Λογοτεχνία

Συμφωνία… Νο 5

Ένα μυθιστόρημα της Μαίρης Μάκρα

(13η συνέχεια )

“Έτσι χτυπάει την πόρτα το πεπρωμένο μας”-(Λούντβιχ βαν Μπετόβεν)

***

(Σύνδεση με το προηγούμενο: Η Ηρώ, μπλεγμένη στα ψέματα της Δέσποινας, αισθάνεται υποχρεωμένη να συνεχίσει τον ρόλο της στο “θέατρο “που παίζει με τον ανυποψίαστο Νίκο. Είναι, όμως, ένας θεατρικός ρόλος αυτό που έζησε μαζί του μέσα στο πυκνό δασάκι της περιοχής ή μήπως είν ο αληθινός εαυτός της, ο άγνωστος, που ξυπνάει και απαιτεί το μερίδιο που του ανήκει από τη ζωή; )

***

Η φωνή του ακούστηκε πολύ σκληρή κι αυτό την έκανε να νιώσει πολύ άσχημα. Είχε θυμώσει μαζί της, ήταν ολοφάνερο. Σχεδόν τη μάλωνε. Όμως, για ποιο απ’ όλα τα σφάλματα, τα καμώματα και τα απανωτά ψέματα; Τι ακριβώς είχε καταλάβει;

«Η βέρα, που φοράει κάποιος, για μήνες και μήνες, αφήνει κάποιο σημάδι στο δάχτυλο. Πού είναι το δικό σου σημάδι, Στέλλα;».

Αυτό το «Στέλλα» κι έτσι όπως ακούστηκε εκείνη τη στιγμή, έπεσε στην καρδιά της σαν καταδίκη. Κοίταξε το δάχτυλό της. Πραγματικά, φανέρωνε το ψέμα της. Τίποτε δεν έδειχνε ότι φορούσε συνέχεια κάποιο δαχτυλίδι.

«Θα του πω την αλήθεια και θα ησυχάσω », πέρασε σαν αστραπή η σκέψη από το μυαλό της κι ανακουφίστηκε. Πώς έγινε τώρα κι όταν άνοιξε το στόμα της είπε άλλα; Είναι από εκείνα τα περίεργα, που δεν χωράνε στον νου, αλλά μόνο στην καρδιά του ανθρώπου!

«Για μένα η βέρα είναι σύμβολο ένωσης από αγάπη. Ο δικός μου αρραβώνας είναι δέσμευση και εξαναγκασμός από οικογενειακή ανάγκη. Γι’ αυτό και δεν τη φοράω συνέχεια. Δεν τη θέλω πάνω μου, γιατί με πιέζει πολύ αυτή η υπόσχεση που έχω δώσει αναγκαστικά!».

Κοίτα τώρα τι λόγια ξεπήδησαν από μέσα της! Αφού και η ίδια , ακούγοντάς τα, ξαφνιάστηκε. Όχι επειδή, επιτέλους, τα «μπάλωσε»˙ ξαφνιάστηκε πολύ, γιατί έλεγε την δική της αλήθεια, πάλι μέσα στην ψεύτικη ιστορία, που είχε πλάσει με την Δέσποινα. Τι μπλέξιμο ήταν κι αυτό! Τι σκοτούρα!

Έσκυψε το κεφάλι μπροστά του κι ένιωσε τόσο κουρασμένη! Λες κι ανέβαινε ανηφόρα, με ένα μεγάλο φορτίο στην πλάτη. Ο Νίκος την κοίταξε καλά-καλά μέσα στα μάτια, σαν να ήθελε μέσα στο βλέμμα της να διαβάσει την αλήθεια. Μετά πήρε το χέρι της ανάμεσα στις παλάμες του, της ξαναφόρεσε το δαχτυλίδι και μουρμούρισε ανέκφραστος, λες και μιλούσε στον εαυτό του:

«Τι να πω; Ή είσαι διαβολεμένα έξυπνη ή είσαι ένα τραγικό θύμα. Έλα, όμως, που εγώ σε θέλω κοντά μου έτσι κι αλλιώς!».

Μετά, αλλάζοντας ύφος της χαμογέλασε πάλι πολύ γλυκά και πρόσθεσε:

«Ήθελα να συναντηθούμε για να σου πω από κοντά, ότι έχω αρχίσει να σε ζωγραφίζω όπως σε είδα την πρώτη φορά που συναντηθήκαμε. Σήμερα σου έφερα μόνο το σκίτσο. Ολοκληρωμένο το πορτραίτο θα σου το δώσω αργότερα».

Της έβαλε στο χέρι το ρολό χαρτί που κρατούσε και, όση ώρα την είχε στην αγκαλιά του, το είχε ακουμπήσει στον κορμό του δέντρου, δίπλα στα πόδια του.

«Άνοιξε το όταν θα είσαι μόνη σου. Τώρα θέλω να μου απαντήσεις σε μια μεγάλη απορία μου. Γιατί με κρατάς μακριά σου ενώ είναι ολοφάνερο ότι με θέλεις τόσο πολύ;».

«Αλήθεια… γιατί;», αναρωτήθηκε και η ίδια, λέγοντας φωναχτά τη σκέψη της.

Αμέσως, όμως, άλλαξε το ύφος της μαζί με τα ερωτηματικά της, αφού δεν έπρεπε να είναι ως Ηρώ εκεί. Ως «Στέλλα», λοιπόν, συνέχισε με κόπο.

«Αχ, Νίκο! Σου εξήγησα… τι άλλο να πω;».

«Τα περί αρραβώνα και οικογενειακής ανάγκης, άσ’ τα στην άκρη. Μπορεί να είναι έτσι, μπορεί και όχι. Αλλού είναι το εμπόδιο και βρίσκεται μέσα σ’ εσένα».

Την κοίταζε βαθιά στα μάτια, λες κι από ’κει θα έβγαινε η αλήθεια και προσπαθούσε να τη διακρίνει. Γιατί, όλα του έλεγαν πως κάτι άλλο υπήρχε ανάμεσά τους που τον μπέρδευε πολύ. Το μόνο ξεκάθαρο ήταν ότι τα χείλη της, τα μάτια της και η αγκαλιά της, δεν του έλεγαν ψέματα.

«Τα λόγια σου με μπερδεύουν πολύ», συνέχισε σκεπτικός, «είσαι… πώς να το πω!… σαν δύο άτομα. Από τη μία μου ακούγεσαι… «πανέμορφα σοφή», θα έλεγα κι από την άλλη μου παρουσιάζεσαι σαν… ανώριμη χαζούλα!.

Το ξεστόμισε με μπόλικο δισταγμό κι αμέσως της χαμογέλασε σχεδόν ντροπαλά, λες και της ζητούσε συγγνώμη. Η Ηρώ γέλασε με ανακούφιση. Αυτό ήταν; Εντάξει! Τίποτε δεν κινδύνευε˙ ούτε να τον χάσει, ούτε να αποκαλυφθούν τα παιχνίδια που του είχαν στήσει κι αυτή συμμετείχε… ναι, και χωρίς ντροπή.

«Θεέ μου, πού θα με βγάλει αυτό το μπλέξιμο!», πρόλαβε να σκεφτεί και η φωνή του την επανέφερε στο παρόν.

«Δε θυμώνεις που σε λέω, χαζούλα;»

Η απορία του μαζί με την αμηχανία του, τη βοήθησαν να ξαναβρεί την ψυχραιμία της.

«Είμαι χαζή, το παραδέχομαι. Δεν έχω μυαλό. Αλλιώς… γιατί να βρίσκομαι εδώ; Με ποιά εγγύηση; Ξέρω κάτι για σένα; Για τη ζωή σου; Για το παρελθόν σου; Τίποτε! Και ούτε ρωτάω να μάθω. Ποιός μυαλωμένος άνθρωπος θα το έκανε αυτό; Ξέρω μόνο, ότι μου αρέσεις πολύ, ότι σε σκέφτομαι κάθε ώρα και κάθε στιγμή, ότι έχεις γίνει ολόκληρος ο κόσμος μου και… πολύ φοβάμαι ότι θα σε αγαπήσω πολύ».

Το χαρούμενο γέλιο του, τόσο δυνατό, σίγουρα θ’ ακούστηκε στη γύρω περιοχή. Τι χαρά ήταν αυτή που πήρε από τα λόγια της! Τι ανακούφιση! Χωρίς και ο ίδιος να ξέρει γιατί, ο τόνος της φωνής της που έσταζε ανόθευτη την αλήθεια, μαζί με όλα τα λόγια της τον γέμισαν με δύναμη.

«Αν είναι έτσι, τότε κι εγώ πρέπει να έχω μια γερή δόση χαζομάρας, γιατί υποψιάζομαι ότι μου λες κάποια ψέματα κι όμως σε θέλω στη ζωή μου… και πρόσεξε τι θα σου πω… σε θέλω για πάντα. Πες μου εσύ το “ναι” και θα έρθω να μιλήσω στον πατέρα σου. Δεν τον φοβάμαι, όπως δε φοβάμαι ούτε τη ζωή˙ αρκεί να είμαστε μαζί και τα παλεύω όλα. Πες μου τώρα, είμαι μυαλωμένος εγώ; Αυτά, όμως, μου λέει η καρδιά μου και δυναμώνουν πολύ κάθε φορά που σε έχω κοντά μου. Είναι σα να σε γνωρίζω μια ολόκληρη ζωή. Τι άλλο να σου πω;».

«Τίποτε άλλο. Τα είπες όλα όσα χρειάζομαι για να μείνω κοντά σου για μια ολόκληρη ζωή. Όμως… σε παρακαλώ, Νίκο μου, δώσε μου ακόμα λίγο χρόνο».

Η φωνή της, το πρόσωπό της… όλα επάνω της έδειχναν ότι δεν χώραγε άλλη πίεση από τη μεριά του. Ο βοσκός όλο και πλησίαζε προς το δέντρο τους. Τα πρόβατα περνούσαν σχεδόν από δίπλα τους και βάδιζαν προς το χωματόδρομο, που χώριζε στα δύο τον πευκώνα.

«Εντάξει, μωρό μου. Ας πηγαίνουμε τώρα. Θα τα πούμε σύντομα!», έδωσε τέλος στη συνάντηση ο Νίκος και την κράτησε λίγο ακόμα στην αγκαλιά του. Μετά…

Η Ηρώ βρέθηκε να περπατάει γρήγορα πάνω στο χωματόδρομο, με κατεύθυνση προς τους θάμνους. Ο ουρανός είχε μαζέψει πυκνά σύννεφα και ήταν σίγουρο ότι θα ξέσπαγε βροχή. Τάχυνε το βήμα της και προτού την κρύψουν τα πεύκα, γύρισε να κοιτάξει προς το μέρος του. Τον είδε να φεύγει τρέχοντας, λες και βιαζόταν να προλάβει κάτι.

Διακρίνοντας την πλάτη του να χάνεται πίσω από τα δέντρα, κατάλαβε… ναι, ήταν σαν να το είδε ζωγραφισμένο στον αέρα αυτό που πήγαινε να κάνει. Ήταν τόσο φανερό, που ξάφνιασε και την ίδια.

Χωρίς δεύτερη σκέψη, έτρεξε κι αυτή για να προλάβει εκείνο που πήγαινε να γίνει και θα τα γκρέμιζε όλα. Μπήκε στο σπίτι λαχανιασμένη. Η θεία-Μαρία την υποδέχτηκε πολύ θυμωμένη.

« Τι καμώματα είναι τούτα, Ηρώ; Γιατί κρυφτήκατε πίσω από τα πεύκα; Τι κάνατε, που δεν έπρεπε να βλέπουμε;».

«Πού είναι η Δέσποινα;», ρώτησε με αγωνία, παραβλέποντας τα υπονοούμενα της θείας και μαντεύοντας την απάντηση, έτρεξε προς την εξώπορτα.

«Πού πας πάλι;», τη σταμάτησε, φανερά εκνευρισμένη, η Μαρία.

«Στη Δέσποινα. Θα την πάρει τηλέφωνο τώρα κι αλίμονο της αν δεν είμαι εκεί. Θα τα καταλάβει όλα! Πάει να την ψαρέψει! Πρέπει ν’ απαντήσω εγώ!», μιλώντας δυνατά κατέβαινε τα σκαλοπάτια δύο-δύο.

Πρόλαβε να είναι εκεί, τη στιγμή που κουδούνιζε το τηλέφωνο.

«Πρέπει ν’ απαντήσω εγώ, αλλιώς χάθηκες, κακομοίρα μου!», είπε στα γρήγορα κι άρπαξε το ακουστικό από τα χέρια της Δέσποινας, που έμεινε αποσβολωμένη.
«Παρακαλώ!», απάντησε ψιθυριστά, σκύβοντας κοντά στο ακουστικό.

Συνεχίζεται…

12η συνέχεια <———

google news

Ακολουθήστε μας και στο Google news
Ακολουθήστε μας και στο Youtube

Υποστηρίξτε την προσπάθεια των συντελεστών της e-enimerosi.com Η οποία ενημερώνει για όλα τα θέματα του ελληνισμού αλλά και του κόσμου. Μια σελίδα φτιαγμένη με αγάπη από ανθρώπους οι οποίοι βρίσκονται σε διάφορα σημεία της Ευρώπης. Μιας ιστοσελίδα της διασποράς με έδρα την Γερμανία και το κρατίδιο της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας. Κάντε την δική σας δωρεά εδώ για να βοηθήσετε την προσπάθειά μας. Σας ευχαριστούμε θερμά!!!

Σχετικές αναρτήσεις

Το λαχείο

e-enimerosi

Das Los – Το Λαχείο: Μετάφραση στα Γερμανικά

Χριστίνα Σιμοπούλου.

Κριτική Βιβλίου: Το κορίτσι της φωτογραφίας

e-enimerosi