Γράφει η *Μαρία Σταυρίδου
Όταν όλοι φεύγουν, αφήνω τ΄αποτσίγαρα, σε κάθε γωνιά του σπιτιού και τα πεταμένα μπουκάλια αλκοόλ, να συντροφεύουν την ηχώ, από τα ψεύτικα γέλια και τα ειρωνικά βλέματα φίλων και αγαπημένων και σαν κλέφτης, που κατάφερε να το σκάσει από το κρατητήριο, βγαίνω στον δρόμο.
Ακόμη σ΄αναζητώ…
Αφήνω επίτηδες τη μυρωδιά από το κόκκινο κρασί, που έπινες λαίμαργα από τα χείλη μου, πάνω στα ρούχα, τα μαλλιά, την ανάσα μου. Τρέφω την ψευδαίσθηση πως θα τη μυρίσεις και θα μου φανερωθείς.
Γι΄ακόμη μια βραδιά μεταμορφώνομαι σ΄ένα εθισμένο λαγωνικό, που έχει αρρωστήσει από την έλλειψη σου, που επιμένει να πιστεύει πως είσαι εκεί, κάπου κρυμμένη σε μια γωνιά και χαμογελάς με την κατάντια μου.
Δεν ξέρω τι ώρα είναι…
Ξέρω πως είναι ακόμη αδύνατο να κλείσω τα μάτια και ν΄αποκοιμηθώ δίχως τη σκέψη σου. Έτσι φοράω εκείνο το φθαρμένο παλτό, με τα γκρίζα κουμπιά, που τόσο μισούσες και βγαίνω στον δρόμο, να συναντήσω τη σκιά σου.
Ναι, ακόμη και τη σκιά σου αναζητώ…
Πολλές φορές ονειρεύομαι πως με προσπερνά και αρχίζω να τρέχω σαν τρελός. Άλλες πάλι φορές κλείνω, ζαλισμένος σε μια γωνιά, τα μάτια
και παλεύω να θυμηθώ το άγγιγμά της… Απεγνωσμένα θέλω να πάρω τη δόση μου, να αισθανθώ πως μ΄αγγίζει, πως αφήνεται για λίγο πάνω μου…
Καταλήγω ν΄αγκαλιάζω τον ίδιο μου τον εαυτό, με τόση λαχτάρα,
που οι νυσταγμένοι περαστικοί σταυρωκοπιούνται.
Χαμένος σε αναμνήσεις και ‘θέλω’ που πνίγονται αναμεταξύ τους, νιώθω τα σωθικά μου να επαναστατούν και βγάζω τις χολές της απογοήτευσης, πριν επιστρέψω στο κελί μου. Καμιά φορά κάνω κουβεντολόι με τ΄αδέσποτα, ίσως μάλιστα να είναι τα μόνα που νιώθουν την ερημιά μου.
Αδυνατώ ν΄αποδεχτώ πως πρέπει να συνεχίσω, δίχως να σε βλέπω, να σ΄ακούω, να σ΄αγγίζω…
Η λογική μου παραδόθηκε σ΄αυτήν την τρέλα, που ψιθυρίζει συνεχώς τ΄όνομα σου. Δε θέλω ν΄ακούω συζητήσεις γύρω μου, με κουράζουν. Όπως δε θέλω να μου δοθούν εξηγήσεις γι΄αυτήν την τρέλα, μου αρκεί που υπάρχει, που έχει γίνει ένα με το μυαλό και την ψυχή μου, που έχει κλέψει το πρόσωπό σου, που έχει οικειοποιηθεί τη μυρωδιά σου, που μου χαμογελάει κάθε ξημέρωμα πριν παραδόσω τις αισθήσεις μου…
Δεν μπορώ να πω ‘αντίο καρδιά μου’, αυτές οι λέξεις ματώνουν, όχι μόνο τα σωθικά ή την καρδιά μου, ματώνουν κάθε εικόνα που βλέπω, κάθε ανάσα που παίρνω, κάθε ήχο που με ξυπνάει, κάθε σκέψη που με τυραννάει.
Όπου και αν είσαι, να ξέρεις πως ακόμη σ΄αναζητώ.
Χαμένος σ΄έναν κόσμο που σχεδόν άρχισα να μισώ, συνεχίζω….
* Η Μαρία Σταυρίδου είναι Αρθρογράφος Λογοτέχνιδα