Ένα μυθιστόρημα της Μαίρης Μάκρα
9η συνέχεια
” Έτσι χτυπάει την πόρτα το πεπρωμένο μας” – (Λούντβιχ βαν Μπετόβεν)
(Σύνδεση με το προηγούμενο: Η Δέσποινα γίνεται ο κύριος μοχλός των γεγονότων που ακολουθούν. Η Ηρώ σε σύγχυση, ανάμεσα σε δύο ρόλους, που την μπερδεύουν! Η θεία-Μαρία μέσα στο όνειρο που δεν έζησε! Και τώρα τί γίνεται, όταν χτυπάει το πεπρωμένο;)
***
Στεκόταν αντίκρυ του παραζαλισμένη και προσπαθούσε να συγκεντρώσει το μυαλό της για να καταλάβει τι της έλεγε. Της μιλούσε, ναι, αλλά άκουγε τη φωνή του λες κι ερχόταν από μακριά.
Εκείνη, βουβή, στεκόταν ακίνητη μπροστά του, λες και την είχε χτυπήσει κεραυνός, μέχρι που, ξεφεύγοντας η ματιά της προς τα δεξιά, είδε το γκρενά φουλάρι της θείας-Μαρίας ν’ ανεμίζει πίσω από τους θάμνους. Στο πλάι ξεχώριζε το κοντόχοντρο σουλούπι της Δέσποινας που έσκυβε, προσπαθώντας να βλέπει καλύτερα, ανάμεσα από τα κλαριά του θάμνου.
Η Ηρώ ένιωσε τα μάτια και των δύο καρφωμένα πάνω της, να ζυγίζουν και να ελέγχουν την κάθε της κίνηση. Κι αμέσως… ξύπνησε και βγήκε από το παραμύθι. Θυμήθηκε τον ρόλο που είχε αναλάβει και αποφάσισε να τον παίξει όσο μπορούσε καλύτερα.
«Ναι, είμαι η Στέλλα», απάντησε χαμηλόφωνα στην ερώτησή του και απέφυγε τα μάτια του που έψαχναν την κάθε της κίνηση.
«Θα τα κάνεις θάλασσα», την ειδοποίησε ο νους της και έβαλε τα δυνατά της να συγκεντρωθεί σε όσα έπρεπε να λέει και να κάνει.
Η Δέσποινα την είχε δασκαλέψει καλά. Όπως, το να δείχνει ερωτευμένη και φλογερή, ακριβώς όπως ήταν η «Στέλλα» στα καθημερινά τους τηλεφωνήματα. Έλα όμως που και η «Ηρώ-Στέλλα» ήταν τώρα κεραυνοβολημένη! Πώς να τα συνταιριάξει όλ’ αυτά;
«Είσαι πολύ διαφορετική στο τηλέφωνο!», υποψιασμένος και λίγο προβληματισμένος εκείνος, εξακολουθούσε να την περιεργάζεται με το ερευνητικό του βλέμμα.
«Ε, ναι, μη με παρεξηγείς. Είμαι πολύ ταραγμένη!».
Κατάφερε να βρει μία λογική απάντηση και, επιτέλους, να τον κοιτάξει στα μάτια. Και τότε του χαμογέλασε γλυκά, μα πολύ γλυκά, χωρίς να δυσκολευτεί, γιατί έτσι ακριβώς ένιωθε τώρα μαζί του.
«Ωχ, τί ήταν αυτό!», είπε εκείνος, μισοσοβαρά-μισοαστεία κι έκανε ένα βήμα προς τα πίσω ακουμπώντας και τις δύο παλάμες στο στήθος του, λες και κάτι τον χτύπησε στην καρδιά.
«Είσαι τόσο όμορφη, πολύ πιο όμορφη απ’ όσο σε φανταζόμουν. Πολύ, πολύ… κι ακόμα πιο γλυκιά!», πρόσθεσε.
Η φωνή του και μόνο την αγκάλιαζε ολόκληρη. Ρίγος τη διαπέρασε. Προσπάθησε να πει κάτι, σύμφωνα με τον ρόλο της, αυτό όμως που ξύπνησε μέσα της ήταν τόσο ορμητικό, που σάρωσε κάθε άλλο σχέδιο ή προετοιμασία.
«Πόσο θέλω να σε αγγίξω! Μπορώ;˙”, άκουσε τον εαυτό της να λέει και κατατρόμαξε. Πού το βρήκε αυτό το θάρρος; Μήπως το παράκανε;
«Αγάπη μου! Με ρωτάς; Έλα στην αγκαλιά μου, ψυχή μου! Κι εγώ θέλω τόσο πολύ να σε αγγίξω», άπλωσε τα χέρια του, την τράβηξε κοντά του και την έκλεισε στην αγκαλιά του.
“ Επιτέλους!”, ψιθύρισε
«Όχι,όχι!»
Αποτραβήχτηκε η Ηρώ κατατρομαγμένη, προσπαθώντας να τον απομακρύνει, να μην τον ακουμπάει, να μην τον μυρίζει ούτε από μακριά!
“Μα,γιατί;” ,ρώτησε ξαφνιασμένος εκείνος και την απομάκρυνε μαλακά από κοντά του.
«Ξέρεις, να, είναι η πρώτη φορά που συναντιόμαστε και είναι, πώς να σου το πω, είναι σαν να μη γνωριζόμαστε», αράδιαζε τις λέξεις αμήχανα η Ηρώ και με μεγάλη αγωνία κοίταζε δεξιά-αριστερά για να ξεφύγει και να σωθεί.
Να σωθεί; Όχι, βέβαια, από εκείνον, αλλά από τον ίδιο της τον εαυτό. Πολύ επικίνδυνος της είχε γίνει τώρα αυτός ο άγνωστος εαυτός! Μα, να τη σπρώχνει να χωθεί στην αγκαλιά του και να μείνει εκεί για πάντα! Είχε καμία λογική αυτό;
Το κεφάλι της βούιζε για τα καλά, τα μάτια της έκαιγαν και το φουλάρι της θείας-Μαρίας ήταν ακόμα εκεί, λίγο πιο πέρα, αλλά εκεί. Ανέμιζε στον αέρα και έμοιαζε σαν εξαϋλωμένο δάχτυλο που τη φοβέριζε: «Κακομοίρα μου, κοίτα καλά-καλά τί κάνεις! Δε θα μας ρεζιλέψεις εσύ!».
«Όχι! Όχι! Δεν πρέπει! Δεν είναι σωστό αυτό που γίνεται!».
Άκουσε τον εαυτό της να παλεύει αραδιάζοντας λόγια, ενώ οι παλάμες της ήταν κλεισμένες στις δικές του παλάμες, τις τόσο ζεστές, τις τόσο δυνατές, που τις ένιωθε και τόσο δικές της!
«Στέλλα μου! Κοίταξέ με, αγάπη μου! Είμαι εγώ, ο δικός σου ο Νίκος. Έτσι δε μου λες στο τηλέφωνο κάθε βράδυ; Γιατί κάνεις έτσι; Τί φοβάσαι;», την κρατούσε τώρα από τους ώμους και προσπαθούσε να δώσει μία εξήγηση στην ταραχή της.
«Μα, εμείς οι δύο δεν είμαστε ξένοι, έστω κι αν βλεπόμαστε για πρώτη φορά. Θυμήσου πόσα έχουμε νιώσει, πόσα έχουμε πει, πόσα συναισθήματα έχουμε μοιραστεί!».
Της μιλούσε και την κοίταζε με αγωνία περιμένοντας κάτι. Ένα βλέμμα, ένα σημάδι, που θα του έδινε την επιβεβαίωση ότι, η Στέλλα του ήταν εκεί και μοιραζόταν τη χαρά του γι αυτή την πρώτη τους συνάντηση.
Κι όμως, πέρα από το τρομαγμένο της πρόσωπο, δεν έβλεπε τίποτε από όσα προσδοκούσε. Γι’ αυτό και συνέχισε να της μιλάει.
«Μέχρι σήμερα ένιωθα ερωτευμένος μαζί σου, χωρίς να σ’ έχω δει. Τώρα… ε, τώρα δε σ’ αφήνω να μου φύγεις με τίποτα! Εσύ; Κοίταξέ με στα μάτια και πες μου τι νιώθεις αυτή τη στιγμή; Μήπως σε απογοήτευσα; Μπορεί και να μη σου αρέσω, τώρα που με βλέπεις. Πες το! Πες μου κάτι! Δε μπορώ, δεν την αντέχω αυτή τη σιωπή σου!».
Κρατώντας την ακόμα από τους ώμους, άρχισε να την ταρακουνάει, μαλακά μεν, αλλά χωρίς διακοπή.. Ήθελε, με κάποιον τρόπο, να της ξυπνήσει μία αντίδραση που να του θυμίζει τη δική του Στέλλα, με τα τόσα γλυκόλογα και την τόσο θερμή φωνή. Τη Στέλλα που τον έκαιγε με τον έρωτά της, έστω και μέσα από μία τηλεφωνική γραμμή.
Η Ηρώ αφέθηκε σ΄αυτό το ρυθμικό ταρακούνημα, χωρίς αντίσταση, ενώ μέσα της όλα φώναζαν «βοήθεια»! Τα μάτια του, τα χείλη του, το κορμί του, τόσο κοντά της, της διέλυαν κάθε δισταγμό. Πόσο θα ήθελε να διαγράψει, με μία κίνηση, τη σγουρομάλλα Δέσποινα από αυτό που γινόταν! Να μην υπάρχει μπροστά της!… Να εξατμιστεί! Γίνεται; Να τη σαρώσει καμία καταιγίδα και δίχως πολλά-πολλά να μείνει μόνη της μαζί του;
Σιγά να μη γίνεται! Η Δέσποινα, σπρωγμένη από έναν ακατανίκητο φόβο ότι τα χάνει όλα, είχε περάσει στον πιο κοντινό θάμνο. Η Ηρώ, μπορούσε τώρα να αισθάνεται το βλέμμα της καρφωμένο πάνω της, να την τσουρουφλίζει σαν κάρβουνο αναμμένο και να τη φοβερίζει:
«Είναι δικός μου! Μην τολμήσεις και κάνεις βήμα, σε έφαγα!».
Όσο για τη θεία-Μαρία, καρφωμένη στο ίδιο σημείο, να παρακολουθεί.
«Γιατί δεν χάνεται κι αυτή από μπροστά μου;», αγανάκτησε η Ηρώ, με τόσο θυμό, που της έκλεισε ο λαιμός. Λες και δεν μπορούσε πια να πάρει ανάσα. Όλοι και όλα γύρω της την κατασκόπευαν. Ακόμα κι αυτός ο ουρανός απόκτησε φωνή και τη μάλωνε: «Ντροπή σου, παλιοκόριτσο! Τι κάνεις εκεί; Τι παριστάνεις;».
«Γιατί το κάνεις αυτό; Τι παριστάνεις; Πες μου, τι παριστάνεις; Εσύ δεν ορκίζεσαι, κάθε βράδυ, ότι είσαι ερωτευμένη μαζί μου;», της φώναζε τώρα ο Νίκος, έχοντας χάσει κι αυτός την ψυχραιμία του, μπροστά στην ανεξήγητη παγωμάρα της.
«Λες να κατάλαβε τίποτε;», θορυβήθηκε η Ηρώ κι αυτό την έκανε να προσπαθήσει και να συγκεντρωθεί σ’ αυτό που γινόταν. Επιτέλους,έστω με κόπο, τα κατάφερε να συγκεντρωθεί. Ξαναπήρε τον ρόλο της και συνέχισε, όσο μπορούσε πιο ψύχραιμα, την παράσταση.
«Τι θέλεις να πεις;” είπε χαμογελώντας. “Δεν παριστάνω τίποτε. Ναι, σε έχω ερωτευθεί. Ήρθα, όμως, για να σου πω από κοντά, κι ακόμα μια φορά, ότι η ιστορία μας δεν έχει μέλλον.Είμαι αρραβωνιασμένη. Είμαι φυλακισμένη. Είμαι αδύναμη. Και τρέμω μπροστά στον πατέρα μου. Ντρέπομαι γι’ αυτό, αλλά… αυτό είμαι!».
Τα είπε μονορούφι και καθόλου δε δυσκολεύτηκε να παίξει τον ρόλο της «φυλακισμένης Στέλλας». Αυτό ήταν και η ίδια. Το έβλεπε καθαρά κι ενώ η απόγνωση της έκοβε τον αέρα, τα μάτια της γέμισαν με δάκρυα. Στ’ αλήθεια, δεν ήξερε πια τι ήταν η ίδια. Η Ηρώ, η Δέσποινα και η Στέλλα είχαν γίνει ένα μέσα της.
Κοίταξε, επιτέλους, τον Νίκο, σαν ένας ναυαγός σε ξερονήσι, που αντικρίζει πλεούμενο στον ορίζοντα.
«Νίκο…Νίκο μου… μπορώ να πω, “Νίκο μου;”. Μπορώ;», επανέλαβε αμήχανα και του χαμογέλασε συνεσταλμένα, μα τόσο ζεστά!
«Ψυχή μου! Επιτέλους, είσαι πάλι η Στέλλα μου! Επιτέλους, γύρισες πάλι κοντά μου! Πόσο φοβήθηκα ότι σε χάνω!».
Αναστενάζοντας με ανακούφιση, την τράβηξε πάλι στην αγκαλιά του, σιγά-σιγά για να μην την τρομάξει, σιγά κι απαλά, μέχρι που ο χρόνος παραμέρισε από τον χάρτη αυτής της χρονικής στιγμής και όλα έγιναν απεραντοσύνη. Μέσα στα κύματά της κολυμπούσε ένα κορίτσι, που κάποτε το ονόμασαν Ηρώ. Ένιωθε την καρδιά της να χτυπάει στον ίδιο ρυθμό μ’ εκείνον τον άγνωστο μέχρι χθες, μα τόσο δικό της από τώρα και πέρα.
«Εγώ κι εσύ… Εσύ κι εγώ…», σιγοτραγουδούσε η καρδιά της μέσα στην αγκαλιά του, αδιαφορώντας για ολόκληρη τη Γη και το σινάφι της και τους κανόνες τους. Άφηνε αυτό που ένιωθαν μαζί να τους παίρνει μακριάάά… μακριά… και να τους μεταφέρει σ’ έναν άλλο πλανήτη˙ γαλάζιο, γεμάτο με Φως και Αγάπη πολλή. Τόση πολλή, που να μη βρίσκει κάποιος ούτε κουβέντα κακή, ούτε λέξη σκληρή, που να πληγώνει τον άλλο.
«Εγώ κι εσύ… Εσύ κι εγώ…», επαναλάμβανε η καρδιά της , ενώ εκείνος την κρατούσε ακόμα πιο σφιχτά, μέσα στην αγκαλιά του.
Ξαφνικά…γκαπ…γκουπ…γκαπ…γκουπ! Απανωτά μεγάλες πέτρες πετάχτηκαν στον αέρα, προσγειώθηκαν πάνω στη γη και χτύπησαν τα χαμόκλαδα κοντά στα πόδια τους. Αναπήδησαν και οι δύο ξαφνιασμένοι. Αποχωρίστηκαν και δίχως να καταλαβαίνουν τι γίνεται, κοίταξαν ανήσυχοι γύρω τους.
«Ποιός είναι; Τι συμβαίνει;», φώναξε ο Νίκος. Καμιά απάντηση.
«Τίποτε παιδιά θα παίζουν εδώ κοντά», πήγε να την καθησυχάσει.
Η Ηρώ, όμως, είχε προλάβει να δει, πάνω από τον ώμο του, τη θεία-Μαρία. Είχε ξεμυτίσει από τους θάμνους και με ανασηκωμένα τα χέρια της έκανε σινιάλα ξεκάθαρα˙
«Χωρίστε, χωρίστε! Όχι τέτοια!».
Και παραδίπλα η Δέσποινα, αγριεμένη, να πετροβολάει με μανία κατά τη μεριά τους. Τα μάτια της έριχναν κεραυνούς που της φώναζαν:
«Φύγε από κοντά του, αλλιώς σε σκότωσα, σε εξαφάνισα! Βρωμοθήλυκο!»
=====
(Συνεχίζεται)
<——σελίδα 8