Γράφει ο Παναγιώτης Τζαννετάτος
Δοξαστικό της νέας Ανατολής.
Το νέον εστί
Τότε ελέχθη:
Εν αρχή ήτο το Φως
κι ήτο το Φως ψηφιακό,
στιλπνό στις όψεις των ανθρώπων
και στις οθόνες των παιδιών που ξαγρυπνούν.
Και είδον την Πόλη,
την υψιπέτη, τη γυάλινη,
να τρίζει από σύρματα και νερά,
να πάλλεται εντός της η ανάσα των μηχανών.
Και είπε η Φωνή:
Ἄξιον ἐστὶν ὁ ἄνθρωπος,
ὁ μόνος που δύναται ν’ αγγίξει το άυλο
και να πονέσει γι’ αυτό.
Και ήλθον οι γενεές των κουρασμένων,
με μάτια ραγισμένα απ’ το νέον,
με δέρμα που δεν εγεύθη ήλιο,
και φώναξαν μέσα απ’ τα υπόγεια δίκτυα:
Ελέησον ἡμᾶς.
Τότε ανεστήθη η Ελπίδα
με ρούχα καθημερινά και ακουστικά στ’ αυτιά,
κι εβάδισε ανάμεσα σε σήματα
κι εδάκρυσε επί των πληκτρολογίων.
Διότι ακόμη
ἐντός του κάθε ανθρώπου κοιμάται
ένα κομμάτι ουρανού,
ἄσπιλο, ἀναπόγραφο,
ἔτοιμο νὰ γράψει τὸ ὄνομά του στὸ φως.
Και εἶπε πάλιν ἡ Φωνή:
Ἀξιον ἐστίν ὁ κόσμος ὅταν ἀναπνέει.
Καὶ ἄξιον ὁ λόγος,
ὅταν δὲν φοβᾶται νὰ γίνει σιωπή.
***
Ευλογημένα τα σημεία
Εὐλογημένα τὰ σημεῖα
ποὺ ἀνάβουν στὸ σκότος
ὡς μικρὰ βλέμματα Θεοῦ
μὲς στὴν ἄγρυπνη Πόλη.
Εὐλογημένη ἡ ὁθόνη
ποὺ καθρεφτίζει τὸ πρόσωπο τοῦ μόνου,
καὶ ἐνῶ αὐτὸς νομίζει πὼς χάνεται,
ἡ εἰκόνα τοῦ ἀντέχει μέσα στὸ φῶς.
Εὐλογημένα τὰ παιδιά
ποὺ γράφουν τὸ ὄνομά τους στὸν ἀέρα
μὲ χέρια ἀντί γιὰ φτερά,
καὶ στέλνουν μηνύματα στὸ μέλλον
σὰν προσευχὲς ποὺ φεύγουν χωρὶς ἀπάντηση.
Εὐλογημένος ὁ δρόμος
ποὺ ἀκόμα μυρίζει βροχή
καὶ ἔχει ἴχνη ποδιῶν ἀπὸ πρόσφυγες,
ἐραστές, καὶ νύχτες ποὺ ἔμειναν ἄγρυπνες.
Εὐλογημένοι οἱ ἄνθρωποι
ποὺ ἔμαθαν νὰ γελοῦν μὲ μάσκες,
νὰ ἀγαποῦν ἀπὸ χιλιοστά,
νὰ ἀνασαίνουν μέσα ἀπὸ καλώδια
καὶ πάλι νὰ ὀνειρεύονται θάλασσες.
Εὐλογημένος ὁ λόγος
ὅταν δὲν ἐξουσιάζει ἀλλὰ ἀκούει·
ὅταν σπέρνει φῶς
στὰ χωράφια τοῦ μυαλού.
Εὐλογημένο τὸ πλήκτρο
ποὺ γράφει «σ’ ἀγαπῶ»
καὶ ἔστω κι ἂν δὲν ἀκουσθεῖ,
ἀλλάζει γιὰ λίγο τὴν φορά τοῦ κόσμου.
Εὐλογημένο τὸ χέρι
ποὺ ἀνοίγει τὸ παράθυρο,
καὶ βλέπει ἕναν οὐρανὸ ἀπὸ κεραίες
καὶ πάλιν λέγει: Ὡραῖος εἶ!
Εὐλογημένος ὁ καιρός ὁ ἐρχόμενος,
ὁ μεταλλικός καὶ διάφανος,
ὁ ποὺ θὰ ζυγίσει τὴν ψυχή μας
σὲ bytes καὶ ἀστέρια.
Καὶ ὅλα τὰ σημεῖα ποὺ λάμπουν
στὸ φῶς καὶ στὸ σκότος,
εἰς ἔπαινον τοῦ Ἀνθρώπου
ὅτι ἀκόμα ὑπάρχει,
καὶ ἀνασαίνει,
καὶ γράφει τὴν λέξη Ἐλπίδα
μὲ γράμματα φωτεινὰ,
ἐπάνω στὴν σιωπὴ τοῦ κόσμου.
***
Δόξα ἐν τῇ Σιωπῇ
Δόξα τῷ Ἀνθρώπῳ,
τῷ πεσόντι καὶ ἀναστᾶντι
ἐντός τῶν ἰδίων του θραυσμάτων.
Δόξα στὸν κόπο ποὺ ἀναβλύζει φῶς,
καὶ στὴν ἀγρύπνια ποὺ ἀναθρέφει προσευχές
μὲς στὰ κυκλώματα καὶ τὰ πλοῖα τοῦ νου.
Δόξα στὰ πρόσωπα ποὺ δὲν ἐφοβήθησαν
τὴν μοναξιὰ τῆς ὀθόνης,
ἀλλὰ ἐκοίταξαν ἐκεῖ μέσα καὶ εἶδαν ἑαυτούς·
καὶ δάκρυσαν,
καὶ ἔγινε τὸ δάκρυ ὁδός.
Δόξα σὲ ἐκεῖνον ποὺ ἔστησε ἕνα μικρὸ φῶς
σὲ ταράτσα πολυκατοικίας
καὶ ἔψαλε μόνος του πρὸς τὰ ἄστρα.
Δόξα σὲ ἐκεῖνη ποὺ ἔβαλε λουλούδι
στὸ τζάμι τοῦ νοσοκομείου
καὶ ἔκανε τὸ γυαλί νὰ ἀνασαίνει.
Δόξα στὸ παιδί ποὺ γράφει
τὴν λέξη αύριο
σὲ τοίχο γεμάτο ἀριθμούς.
Δόξα στὸν δρόμο ποὺ κράτησε
τὰ βήματα τῶν ἐραστῶν,
καὶ στὸ ἀνεπαίσθητο χαμόγελο
τῶν περαστικῶν ὅταν ἀναγνωρίζουν
μία σπίθα ἀπ’ τὸ παλαιὸ θαῦμα.
Δόξα σὲ ὅ,τι ἔσπασε καὶ δὲν ἐχάθη·
σὲ ὅ,τι ἐσώθη μὲς στὴν ἄτακτη βουή
ὡς μικρὸς παλμός τῆς καρδιᾶς.
Καὶ δόξα, δόξα μεγάλη,
στὴν Σιωπή
ποὺ κρατεῖ ὅλον τὸ σύμπαν
χωρὶς φωνή,
ἀλλὰ μὲ τὴν ἀνάσα τοῦ Θεοῦ.
Καὶ ἐκεῖ, ἐν μέσῳ τοῦ θορύβου
καὶ τοῦ φωτός τοῦ ἀνθρώπινου,
ἐπληρώθη ὁ λόγος:
Ὅτι ἔτι ζῶμεν.
Καὶ ὅτι ἔτι ἐλπίζομεν.
Καὶ ὅτι ἔτι ἀνατέλλει ἡ ἡμέρα.
***
Λειτουργία του Φωτός
Καὶ νῦν,
ὅταν ὁ κόσμος ἔχει κουραστεῖ ἀπὸ σκιές
καὶ ὅλα τὰ ἔθνη φλέγονται σὲ ὀθόνες,
ἀνατέλλει ἡ μικρὴ φωνή τοῦ ἀνθρώπου.
Ἡ φωνὴ ποὺ δὲν ἔχει κύρος,
ἀλλὰ ἔχει ἀλήθεια·
δὲν ἔχει ὅπλο,
ἀλλὰ ἔχει λέξη.
Καὶ ἐξαπίνης,
ἀνάμεσα στὰ καλώδια καὶ τὰ ἔγγραφα,
ἀνθίζει ἕνα φῶς
οὐκ ἔχον πηγὴν,
ἀλλ’ ἔχον ψυχήν.
Ἀκούσατε λοιπόν:
Ὅτι ἡ ἐλπίδα δὲν ἔσβησεν·
μόνον ἔμαθε νὰ φοράει ἄλλα ρούχα.
Ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔπεσεν·
μόνον ἔσκυψε γιὰ νὰ μαζέψει τὸ φῶς.
Καὶ ἔτσι, ἀπὸ σταγόνες ὁθονῶν,
ἀπὸ θραύσματα φωνῶν,
ἀπὸ βλέμματα ποὺ ἀγγίζουν ἄνευ σώματος,
συντίθεται πάλιν ὁ ὕμνος τοῦ κόσμου.
Ἐκεῖ,
ὅπου δύο χέρια ἁγγίζουν ἔστω κατὰ νου,
ἐκεῖ εἶναι ὁ Θεός.
Ἐκεῖ,
ὅπου μία ψυχή λέγει «ναι» στὸ σκοτάδι,
ἐκεῖ γεννιέται τὸ Φῶς.
Καὶ ἔσται πάντοτε ὁ ἥλιος ἐπάνω ἀπὸ τὰ σύννεφα,
καὶ ἡ καρδιά,
ὅσο καὶ ἂν ἔχει κουραστεῖ,
θὰ θυμᾶται πῶς ἀνατέλλει.
Διότι ἄξιον ἐστίν,
καὶ πάλιν ἄξιον,
ὁ ἄνθρωπος ὅταν ἀγαπᾷ,
καὶ ὅταν ἀνασταίνει ἀπὸ τὸ μηδέν
τὸ ἴδιο του τὸ φῶς.
