Γράφει ο *Παύλος Κωνσταντινίδης
Το 1ο μέρος: Προϊστορικοί χρόνοι
Ιστορικοί χρόνοι
Η κατάσταση με τις πυρκαγιές δεν άλλαξε και πολύ κατά τους ιστορικούς χρόνους. Ο Όμηρος περιγράφει δασικές πυρκαγιές: “Ως δ’ ότε πυρ αίδηλον εν αξύλω εμπέη ύλη, οάντη τ’ειλυφόων άνεμος φέρει, οι δε τε θάμνοι πρόιζοι πίπτουσιν επειγόμενοι πυρός ορμή” (καθώς συμβαίνει όταν η φωτιά πέσει καταστροφική σε ένα πολύδενδρο δάσος, και από όλα τα μέρη αφού συστρέφεται ο άνεμος φέρει, οι δε θάμνοι από τις ρίζες πέφτουν, επειδή αναγκάζονται από τη δύναμη της φωτιάς).
Πολύ αργότερα ο Θουκυδίδης αναφέρει, ότι πολλές δασικές φωτιές προκαλούνται στην αρχαία Ελλάδα από φυσικά αίτια.
Στην Αττική με το έντονο μεσογειακό κλίμα, τα πυκνά πευκοδάση και τους πολλούς κατοίκους, πυρκαγιές συνέβαιναν πολύ τακτικά. Γύρω από την Αθήνα μετά από κάθε φωτιά εμφανιζότανε το γυμνό διαβρωμένο έδαφος, το οποίο χαρακτηρίζει ο Πλάτωνας στον Κριτία ως «νοσήσταντος σώματος οστά». Και τότε υπήρχαν εμπρησμοί. «Πυρκαεύς» κατά τους αρχαίους ήταν ο εμπρηστής. Ο Σοφοκλής έγραψε το δράμα «Ναύπλιος πυρκαεύς» και ο Αισχύλος το δράμα «Προμηθεύς πυρκαεύς».
Στην αρχαία Ελλάδα κάθε μεγάλος πόλεμος κατέληγε στην καταστροφή των δασών. Είναι γνωστές οι συχνές πυρπολήσεις της Αττικών δασών από τους Σπαρτιάτες πολιορκητές της Αθήνας κατά τους Πελοποννησιακούς πολέμους.
Οι πυρκαγιές τα χρόνια εκείνα, όπως και σήμερα, ήταν συχνές. Όμως το ερευνητικό πνεύμα διαπίστωσε, ότι μετά την αποτέφρωση των δασών, υπήρχε μια καταπληκτική επιστροφή της ζωής. Έτσι η φωτιά θεωρήθηκε βασικό στοιχείο της ζωής και υπήρξε το επίκεντρο του φιλοσοφικού στοχασμού. Οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι διακήρυτταν ότι: “πυρ άρχει και ηγεμονεύει” και “εκ πυρός τα πάντα άρχεσθαι και εις το πυρ τα πάντα τελευτάν”. Ο Ηράκλειτος θεώρησε τον κόσμο όχι θεϊκό δημιούργημα, αλλά δημιούργημα της φωτιάς, από την οποία προήλθαν το νερό, η γη, οι άνθρωποι κ.λ.π. και στην οποία επανέρχονται μετά το τέλος της ύπαρξής τους: «κόσμον τόνδε, τον αυτόν απάντων, ούτε των Θεών, ούτε των ανθρώπων εποίησε, αλλ’ ην αεί και εστίν και εσταί πυρ αείζωον, απτόμενον μέτρα και αποσβεννυμένον μέτρα».
Όταν ο άνθρωπος άρχισε την προσπάθεια να κατανοήσει το περιβάλλον του, θεώρησε τη φωτιά ως ένα από τα τέσσερα βασικά στοιχεία της ζωής μαζί με τη γη, το νερό και τον αέρα.
Ο Εμπεδοκλής χαρακτήρισε τη φωτιά ως ένα από τα τέσσερα αμετάβλητα στοιχεία του κόσμου (μαζί με νερό, τον αέρα και τη γη). Ο Πλάτωνας υποστήριξε ότι οι Θεοί χρησιμοποίησαν αυτά τα τέσσερα στοιχεία για τη δημιουργία του κόσμου. Ο Αριστοτέλης θεωρεί τη φωτιά ως μια βασική προϋπόθεση για την ύπαρξη των φυτών: «Το δένδρο έχει τρεις δυνάμεις, πρώτην εκ του γένους της γης, δεύτερον εκ του γένους του πυρός, από της γης γαρ έστιν η έκφυσις της βοτάνης από του ύδατος η σύμπτυξις, από του πυρός η ένωσις της συμπτύξεως του φυτού». Ο Μιλήσιος Θαλής πρέσβευε ότι ποιητική αρχή του έμψυχου και «Θεών πλήρους» Παντός είναι το Ύδωρ που με την επίδραση των Θεών μετασχηματίζεται σε γη, αέρα και φωτιά δημιουργώντας στη συνέχεια ότι υπάρχει στη φύση. Ο Σύρος Φερεκύδης δίδασκε ότι ο Δίας υπήρχε ανέκαθεν καθώς και ο Χρόνος και η Χθονία που μαζί αποτελούσαν τις Πρώτες Αρχές… και ότι ο Χρόνος δημιούργησε από το σπέρμα του φωτιά, νερό και αέρα.. που δημιούργησαν τον κόσμο.
Σε άλλες περιοχές που απουσίαζε ο φιλοσοφικός στοχασμός η φωτιά έπαιζε το ρόλο της τιμωρίας. Στο Χριστιανισμό, όπως και στο Μωαμεθανισμό η κόλαση είναι μια απέραντη φωτιά, «το πυρ το εξώτερο». Στους Σουμέριους ο πιο δημοφιλής Θεός είναι ο Μαρδούκ, Θεός της φωτιάς που «κατακαίει όλους τους εχθρούς με τη φωτιά του».
Η Pax Romana έφερε σταθερότητα στη γεωργία και στη δασοπονία. Όμως οι βαρβαρικές επιδρομές μεταξύ 5ου και 10ου αιώνα στη Νότια Ευρώπη και της Αραβικής κατάκτησης στο ανατολικό τμήμα δημιούργησαν ολοκληρωτικές καταστροφές στο φυσικό περιβάλλον και ανάγκασαν τον πληθυσμό να αλλάξει τελείως τον τρόπο ζωής του. Οι άνθρωποι έψαχναν εναγωνίως τα πλέον απίθανα κρησφύγετα σε ακατοίκητες περιοχές. Ο διάδοχος του Παλαιολιθικού κυνηγού-συλλέκτη, ο Μεσογειακός βοσκός, συνέχισε να χρησιμοποιεί τη φωτιά για να ανοίξει τους πυκνούς θαμνότοπους των αείφυλλων πλατύφυλλων θάμνων και φρύγανων, προσπαθώντας να βελτιώσει την ποιότητα και την ποσότητα της βοσκής για τα πρόβατα, τα γίδια και τις γελάδες του. Αυτός ο τρόπος ζωής και συμπεριφοράς διατηρείται ακόμη και σήμερα σε πολλές περιοχές της Μεσογειακής Λεκάνης.
Κατά τη διάρκεια του 16ου και 17ου αιώνα οι πειρατές πυρπολούσαν συχνά τα Ελληνικά παραλιακά δάση, προκειμένου να ξετρυπώσουν, όσους δεν προλάβαιναν να απομακρυνθούν. Μια τέτοια μεγάλη πυρκαγιά έβαλαν στο δάσος του Νοτιοδυτικού Υμηττού το Πάσχα του 1701. Το ίδιο έκαναν και οι Τούρκοι. Στη Χαλκιδική υπήρχε διαταγή να πυρπολούνται τα δάση σε τακτά διαστήματα, ώστε να μην μπορούν οι Έλληνες να κρύβονται κατά τους συχνούς διωγμούς. Τα δάση της Πάρου πυρπολήθηκαν από τους Ενετούς για λόγους θρησκευτικής μισαλλοδοξίας και καταστράφηκαν μέχρι ενός.
Οι πολλές προσπάθειες απελευθέρωσης με τις συχνές επαναστάσεις σχεδόν πάντοτε κατέληγαν σε πλήρη καταστροφή των δασών. Η Πελοπόννησος π.χ. βγήκε από την περιπέτεια των Ορλωφικών με τελείως πυρπολημένο το φυσικό της πλούτο. Το ίδιο συνέβη κατά την επανάσταση της Χαλκιδικής, όχι μόνο το 1821 με τον Εμμανουήλ Παπά, αλλά και το 1854 με τον Τσάμη Καρατάσιο.
Μια τραγική ενέργεια εκούσιας πυρπόλησης δασών έγινε από τους Σαμίους στα μέσα του 18ου αιώνα. Τα πλούσια δάση τους ήταν η αιτία, να ναυπηγούν οι Τούρκοι τα πλοία τους στο νησί, κατά τη διάρκεια των οποίων οι ντόπιοι κάτοικοι υπέφεραν τα πάνδεινα. Έτσι αποφάσισαν να κάψουν τα πλούσια δάση ολόκληρου του νησιού.
Κατά την επανάσταση του 1821 ήταν συχνή η πυρπόληση των δασών, για να επιτυγχάνεται ελεύθερη επικοινωνία μεταξύ στρατιωτικών τμημάτων. Έτσι όταν το 1825 ο Μεχμέτ Ρεσίτ Πασάς εκστράτευσε εναντίον του Μεσολογγίου και προκειμένου να μην αποκλειστεί από τους επαναστάτες “έβαλε και έκοψαν και έκαψαν τους λόγκους του Μακρυνόρους”.
Πυρπόληση των πάντων αποφάσισε και ο Κολοκοτρώνης για να καθυστερήσει την επέλαση του Ομέρ Βρυώνη στην Πελοπόννησο.
Ο Λαμαρτίνος που επισκέφθηκε τη χώρα μας αμέσως μετά την απελευθέρωση έγραψε: “Σήμερον η Ελλάς είναι σκοτεινή, θλιβερή, μαύρη, ξηρά, περίλυπος. Ένα βάρος στην καρδιά. Τίποτε ζωντανό πράσινο…. δεν έχει δάση…”.
*Ο Παύλος Κωνσταντινίδης είναι συγγραφέας
Βιογραφικό Παύλου Κωνσταντινίδη
Γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη το 1949. Τελείωσα το Τμήμα Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος του ΑΠΘ το 1973 και στη συνέχεια πραγματοποίησα το διδακτορικό μου στη φυτοκοινωνιολογία και στην οικολογία των δασικών πυρκαγιών στην ίδια σχολή.
Για 30 χρόνια περίπου εργάσθηκα στο Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών, από όπου και συνταξιοδοτήθηκα το 2016. Παράλληλα με τις εκατοντάδες εργασίες που δημοσίευσα, στον ελεύθερο χρόνο μου έγραφα μικρές καθημερινές ιστορίες, από αυτές που
αντιλαμβανόμουνα στο περιβάλλον μου.
Ως συνταξιούχος συνέχισα τη συγγραφή των μικρών ιστοριών, μερικές από τις οποίες έχω
αναρτήσει στην προσωπική μου σελίδα στο Facebook.