ασημένια κορνίζα. Το ατσάλινο βλέμμα της, έδειχνε ότι ακόμα – κι από κει ψηλά-απορούσε με τα μυαλά της κόρης της. «Και σε είχα για μυαλωμένη!», θα της έλεγε, αν ζούσε.
Τώρα, όμως, που η Μαρία είχε βρει, επιτέλους, ακροατή, ήταν ευτυχισμένη. Γι’ αυτό, κάθισε απέναντί της την Ηρώ και της εξήγησε:
«Η Δέσποινα γεννήθηκε για να έχει παρέα η μάνα της. Σπούδασε χωρίς να ξέρει γιατί˙ ˝έτσι πρέπει˝, της είπαν. Πουλήθηκε στον Αργύρη, γιατί αυτό ήταν το σχέδιο της μάνας της: ο πλούσιος γαμπρός.
Όσο για τον Αργύρη, είχε κι αυτός τους λόγους του: Πρώτον, να γλυτώσει από τη λάμια τη μάνα του, που χωρίς αυτόν πέθαινε καθημερινά και στο κάθε του βήμα, που τολμούσε να κάνει για να πάει λίγο πιο πέρα από το σπίτι τους.
“Τί θέλει τέλος πάντων από μένα; Να την παντρευτώ;”, ούρλιαξε μια μέρα από απόγνωση, αλλά τον άκουσαν μόνο τα πεύκα του προαστίου, όπου, ανάμεσά τους, είχε χτίσει την όμορφη βίλα του. Κι έτσι, προτού πάθει το εγκεφαλικό μέσα στο αδιέξοδο διαρκείας, παντρεύτηκε τη Δέσποινα, που είχε και ένα μεγάλο προσόν : την ατράνταχτη προίκα της!
Την παντρεύτηκε και μετά… την ξέχασε, μαζί με τη μάνα του, μέσα στη βίλα με τα τριαντάφυλλα.
Α… ναι, έχουμε και τη μάνα του! Ε, αυτή απόκτησε μια δούλα με το αζημίωτο αφού, ως χήρα πλούσια και φιλάσθενη, είχε το δικαίωμα να της φορτώσει όλο το νοικοκυριό, να την κοιτάζει αφ΄υψηλού και να την κατσαδιάζει όποτε ήθελε για να ξεδίνει, η γυναίκα! Δεν είχε αυτό το δικαίωμα; Τί μας λέτε; Έναν ολόκληρο λεβέντη της έδωσε, τον μονάκριβο γιό της, το καμάρι της!
Αυτή είναι, όλη κι όλη, η ιστορία της Δέσποινας. Πώς σου φαίνεται; Χωράει ή δε χωράει σε μία χαρτοπετσέτα;», ανακάθισε η θεία-Μαρία περιμένοντας μια απάντηση.
Η Ηρώ, όμως, δεν είχε λόγια. Μια θλίψη ένιωθε μόνο να κατακάθεται μέσα της και να της βαραίνει την καρδιά.
«Ο Αργύρης… θέλω να πω, ο άνδρας της Δέσποινας, πού βρίσκεται; Γιατί δεν φαίνεται πουθενά στην ιστορία σου;», θέλησε να μάθει από περιέργεια η Ηρώ, μετά από κάποιο διάστημα σιωπής.
«Στις δουλειές του βρίσκεται, ο άνθρωπος. Απλώνονται σε στεριά και θάλασσα – κατά πώς τον βολεύει-κι όποτε τον φέρει ο άνεμος κατά ’δω έρχεται και δίνει το παρών, ως νοικοκύρης!».
Έτσι έκλεισε η Μαρία την ιστορία της Δέσποινας.
***
Το βράδυ εκείνο δεν κοιμήθηκε καλά η Ηρώ. Όλη τη νύχτα στριφογύριζε στο κρεβάτι της κι ένιωθε σαν να ήταν κλεισμένη σε φυλακή. Προς το ξημέρωμα την πήρε λίγο ο ύπνος και είδε ένα όνειρο που δεν ξέχασε ποτέ.
Είδε, λέει, ότι βάδιζε σ’ έναν δρόμο, χωρίς να βλέπει τι υπήρχε γύρω της. Λες και φορούσε παρωπίδες. Διέκρινε μπροστά της μόνο ένα άχρωμο τοπίο, που την οδηγούσε σ’ ένα τέρμα. Μόλις έφτασε εκεί γύρισε να κοιτάξει πίσω της και δεν είδε τίποτε άλλο πέρα από τον κουρνιαχτό μιας σκουρόχρωμης ύλης. Ούτε μία κηλίδα φωτεινή, ούτε ένα σημάδι, που να δείχνει ότι ένας άνθρωπος, κάποτε πέρασε από εκεί.
Η απόγνωση την έπνιξε! «Αυτό; Αυτό δα, ήταν η ζωή μου; Μόνο αυτό;», φώναξε και λαχανιασμένη πάσχιζε να βγει απ’ αυτό το άχρωμο κενό, που την τραβούσε μέσα στα άγνωστα βάθη του˙ την αφάνιζε! Προσπαθώντας να το πιάσει, να το αγγίξει, για να κατανοήσει κάτι από την άπιαστη ουσία του, νόμιζε ότι θα βουλιάξει μέσα σ΄αυτό και θα αφανιστεί για πάντα.
Ξύπνησε αγκομαχώντας, καταϊδρωμένη και τρομοκρατημένη, μέσα στην αγκαλιά της θείας. Εκείνη, με μεγάλη αγωνία, την κρατούσε σφιχτά πάνω της, προσπαθώντας να την καθησυχάσει.
«Έλα καρδιά μου, έλα ψυχή μου… όνειρο ήταν… να, κοίτα, ξημέρωσε. Βγαίνει ο ήλιος. Όλα είναι καλά, όλα είναι καλά!».
Επιτέλους, την ηρέμησε. Η ίδια, όμως, δεν ένιωθε καθόλου καλά. Όλη αυτή η ευαισθησία της ανεψιάς της, την ανησυχούσε πολύ.
Το άλλο βράδυ –και προτού να συνέλθει η Ηρώ από τον εφιάλτη της- έγιναν τα εξής:
Η Δέσποινα τηλεφώνησε στη φίλη της τη Μαρία και με λαχανιασμένη φωνή, της ζήτησε να συναντηθούν επειγόντως.
Η Μαρία έφυγε ανήσυχη για να πάει στη συνάντηση με τη Δέσποινα, γύρισε στο σπίτι της τα μεσάνυχτα και, φανερά ταραγμένη, πήγε κατευθείαν για ύπνο.
Η Ηρώ, αν και την έτρωγε η περιέργεια, δε ρώτησε τίποτε, γιατί ήξερε πολύ καλά, ότι η θεία μιλάει μόνο όταν το θέλει η ίδια.
Από το επόμενο πρωινό, όμως, τα γεγονότα μπήκαν σε επιτάχυνση, λες και κάποιος αόρατος μεσολαβητής τα κουμαντάριζε κι αυτές ήταν μόνο οι μαριονέτες στα σχέδιά του.
Αναγκάστηκαν, λοιπόν, να τρέχουν να τα προλάβουν και οι τρεις μαζί.
«Δεν το χωράει το μυαλό μου, αυτό που μου ζητάτε να κάνω! Είναι ανήκουστο, για να μην πω, τρελό! Γι΄αυτό δεν θέλω ν΄ακούσω τίποτε άλλο! », διαμαρτυρόταν η Ηρώ και αντιστεκόταν με πείσμα σ’ αυτό που την ανάγκαζαν-σχεδόν την έσπρωχναν ανελέητα- οι άλλες δύο να κάνει. Και μόνο στη σκέψη ένιωθε φοβερή αναστάτωση.
Από τη μία μεριά είχε τη Δέσποινα, που τηλεφωνούσε κάθε πέντε λεπτά, για να μάθει αν –επιτέλους- η Ηρώ δέχτηκε να τη σώσει από τη βέβαιη καταστροφή. Από την άλλη είχε τη θεία-Μαρία, με κατακόκκινο το μούτρο της από την έξαψη, που την κοίταζε σαν τον μοναδικό σωτήρα μέσα σε ένα ναρκοπέδιο !
Αυτή πάλι- η θεία Μαρία, είπαμε- ήταν μοιρασμένη στα δύο. Αλλά, σε ποιόν να το πει και πώς να το εξηγήσει αυτό που της έλαχε! Ήταν, ας πούμε, σαν να ξύπνησαν δύο γυναίκες μέσα της. Η μία – που θα τη λέμε “Α”- έτρεμε από φόβο, για όλα όσα μπορούσαν να πάνε στραβά με τα μυαλά της Δέσποινας, που τα είχε πάνω από το κεφάλι της, ενώ η άλλη,- που θα τη λέμε “Β”- είχε πάρει φωτιά και την έσπρωχνε να δώσει μία ανάποδη στην ακλόνητη λογική της –έστω για μία φορά- και να συνωμοτήσει για κάτι που έκανε το κορμί της να ανατριχιάζει.
«Ε, στο κάτω-κάτω, η Ηρώ θα είναι μπροστά. Εγώ, από πίσω θα είμαι! !», τη σαγήνευε η άτιμη η “Β”, η από μέσα της!
«Κοίτα μαεστρία που έχει ο Εξαποδώ! Φτου, φτού, φτού!», έφτυνε τρεις φορές στον κόρφο της και με τα μάτια γεμάτα λαχτάρα εκλιπαρούσε την «πεισματάρα» την ανεψιά της.
«Έλα, καλέ, που μουλάρωσες! Σε καλό σου! Τι πείσμα είν’ αυτό που σ΄έχει πιάσει;».
«Οι δυό σας με βάζετε στη μέση για να βγάλω εγώ το φίδι από την τρύπα και με μαλώνεις κι από πάνω; Μπράβο σου!», προσπαθούσε με κάθε τρόπο να τη φέρει στα λογικά της η Ηρώ, αλλά… άδικος κόπος!
Ναι, πολύ άδικος, γιατί βαθιά μέσα της το ήξερε και η ίδια, ότι είχε αρχίσει να το σκέφτεται και κάπως να της αρέσει. Το γιατί, να μην το ψάχνουμε˙ ούτε εκείνη το ήξερε ή δεν ήθελε να το ξέρει.
Από τη στιγμή που η ˝μικρή˝ τους είπε, έστω και με το ζόρι, το «ναι», η θεία έπαθε, μάλλον, υπέρταση. Αναψοκοκκινισμένη πηγαινοερχόταν από το σαλόνι στην κουζίνα κι από ’κει στο μπάνιο, με επιστροφή στο σαλόνι, βάζοντας κομπρέσες με κρύο νερό στο κεφάλι της.
«Μεγαλοδύναμε, βάλε το χέρι Σου! Πού μπλεχτήκαμε! Θα σκάσει κανένα κακό!», μονολογούσε. Κι από κοντά είχε την Ηρώ, που ζητούσε να μάθει τα πάντα με λεπτομέρειες, αφού την είχαν κάνει πρωταγωνίστρια στο παράλογο σχέδιό τους.
«Τώρα θα μου τα πεις όλα! Όλα από την αρχή και με κάθε λεπτομέρεια. Έτσι κι αλλιώς μ’ έχεις μπλέξει στις βλακείες της φιλενάδας σου κι εγώ, δεν ξέρω γιατί, αλλά δεν μπορώ να πω όχι!», φώναξε άγρια σχεδόν και η φωνή της την τρόμαξε.
Σαν αστραπή πέρασε ο πατέρας-Ιωάννης από τη σκέψη της, καθώς μιλούσε, μαζί με τα μάτια του που την κοίταζαν, λέει, αγριεμένα .
Πω, πω, πω! Τι ζάλη που της έφερναν όλα αυτά…!Πώς ανακατεύονταν τα παλιά με τα καινούρια και δεν ήξερε πού να σταθεί!
=====
(Συνεχίζεται)
<——σελίδα 6