Ανησυχητικά είναι τα ευρήματα νέας μελέτης σχετικά με τις επιπτώσεις που έχουν στα παιδιά οι φωνές και τα υποτιμητικά σχόλια.
Οι επιστήμονες τονίζουν ότι οι γονείς που φωνάζουν στα παιδιά τους, τα θέτουν σε μεγαλύτερο κίνδυνο αυτοτραυματισμών, χρήσης ναρκωτικών ουσιών ή παραβατικών συμπεριφορών, ακόμη και φυλάκισης.
Οι φωνές και οι σκληροί χαρακτηρισμοί θα έπρεπε να αναγνωρίζονται ως μορφή κακοποίησης λόγω της τεράστιας ζημιάς που προκαλούν, υποστηρίζουν οι ειδικοί.
Σύμφωνα με τους συγγραφείς της νέας μελέτης, «η λεκτική κακοποίηση παιδιών από ενηλίκους χαρακτηρίζεται από φωνές, υποτίμηση του παιδιού και λεκτικές απειλές. Αυτού του είδους ενέργειες ενηλίκων μπορούν να αποδειχτούν εξίσου επιζήμιες για την ανάπτυξη ενός παιδιού όσο άλλες αναγνωρισμένες και εγκληματολογικά τεκμηριωμένες υποκατηγορίες κακομεταχείρισης, όπως η σωματική και η σεξουαλική κακοποίηση στην παιδική ηλικία», αναφέρουν οι ερευνητές.
Ολοένα και περισσότερα παιδιά βιώνουν λεκτική κακοποίηση στην παιδική ηλικία από ό,τι σωματική ή σεξουαλική κακοποίηση, ενώ ο αριθμός τους φέρεται να φτάνει το 40% και διαρκώς αυξάνεται.
«Τα παιδιά είναι γενετικά προετοιμασμένα να εμπιστεύονται ό,τι λένε οι ενήλικοι. Λαμβάνουν σοβαρά εμάς τους μεγάλους. Αν προδίδουμε αυτή την εμπιστοσύνη με λέξεις κακοποίησης αντί νουθεσίας, μπορεί να προκαλέσουμε στα παιδιά όχι μόνο ντροπή, απομόνωση και αποκλεισμό, αλλά ανικανότητα συμμετοχής στην κοινότητα», εξηγεί ο καθηγητής Πίτερ Φόναγκι, εκ των συγγραφέων της μελέτης και επικεφαλής του τμήματος Ψυχολογίας και Γλωσσικών επιστημών στο UCL του Λονδίνου.
«Γνωρίζουμε από εκατοντάδες μελέτες πως η έκθεση σε λεκτική κακοποίηση επηρεάζει θεμελιωδώς τα παιδιά και συνδέεται με επίμονη ψυχολογική δυσφορία, σύνθετες συναισθηματικές και σχεσιακές δυσκολίες, σωματικές καθώς και ψυχικές διαταραχές, αυξημένη πιθανότητα αναδημιουργίας καταχρηστικών καταστάσεων στη ζωή τους, για παράδειγμα να βρουν έναν σύντροφο που τους κακοποιεί, καθώς και να βρεθούν να επαναλαμβάνουν την κακοποίηση με άλλους», προσθέτει.
«Η χρήση λέξεων για εκφοβισμό, ταπείνωση και έλεγχο ίσως φαίνεται λιγότερο επιζήμια σε σχέση με τις σωματικές απειλές, όμως είναι ίδιοι οι κίνδυνοι που συνοδεύουν αυτή την κατάχρηση της γλώσσας: χαμηλή αυτοεκτίμηση, αυξημένη χρήση νικοτίνης, αλκοόλ και ουσιών, αυξημένος κίνδυνος άγχους, κατάθλιψης [και] ακόμη και ψυχωτικών διαταραχών», σημειώνει ο Φόναγκι.
Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν στην επιστημονική επιθεώρηση Child Abuse & Neglect.