Λογοτεχνία

Συμφωνία… Νο 5

Ένα μυθιστόρημα της Μαίρης Μάκρα
( 16η συνέχεια )

” Έτσι χτυπάει την πόρτα το πεπρωμένο μας”-(Λούντβιχ βαν Μπετόβεν)

***

( Σύνδεση με το προηγούμενο: Η συμμαχία της Δέσποινας με την Ηρώ, με κοινό πεδίο τον απαγορευμένο έρωτα- για άλλους λόγους η κάθε μία-πού θα οδηγήσει; Σε κάτι που κάνει τη θεία-Μαρία να λέει, έξαλλη:”«Σου λέω, ότι έγινε αφορμή να πάρει η Ηρώ τον κακό δρόμο. Το κορίτσι έγινε διαρρήκτης!», έφριττε η θεία-Μαρία …”

***

«Θα μου πεθάνει το παιδί μου μ’ αυτή την ιστορία. Η Παναγία να βάλει το χέρι της!», σταυροκοπιόταν η θεία-Μαρία, που είχε μία αρχή: σε δύσκολες ώρες τρώμε!

«Βάλε μια μπουκιά στο στόμα σου, καλό μου! Για ξένα κρέατα θα φας τα δικά σου;», της φώναζε βάζοντας μπροστά στα μούτρα της ένα κεφτεδάκι, καρφωμένο στο πιρούνι.

Αυτό με τα «ξένα κρέατα»… πώς την ανατρίχιαζε την Ηρώ!

«Μην το ξαναπείς αυτό το αηδιαστικό! Πού το βρήκες και το λες συνέχεια;», την αποπήρε, παραμερίζοντας με το χέρι της το πιρούνι με το κεφτεδάκι.

«Ξένα κορμιά είν’ οι άντρες. Μην αρρωσταίνεις τον εαυτό σου για χάρη τους. Δεν ξέρω αν αξίζει τον κόπο!», πρόσθεσε σοβαρά κι έβαλε το κεφτεδάκι στο δικό της στόμα. Ε, να μην πάει και χαμένο!

Έτσι κι αλλιώς, το στομάχι της Ηρώς είχε κλείσει από την αγωνία.

Κακήν-κακώς και για τις δύο, έφθασε επιτέλους το βράδυ. Η Μαρία βγήκε διακριτικά στο μπαλκόνι, για ν’ απολαύσει τη δροσιά της νύχτας, όπως εξήγησε.

Η Ηρώ κλείστηκε στο δωμάτιο, με το τηλέφωνο αγκαλιά. Ο πευκώνας, ολόγυρα στο σπίτι, βουτηγμένος στη σιωπή. Το φεγγάρι κρυμμένο. Με τρελό καρδιοχτύπι πήρε το νούμερο, που ήξερε πια απ’ έξω, και περίμενε με το αυτί κολλημένο στο ακουστικό.

«Τατόι! Λέγετε, παρακαλώ!».

Η φωνή του! Επιτέλους η φωνή του! Η ζεστή, γνωστή, αγαπημένη φωνή του!

«Νίκο μου!», κατάφερε να ψελλίσει… και μετά…

Μετά έσβησαν οι λέξεις, χάθηκαν τα γράμματα, μας τέλειωσαν οι φθόγγοι! Φτώχυναν και ξεθώριασαν μέσα στα καμίνια της ζωής! Πού να βρω τώρα εγώ, ο ταλαιπωρημένος άνθρωπος αυτής της γης, τις κατάλληλες λέξεις για να περιγράψω τους κήπους της Εδέμ; Εκεί, υπάρχεις ή δεν υπάρχεις. Περιγραφές δε χωράνε. Γι’ αυτό και η Ηρώ δεν ήξερε τι να πει, την άλλη μέρα στη Δέσποινα. Κι εκείνη εκεί… να ρωτάει και να ξαναρωτάει.

«Τι σου είπε; Τι του είπες; Πρέπει να ξέρω λεπτομέρειες. Αν με ρωτήσει κάτι, όταν ξαναμιλήσω μαζί του, τι θα έχω να του πω;», αγριοκοίταξε την Ηρώ, ενώ από τα μάτια της ξεχείλιζε το παράπονο.

«Τίποτε το σπουδαίο δεν είπαμε. Χαζοκουβέντες γιατί, μην ξεχνάς, υποτίθεται πως είσαι σε ξένο σπίτι και δεν μπορείς να λες πολλά. Όταν μιλήσετε και πάει να σε ψαρέψει με διάφορες ερωτήσεις, θα του πεις, ότι δεν θυμάσαι τα λόγια που ανταλλάξατε! Κρατάς μόνο τα συναισθήματα και ότι αυτά δεν περιγράφονται με λέξεις της γης! Αυτό να του πεις και δεν πρόκειται να κάνεις γκάφα», απάντησε η Ηρώ.

«Πω, πω, πω! Τι ήταν αυτό που είπες! Καλέ, Μαρία, φέρε μου χαρτί και μολύβι! Να το γράψω ακριβώς όπως το είπε, για να μην το ξεχάσω!».

Σε έξαψη η Δέσποινα, με το χαρτί και το στυλό στο χέρι. Η θεία-Μαρία κοίταξε την ανεψιά της με θαυμασμό.

«Φτου σου καμάρι μου! Πού τα βρίσκεις αυτά τα λόγια; Λες και μιλάει η ψυχή σου! Ποιήτρια είσαι και δεν το ξέρουμε; Ε, ρε τι βγάζει το σόι μας!», βροντοφώναξε και την έφτυσε ακόμα μία φορά, για να μη την ματιάσει.

Έτσι, εγκαινιάστηκε μία νέα περίοδος σε αυτή τη σχέση τους την τόσο παράξενη. Μόνο η Ηρώ να μιλάει με το Νίκο και η Δέσποινα να χορταίνει με τα μισόλογα σε αναμετάδοση, από την αντικαταστάτρια-Ηρώ. Πόσο κράτησε αυτό το καινούργιο θέατρο; Κανένας δε θυμόταν αργότερα. Για την Ηρώ, έμοιαζε με απεραντοσύνη. Η Δέσποινα, έχανε πάντα το χρόνο, όταν έπρεπε να τον λογαριάσει. Για τον Νίκο, γνωρίζουμε μόνο ότι έκανε σχέδια για την κοινή τους ζωή στην Αμερική… όταν η «Στέλλα» θα μιλούσε, επιτέλους, στον πατέρα της και όλοι μαζί μονιασμένοι θα έδιωχναν τον «αρραβωνιαστικό». Ποιός ξέρει τι γίνεται με το χρόνο σε τέτοιες περιπτώσεις! Μικραίνει ή αυγαταίνει; Μόνο για τη θεία-Μαρία γνωρίζουμε την πραγματικότητα με ακρίβεια. Ρωτάτε, γιατί; Επειδή για τη θεία-Μαρία μέτρησαν ακόμα και τα δευτερόλεπτα, με τον παραφουσκωμένο λογαριασμό του ΟΤΕ, που της ήρθε και τη χτύπησε κατακέφαλα.

«Κορίτσι μου! Πόσες ώρες μιλούσες μαζί του; Χρυσάφι θα την πληρώσουμε αυτή την ιστορία; Έλεος!».

Και για να ελεηθεί το πορτοφόλι της, που κινδύνευε πια από τον ΟΤΕ και από την Ηρώ, έβαλε στο τηλέφωνο λουκέτο.

Το λουκέτο… αχ, αυτό το λουκέτο!

«Σου λέω, ότι έγινε αφορμή να πάρει η Ηρώ τον κακό δρόμο. Το κορίτσι έγινε διαρρήκτης!», έφριττε η θεία-Μαρία και δεν έλεγε να το ξεχάσει για καιρό. «Πώς το έκανες αυτό καλέ; Πώς το κατάφερες;», τη ρωτούσε με τόση περιέργεια, που ξεπερνούσε τον θυμό της.

Δεν τα κατάφερε, όμως, να μάθει με ποιόν τρόπο η Ηρώ εξουδετέρωνε το λουκέτο. Δεν της το είπε ποτέ. Το μόνο που παραδέχτηκε ήταν ότι, «ναι, εγώ το έκανα και σου ζητώ συγγνώμη!» Δεν της φανέρωσε, όμως, ποτέ τον τρόπο αλλά και το καρδιοχτύπι που είχε, όταν περνούσε το καντράν με τα νούμερα του τηλεφώνου και το λουκέτο μαζί κάτω από το μεταλλικό διαχωριστικό εμπόδιο. Με χειρουργικές κινήσεις, για να μη σπάσει στα χέρια της το μέταλλο, που εμπόδιζε τη στροφή και με κρατημένη την αναπνοή, κατάφερνε το ακατόρθωτο.

Αυτές, όμως, οι διαμαρτυρίες, από πλευράς της θείας-Μαρίας, έγιναν πολύ αργότερα και δεν είναι της ώρας να τις αναφέρουμε με λεπτομέρειες. Προς το παρόν θα πούμε, ότι η Ηρώ ήταν ευτυχισμένη. Η Δέσποινα, επιτέλους, δεν έμπαινε στη μέση. Η θεία-Μαρία κοιμόταν ήσυχη και καμάρωνε που είχε φρενάρει τα τηλεφωνήματα της Ηρώς, βάζοντας το λουκέτο. Και η Ηρώ μιλούσε μαζί του όσο ήθελε και χόρταινε η ψυχή της τον παραδεισένιο της έρωτα, από μακριά και ακίνδυνα, όπως στα παραμύθια! Μόνο που τα μάτια της άρχισαν να παίρνουν μία ασυνήθιστη λάμψη και στα όσα συνέβαιναν γύρω της δεν έδινε καμία σημασία.

Έτσι, δεν πήρε είδηση ότι η θεία-Μαρία έλαβε ένα τηλεγράφημα και πέταξε στα ουράνια από τη χαρά της. Μέχρι που η γυναίκα αναγκάστηκε να της το βροντοφωνάξει στο αυτί.

«Δεν ακούς, παιδί μου, τί σου λέω; Έρχεται ο θείος σου, ο καπετάνιος μου! Σήκω πάνω, έχουμε δουλειές!».

«Αχ! Τι ωραία! Τι καλά! Τί καλά!», χτύπησε παλαμάκια η Ηρώ, για να ευχαριστήσει τη θεία.

Η αλήθεια, όμως, ήταν ότι δεν της έλεγε και πολλά ο ερχομός του καπετάνιου-θείου. Μήπως τον είχε ζήσει και καθόλου! Το μόνο που ήξερε γι’ αυτόν ήταν αυτό που έλεγαν όλοι οι άλλοι, όταν αναφέρονταν στο πρόσωπό του: «είναι ένας πολύ λογικός και σοβαρός άνθρωπος». Κι αυτό φαίνεται, ότι ήταν αρκετό για να τον υπολογίζουν πολύ.

Επειδή, όμως, η ευτυχισμένη Μαρία αναστάτωσε όλο το σπίτι για να τον υποδεχτεί «σε λίγες ημέρες», κατά το τηλεγράφημα, μπήκε και η Ηρώ στον ρυθμό και.. αν μπορούσε, ας έκανε κι αλλιώς… και, να οι καθαριότητες, να τα σιδερώματα, να κάτι καινούριες κουρτίνες˙ κι από πάνω, διπλά τα γλυκά του ταψιού, διπλές και οι μαρμελάδες. Ανέλαβε και τις εξωτερικές δουλειές που πολλαπλασιάστηκαν! Ύστερα, αναρωτιέται κανείς πώς χάνεται ο χρόνος! Γλιστράει μέσα στα χέρια σου, σαν το νερό!

Έτσι, λοιπόν, εν μέσω του χρόνου που ξέφευγε, χρειάστηκε να πεταχτεί η Ηρώ και ως το γειτονικό προάστιο. Εκεί ήταν η μεγάλη αγορά με τα πολλά μαγαζιά, που στα περισσότερα ήταν καλή πελάτισσα η Μαρία.

«Θα πας στο καθαριστήριο αυτά τα ρούχα. Να τους πεις ότι είμαι η θεία σου και ότι τα θέλω, οπωσδήποτε, μεθαύριο. Είμαι πολύ καλή πελάτισσα και θα με εξυπηρετήσουν», έδωσε την εντολή της και η Ηρώ έφυγε.

Ήταν χαρούμενη, όπως κάθε φορά που ξέφευγε από τους τέσσερις τοίχους ενός σπιτιού. Μέχρι που της ερχόταν να φωνάξει «φτου, ξελευτερία!», αλλά συγκρατούσε τον εαυτό της, γιατί… μπορεί να ήταν και υπερβολική. Η μαμά, θα της τα έκοβε «αυτά τα χαζά», με ένα και μόνο βλέμμα. Γι’ αυτό… άσ’ το καλύτερα˙ το «πώς ένιωθε» ήταν «ψύλλοι στ’ άχυρα», είχε κάποτε διευκρινίσει ο μπαμπάς. Κι έτσι, δεν υπήρχε λόγος να σκοτίζεται με τέτοιου είδους σκέψεις.

Χαιρόταν… απλά και λογικά… χαιρόταν που θα έπαιρνε το λεωφορείο της γραμμής. Θα χάζευε τη διαδρομή μέσα από τα πυκνά πεύκα. Θα έκανε μία βόλτα στα μαγαζιά, για να δει τις βιτρίνες. Μπορεί να πρόσφερε και στον εαυτό της ένα παγωτό χωνάκι. Τι άλλο να ήθελε;

Μ’ αυτές τις σκέψεις, δεν κατάλαβε πώς έφθασε στην αφετηρία του λεωφορείου, που ήταν κιόλας εκεί, λες και την περίμενε. Μπήκε μέσα, πλήρωσε το εισιτήριό της στον εισπράκτορα και κάθισε σε μία θέση, δίχως να ρίξει ένα βλέμμα γύρω της.

-Η αίσθηση ότι γεμίζει ο χώρος γύρω σου από μία μοναδική ουσία, σας είναι γνωστή;

– Ότι κάνεις μακροβούτι μέσα στη λίμνη της ευτυχίας;

– Ότι ο ήλιος έκανε κατάληψη στα κύτταρά σου κι αναρωτιέσαι “γιατί”;

Αν δεν έχεις γνωρίσει κάτι απ’ όλα αυτά, με τι λόγια να σας περιγράψω τώρα τι έγινε αναπάντεχα;

Το μόνο που μπορούμε να πούμε είναι, ότι η Ηρώ ένιωσε να εκσφενδονίζεται από το στεγνό κάθισμα ενός λεωφορείου αστικής συγκοινωνίας, στην στρατόσφαιρα του ονείρου, πέραν της Γης.

Ήταν η στιγμή που κάποιος κάθισε δίπλα της. Το κάθισμα έτριξε. Ένα σώμα ακούμπησε στο δικό της κι εκείνη… άκουσον, άκουσον…δεν αποτραβήχτηκε, όπως θα έπρεπε. Ολόκληρη η ύπαρξή της, από το κεφάλι έως τα πόδια της βροντοφώναξε, ότι αυτός, εκεί δίπλα της ήταν ο Νίκος. Το πώς βρέθηκε εκεί, δεν την απασχόλησε. Δεν αναρωτήθηκε αν ήταν σύμπτωση ή αν της «είχε στήσει καρτέρι», όπως φοβόταν η Δέσποινα. Του χαμογέλασε, λες και ήταν το αυτονόητο και το γραμμένο στις σελίδες του πεπρωμένου, το να συναντηθούν εκεί. Κι εκείνος δεν είπε λέξη. Πήρε μόνο το χέρι της, το ακούμπησε πάνω στην καρδιά του και το σκέπασε με τις παλάμες του. Η Ηρώ αναστέναξε. Το ανάλαφρο χάδι του, στο πάνω μέρος της παλάμης της, άρχισε να γίνεται κύμα χαράς, που απλωνόταν και γέμιζε το κορμί της απ’ άκρη σ’ άκρη. Και ξαφνικά, αυτό ακριβώς το κύμα την τρόμαξε. Ένιωσε κάτι σαν κίνδυνο και προσπάθησε να τραβήξει το χέρι της. Δεν την άφησε. Της το κράτησε σφιχτά και με το βλέμμα του τη ρωτούσε…” τί συμβαίνει”;

«Μη μου κρατάς το χέρι», του ψιθύρισε.

«Γιατί;», της ψιθύρισε.

«Γιατί…γιατί… μου αρέσει πολύ!», απάντησε ντροπαλά.

Τα ίδια της τα λόγια την ξάφνιασαν. Τι ήταν αυτό που του εξομολογήθηκε ;

«Δηλαδή, εσύ, αγάπη μου, διώχνεις μακριά σου ό, τι σου αρέσει πολύ;».

Την κοίταξε με απορία, ο Νίκος, αλλά και η ίδια δεν είχε κάποια απάντηση. Τον τελευταίο καιρό δεν αναγνώριζε τον εαυτό της. Αφού δε δίσταζε να παραβιάζει ένα τηλέφωνο, γιατί την τρομοκρατούσε αυτό που τόσο της άρεσε; Ναι, το έβλεπε καθαρά ότι έσπρωχνε μακριά της τη γλυκιά αίσθηση που την κυρίευε σε κάθε επαφή μαζί του.

«Μα, θα μας δουν!», προσπάθησε να βρει μια δικαιολογία.

«Αυτό επιδιώκω˙ να μας δουν και να το μάθει ο πατέρας σου. Τότε θα έρθω να του μιλήσω εγώ, αφού εσύ δεν μπορείς ».

Ο λόγος του «συμβόλαιο», έτσι της φάνηκε, και χωρίς να το πολυσκεφτεί του φίλησε το χέρι. Ναι, χωρίς δισταγμό. Δεν το πίστευε αυτό που έκανε και για να βεβαιωθεί, φαίνεται, ξαναφίλησε την παλάμη του άλλες δύο φορές, από την πάνω μεριά κι από την κάτω μεριά. Με όλη της την καρδιά, νιώθοντας βαθιά ευγνωμοσύνη για εκείνο το γερό χέρι, που της έκλεισε το στόμα –για να μη λέει «μη» και «όχι»- αλλά της άνοιγε διάπλατα το κορμί και την ψυχή μαζί.

«Με το ζόρι στη χαρά, μάτια μου;», τη ρώτησε τρυφερά.

«Έτσι φαίνεται», μουρμούρισε και ακούμπησε το κεφάλι της στον ώμο του.

Έφθασαν στον προορισμό τους, χωρίς ν’ ανταλλάξουν άλλες λέξεις. Κατέβηκαν από το λεωφορείο. Το πότε τελείωσε η Ηρώ τις δουλειές που είχε αναλάβει, δεν το συζητάμε. Είναι απ’ αυτά που γίνονται και διεκπεραιώνονται μόνο με τα χέρια και με το μυαλό. Η καρδιά περιμένει, ατάραχη, τη σειρά της και μόλις ξεμπλέξεις με τα υπόλοιπα, ξαναπαίρνει τα ηνία στο χέρι.

Ξέμπλεξε, λοιπόν, γρήγορα-γρήγορα με όσα είχε να κάνει η Ηρώ και πήγε εκεί που είχαν συμφωνήσει να την περιμένει. Ήταν στην απέναντι γωνία του δρόμου. Καθισμένος πάνω σ’ ένα τσιμεντένιο πεζούλι, κοίταζε προς το μέρος της, παίζοντας με μία αλυσίδα στο χέρι. Έφθασε κοντά του, σχεδόν τρέχοντας και πρόσεξε, για πρώτη φορά, ότι φορούσε στολή σμηνίτη.

«Σου πάει πολύ η στολή», σχολίασε τόσο τρυφερά, λες και του έλεγε “σ΄αγαπώ” με άλλα λόγια.

«Σε λίγους μήνες την αποχαιρετάω˙ τελειώνει η θητεία μου!», την πληροφόρησε στον ίδιο τόνο.

Μετά πήδησε από το πεζούλι ανάλαφρα, την πήρε από το χέρι κι έστριψαν στην πρώτη γωνία του δρόμου, δεξιά. Ήταν εκεί που άρχιζε μια μεγάλη συστάδα από δέντρα. Πίσω τους και σε μικρή απόσταση, πυκνές φυλλωσιές έκρυβαν από τα μάτια τους κάποια περιφραγμένα χωράφια, που χρόνια αργότερα θα γίνονταν ακριβοπληρωμένα οικόπεδα.

Κάθισαν σε ένα ξύλινο παγκάκι και την τράβηξε κοντά του. Έκλεισε τα μάτια της και χάθηκε μέσα στην αγκαλιά του κι ας ήταν “δια παντός”, πρόλαβε να σκεφτεί.

Συνεχίζεται…

15η συνέχεια <———

google news

Ακολουθήστε μας και στο Google news
Ακολουθήστε μας και στο Youtube

Υποστηρίξτε την προσπάθεια των συντελεστών της e-enimerosi.com Η οποία ενημερώνει για όλα τα θέματα του ελληνισμού αλλά και του κόσμου. Μια σελίδα φτιαγμένη με αγάπη από ανθρώπους οι οποίοι βρίσκονται σε διάφορα σημεία της Ευρώπης. Μιας ιστοσελίδα της διασποράς με έδρα την Γερμανία και το κρατίδιο της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας. Κάντε την δική σας δωρεά εδώ για να βοηθήσετε την προσπάθειά μας. Σας ευχαριστούμε θερμά!!!

Σχετικές αναρτήσεις

Η καλλονή…

e-enimerosi

NARKOTISIERTES MEER

e-enimerosi

Συμφωνία… Νο 5

e-enimerosi