Γράφει ο Μουρτζούκος Χρήστος
Η νέα, επιδεικτική επίσκεψη του Τούρκου προέδρου Ταγίπ Ερντογάν στα κατεχόμενα εδάφη της Κυπριακής Δημοκρατίας συνιστά άλλη μία πράξη με στόχο την εδραίωση τετελεσμένων και τη νομιμοποίηση ενός παράνομου καθεστώτος.
Ωστόσο, το πραγματικά ανησυχητικό δεν είναι μόνο η τουρκική προκλητικότητα, είναι η αντίδραση, ή μάλλον η απουσία ουσιαστικής αντίδρασης από την Αθήνα και τις Βρυξέλλες.
Το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών δεν εξέδωσε ούτε μία επίσημη ανακοίνωση. Δεν υπήρξε ούτε μια ”θαρραλέα” δήλωση από τον καθ’ ύλην αρμόδιο υπουργό. Αντ’ αυτού, επιλέχθηκε η μέθοδος της “διπλωματικής διαρροής” σε δημοσιογράφους, μια πρακτική που προδίδει αμηχανία ή και απροθυμία να συγκρουστεί κανείς ευθέως με την Άγκυρα.
Οι λεγόμενες «διπλωματικές πηγές» περιορίστηκαν στο να χαρακτηρίσουν την τουρκική ενέργεια «εξαιρετικά αρνητική εξέλιξη», παραπέμποντας στο γενικό πλαίσιο των προσπαθειών του ΟΗΕ και της απεσταλμένης του, María Angela Holguín Cuéllar. Την ίδια ώρα, ο ίδιος ο πρόεδρος Ερντογάν, ανενόχλητος, εντείνει τη ρητορική περί «κρατικής οντότητας» στα κατεχώμενα, αγνοώντας προκλητικά κάθε έννοια διεθνούς δικαίου.
Σήμερα το πρωί διπλωματικές πηγές ανέφεραν: “Την ώρα που καταβάλλεται σημαντική προσπάθεια από τον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ για το Κυπριακό, με την επανεκκίνηση των άτυπων συζητήσεων και τον ορισμό της κας María Angela Holguín Cuéllar ως Προσωπικής Απεσταλμένης, κάθε ενέργεια για τη διαμόρφωση τετελεσμένων στα κατεχόμενα συνιστά εξαιρετικά αρνητική εξέλιξη”. Τέλος, ξεκαθαρίζουν ότι “σταθερή επιδίωξη παραμένει η επανένωση της Κύπρου στο συμφωνημένο πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών, προς όφελος όλων των Κυπρίων, καθώς και της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας”.
Η στάση της Ελλάδας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν είναι απλώς χλιαρή. Είναι ηθικά και πολιτικά προβληματική. Δεν μπορεί να γίνονται ανεκτές επισκέψεις και δηλώσεις στα κατεχόμενα, χωρίς μια σαφή, δημόσια καταδίκη. Δεν μπορεί να επιλέγεται η διπλωματική υποτονικότητα μπροστά σε ένα τόσο σοβαρό ζήτημα εθνικής κυριαρχίας και διεθνούς νομιμότητας.
Και το ερώτημα παραμένει: αν όχι τώρα, πότε θα υπάρξει αποφασιστική στάση; Αν δεν απαντάμε καν στην προσβολή της Κυπριακής Δημοκρατίας, ενός κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τότε πώς θα πείσουμε για τη δέσμευσή μας στο διεθνές δίκαιο;
Η Ελλάδα οφείλει, περισσότερο από ποτέ, να σταθεί με σαφήνεια στο πλευρό της Κύπρου, όχι μόνο με λόγια αλλά και με πράξεις. Οφείλει να αποκαταστήσει το κύρος της εξωτερικής της πολιτικής και να δείξει ότι δεν αποδέχεται την “κανονικοποίηση” της κατοχής. Η σιωπή δεν είναι ουδετερότητα. Είναι συνενοχή.
Ηχηρή απουσία και από το εγχώριο πολιτικό σκηνικό για τη νέα πρόκληση Ερντογάν στα Κατεχόμενα
Δεν είναι μόνο η διπλωματική αφωνία της Αθήνας και η ενοχλητική αδράνεια των Βρυξελλών που προκαλούν αίσθηση μετά τη νέα προκλητική εμφάνιση του Τούρκου προέδρου στα κατεχόμενα της Κύπρου. Είναι και η απογοητευτική σιωπή του συνόλου σχεδόν του εγχώριου πολιτικού συστήματος, που εντείνει τον προβληματισμό για την ετοιμότητα, και τη βούληση, της Ελλάδας να αντιδράσει με αποφασιστικότητα.
Ούτε η κυβέρνηση ούτε η αξιωματική αντιπολίτευση –και πολύ περισσότερο οι υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις– έκριναν σκόπιμο να τοποθετηθούν με ξεκάθαρο και δημόσιο τρόπο για μια ενέργεια που θίγει ευθέως την εθνική αξιοπρέπεια, παραβιάζει κατάφωρα το διεθνές δίκαιο και υπονομεύει τις όποιες ελπίδες για επανέναρξη διαπραγματεύσεων στο Κυπριακό.
Η παντελής έλλειψη πολιτικής αντίδρασης από την ελληνική Βουλή και τα κόμματα, ανεξαρτήτως ιδεολογικού χώρου, στέλνει το λάθος μήνυμα, όχι μόνο προς την Άγκυρα, αλλά και προς την ίδια την κυπριακή πλευρά. Η πολιτική αυτή σιωπή γεννά εύλογα ερωτήματα: Πρόκειται για αμηχανία; Για συνειδητή επιλογή αποφυγής της σύγκρουσης με την τουρκική επιθετικότητα; Ή μήπως για υποτίμηση της σημασίας των συμβολισμών, ειδικά σε μια περίοδο κατά την οποία η γεωπολιτική αστάθεια εντείνεται;
Όπως και να έχει, η απουσία φωνής από το πολιτικό προσωπικό της χώρας δεν είναι απλώς μια παράλειψη. Είναι ένα σοβαρό έλλειμμα στρατηγικής και εθνικής ευθύνης. Και, δυστυχώς, επιβεβαιώνει πως στην Ελλάδα εξακολουθούμε να βλέπουμε το Κυπριακό όχι ως ένα ζήτημα πρωταρχικής σημασίας, αλλά ως ένα «παράρτημα» της εξωτερικής μας πολιτικής. ΔΥΣΤΥΧΩΣ!!!