Ένα μυθιστόρημα της Μαίρης Μάκρα
” Έτσι χτυπάει την πόρτα το πεπρωμένο μας” – (Λούντβιχ βαν Μπετόβεν)
***
(Σύνδεση με το προηγούμενο: Η Ηρώ βρίσκεται στο προάστιο, υπό την προστασία της θείας. Είχε ποτέ φανταστεί, ότι μια Δέσποινα θα έμπαινε αναπάντεχα στη ζωή της για να ανατρέψει τα πάντα; Κι αν αυτό μπορεί να ονομαστεί “παρέμβαση της Μοίρας”, αναρωτιέται κανείς: αντέχει η Ηρώ αυτές τις ανατροπές; Θα δούμε! Ποιά είναι, όμως, αυτή η Δέσποινα;)
Η ΔΕΣΠΟΙΝΑ
Η Δέσποινα ήταν πρωτευουσιάνα. Το ξεκαθάριζε από την αρχή, σε κάθε της γνωριμία, για να μην την μπερδεύουν με τις επαρχιώτισσες, που βρέθηκαν στην Αθήνα, ενώ «μύριζαν ακόμα κοπριά!».
Αυτό, περί κοπριάς, το έλεγε η μάνα της και το επαναλάμβανε, σαν ηχώ, και η ίδια. Ίσως, για να καταλάβει το βαθύτερο νόημα της αινιγματικής αυτής φράσης. Μπορεί, όμως, να ήθελε έτσι να τονίσει το πόσο απείχε το σόι της από την κάθε λογής «κοπριά», που αναμφισβήτητα, προερχόταν από την επαρχία. Γι’ αυτό, ευθύς εξ αρχής, το τόνιζε: «Ήταν γέννημα και θρέμμα Αθηναία!». Ως και τις λέξεις στρογγύλευε στο στόμα της, για να διακρίνεται και από την προφορά, η ανώτερη πρωτευουσιάνικη καταγωγή της. Έλεγε, ας πούμε, «Εγώώώ», και πρόσεχε μην και της ξεφύγει κανένα «Ιγώ!», γιατί θα γινόταν «ρεζίλι των σκυλιώνε», όπως την είχε προειδοποιήσει η μάνα-Χαρίκλεια, υψώνοντας αυστηρά το δάχτυλό της, μπροστά στα μάτια της.
Βλέπεις, η μάνα-Χαρίκλεια, προτιμούσε να πεθάνει, παρά να την πουν επαρχιώτισσα, πόσο μάλλον χωριάτισσα! Τρόμαξε να ξεπλύνει από πάνω της αυτή τη ρετσινιά! Έφυγε από το χωριό της με ένα όνειρο: να παντρευτεί στην πρωτεύουσα, για να γίνει κυρία! Γι’ αυτό και δε δίστασε να πάρει για άντρα της τον Παναγιώτη, που φορούσε γραβάτα και έπλενε τα δόντια του με Kolynos. Δεν ήταν όποιος κι όποιος! Δημόσιος υπάλληλος, είχε δηλώσει στην προξενήτρα που επιστράτευσε, για να του βρει «μία γυναίκα για σπιτικό». Αυτή, βέβαια, είχε προσθέσει στον τίτλο και το «Ανώτερος». Έτσι, με τον πιο απλό τρόπο, ο Παναγιώτης χρίστηκε «Ανώτερος δημόσιος υπάλληλος». Σίγουρα, σε ανώτερο όροφο ήταν ο χώρος της δουλειάς του. Το θυμόταν καλά η Χαρίκλεια, γιατί ανέβηκε, μαζί με την προξενήτρα, στον πέμπτο όροφο, για να γνωρίσει τον υποψήφιο γαμπρό. Μελαχρινός, αγριωπός, με μουστάκι και μάτι κοφτερό. Της άρεσε. Είπε το «ναι», επί τόπου. Γύρισε στο χωριό της ευτυχισμένη, μια και αποκαταστάθηκε, αλλά και ενθουσιασμένη, από την εμπειρία της να μπει σε γυάλινο ασανσέρ. Αφού, δεν την πίστευαν στο χωριό της. «Αλλά, τι περιμένεις από χωριάτες!», απηύδησε η Χαρίκλεια. Ευτυχώς, σε ένα μήνα έγινε ο γάμος και γλύτωσε από το σινάφι τους.
Λίγους μήνες αργότερα πήρε είδηση, ότι ο Παναγιώτης ήταν και υδραυλικός. Μετά… θόλωσε το μυαλό της. Πώς γίνεται αυτό… ο άνδρας της να είναι και υδραυλικός και δημόσιος υπάλληλος; Να δουλεύει μέχρι το μεσημέρι ως «ανώτερος» και τις απογευματινές ώρες, ακόμα και τα Σαββατοκύριακα, ως «κατώτερος»; Μπερδεύτηκε πολύ τον πρώτο καιρό. Γρήγορα, όμως, παραμέρισε τις κουραστικές σκέψεις, μια και ο Παναγιώτης άπλωσε μπροστά της όλα τα λεφτά που έβγαζε το μήνα. Ήταν τόσα πολλά, που της έκοψαν τη μιλιά, μαζί με τα ερωτηματικά. Ένα μόνο του ζήτησε: «Να δηλώνεις, ως επάγγελμα, μόνο το Δημόσιος Υπάλληλος. Αν θέλεις, βάλε και το ˝Ανώτερος˝… σε παρακαλώ!».
Εκείνος χαμογέλασε κάτω από τα μουστάκια του, και κούνησε το κεφάλι σα να έλεγε «το μυαλό σου και μια λύρα!»… αλλά υποχώρησε στη «λόξα», όπως έλεγε, της συζύγου του. Άλλωστε, είχε καταλάβει, ότι η Χαρίκλεια τον είχε κορώνα στο κεφάλι της. Μια φορά, μάλιστα, που τσακώθηκε άγρια με την «από κάτω», του πρώτου ορόφου, άκουσε να της φωνάζει η Χαρίκλειά του: «Δε σου επιτρέπω να προσβάλλεις τη γυναίκα του συζύγου μου!». Την αποστόμωσε! Και ο Παναγιώτης βεβαιώθηκε ότι είχε πετύχει τη σωστή γυναίκα, για σύντροφο της ζωής του.
Από ’κει και πέρα δεν της χάλασε κανένα χατίρι. Της αγόρασε και δεύτερο ρετιρέ. Μετά, μια ακόμα γκαρσονιέρα, για να τη νοικιάζει και να έχει δικό της εισόδημα.
«Να μην είμαι με απλωμένο το χέρι, Παναγιώτη μου! Σα ζητιάνα!», του είπε γλυκά.
«Δίκιο έχει η γυναίκα!», συμφώνησε εκείνος.
Κατόπιν τούτου, της έχτισε και εξοχικό. Έστελνε και χρήματα στους γέρους της, στο χωριό.
«Στην ιδιαίτερη πατρίδα θα λες˙ όχι, στο χωριό!», τον διόρθωνε η Χαρίκλεια με πολύ τακτ, όπως αρμόζει στους αρχοντικούς ανθρώπους.
Αυτό πια –πρέπει να το παραδεχτούμε- ήταν το προσωπικό της κατόρθωμα. Είχε γίνει αρχοντική. Της το έλεγαν όλες οι μοδίστρες, που έραβαν σε ανώτερες κυρίες κι αυτή… γιατί όχι; … το καμάρωνε. Φορούσε πια κομψά ταγιέρ. Κρατούσε πανάκριβες τσάντες. Έτρωγε τσιπούρα… άντε μέχρι λυθρίνι, ποτέ όμως γαύρο. Πήγαινε δύο φορές την εβδομάδα στο κομμωτήριο και μιλούσε σε όλους στον πληθυντικό. «Σας παρακαλώ, κύριε Θωμά, μου δίνετε ένα καρβελάκι πολυτελείας;», έλεγε στο φούρναρη με μελιστάλακτη φωνή˙ κι εκείνος έπινε νερό στ’ όνομά της. «Τι αρχόντισσα! Με το ˝σεις˝ και με το ˝σας˝!
Με τον καιρό απέκτησε και τη λάμψη της φιλανθρωπικής δράσης. Συμμετείχε και συχνά πρωτοστατούσε σε όλα τα «Φιλανθρωπικά τσάγια» της ενορίας της. Από ’κει μεταπήδησε στις κοινωνικές δραστηριότητες του Δήμου. Αγόραζε λαχνούς στο κόψιμο της πρωτοχρονιάτικης πίτας κάθε συλλόγου, «προς ενίσχυσιν!» και πάντα περισσότερους από τους άλλους. Στις ευχαριστίες των αρμοδίων απαντούσε με ταπεινοφροσύνη και υψώνοντας τα μάτια της προς τον ουρανό έλεγε! «Ο Κύριος! Ο Κύριος!».
Αυτό, μπορεί και να μην ταίριαζε σε κάθε περίσταση, της άρεσε όμως πολύ αυτή η φράση. Λέγοντάς την ένιωθε… κάπως… σαν να την ανέβαζε πάνω σ’ έναν εξώστη κι από ’κει ψηλά ατένιζε τον από κάτω κόσμο. Αυτό το ύψος τη βοηθούσε, άλλωστε, να ξεκαθαρίζει τι έπρεπε να κάνει. Ως σωστή κυρία, του κυρίου Παναγιώτη. Ως ανώτερη κοινωνική τάξη της περιοχής! Και, επιτέλους, ως σωστή μάνα, μια και την αξίωσε ο Θεός ν’ αποκτήσει τη Δέσποινα.
Τη λάτρεψε τη μικρή της κόρη. Τη ντάντεψε, όσο ήταν στην κούνια, μια και ένα μωρό έχει ανάγκη από όλα αυτά, για να ξεπεταχτεί και να κάνει τα πρώτα του βήματα.
Μόλις τα έκανε και κατάφερε να μην περδικλώνεται στο χαλί, μπήκε μπροστά ένα ζηλευτό σχέδιο, που θα εξασφάλιζε στο μοναδικό αυτό κοριτσάκι την ευτυχία, την ευημερία και την αφθονία. Η μάνα-Χαρίκλεια σκέφτηκε να προσθέσει και την «αθανασία» στον κατάλογο αλλά, μόλις το ξεστόμισε, ο πατέρας-Παναγιώτης γούρλωσε τα μάτια του έντρομος και η Χαρίκλεια, που έπιανε πουλιά στον αέρα, έκανε πίσω. Πάντα ήξερε πόσο την έπαιρνε να πιέζει προς μία κατεύθυνση κι αυτό το προσόν της, συγκινούσε ιδιαίτερα τον Παναγιώτη. Γι’ αυτό και δεν της χάλασε το χατίρι, όταν του ζήτησε να υπογράψουν ένα συμβόλαιο. Όχι σε συμβολαιογράφο, αλλά… να, έτσι απλά, σαν ένα οικογενειακό συμφωνητικό, το οποίο θα αποδείκνυε στο κορίτσι τους, μια μέρα, πόσα έκαναν για την ευτυχία του. Όχι ότι θα είχε παράπονο το δικό τους παιδί! Δε θα έβγαινε αχάριστο, με τέτοιους γονείς, αλλά να, μερικές φορές τα παιδιά γίνονται άδικα. Έγραψαν λοιπόν, το οικογενειακό συμβόλαιο, που είχε τα έξης άρθρα:
Πρώτον: Η Δέσποινα δε θα σκεφτόταν, για να μην κουράζεται. Θα το έκανε, για χάρη της, η μαμά.
Δεύτερον: Η Δέσποινα δε θα είχε λόγο μπροστά σε κανέναν και για τίποτε. Για να μη βραχνιάζει. Θα μιλούσε, εκ μέρους της, η μαμά.
Τρίτον: Η Δέσποινα δε θα είχε επιλογές, ούτε θα έπαιρνε πρωτοβουλίες.
«Μήπως την παραχαϊδεύουμε;», αναρωτήθηκε ο πατέρας-Παναγιώτης, προτού συνυπογράψει.
«Σιγά, καημένε! Τόσα και τόσα έχει να κάνει!», τον καθησύχασε η μάνα-Χαρίκλεια και για να υπάρχουν γραμμένα τα πάντα, πρόσθεσε μερικά άρθρα στο οικογενειακό συμβόλαιο που τα ονόμασε:
Άρθρα Ελευθερίας
1ον: Της επιτρέπεται να αποφασίζει για: Τι θα φοράει, πώς θα χτενίζεται και πόσο θα τρώει!
2ον: Θα έχει δικό της δωμάτιο, που θα το φροντίζει, βεβαίως, η μαμά.
3ον: Θα μπορεί να κλειδώνει το συρτάρι του γραφείου της.
(Εδώ η Χαρίκλεια σημείωσε στο μυαλό της να ζητήσει το
τηλέφωνο του γείτονά τους, του κλειδαρά)
4ον: Θα έχει δικό της ράδιο-πικάπ και θα ακούει τη μοντέρνα μουσική, που ακούν όλοι οι νέοι.
5ον: Της επιτρέπεται να φοράει ρουζ στο σχολείο και να κάνει κοπάνα, κάθε 1η του μήνα.
6ον: Της επιτρέπεται να αυθαδιάζει, μια και θα είναι για πάντα στην εφηβεία.
«Για όλη της τη ζωή;», πήγε να διευκρινίσει αυτό το «για πάντα» ο Παναγιώτης, αλλά του κόπηκε η αναλυτική διάθεση. Το ύφος της Χαρίκλειας του έδειξε καθαρά ότι, «τα πολλά λόγια είναι φτώχεια!».
Υπογράψανε, λοιπόν, το Οικογενειακό Συμβόλαιο και το φύλαξαν στο μεγάλο συρτάρι του μπουφέ. Το στομάχι, όμως, της Χαρίκλειας είχε γίνει ένας κόμπος, από τη στιγμή που έγραψε τη λέξη «σχολείο».
Αυτό το μικρό παιδάκι θα πρέπει να φύγει από κοντά της και να πάει σχολείο; Θα έρθει αυτή η μέρα και θα πρέπει να το δεχτεί; Να χάσει το μωρό της από τα άγρυπνα μάτια της για ολόκληρες ώρες; Ένιωσε ασφυξία. Πώς είναι δυνατόν να γράψει σε τετράδια μ’ αυτά τα μικρούτσικα χεράκια; Τι κούραση κι αυτή! Θα τα βγάλει πέρα; Αχ, και να μπορούσε… θα πήγαινε η ίδια στη θέση του, αλλά… ποιός καταλαβαίνει τον καημό μιας μάνας! Φύσαγε και ξεφύσαγε αλλά… δυστυχώς έπρεπε να το πάρει απόφαση, ότι δεν μπορούσε ν’ αλλάξει τίποτε. Μακάρι να μπορούσε! Ως και στο στρατό θα πήγαινε, αντί για το σπλάχνο της. «Ευτυχώς οι γυναίκες δεν πάνε στο στρατό!», της ήρθε ξαφνικά η σκέψη και πόσο, μα πόσο, ανακουφίστηκε! Ακόμα και ο κόμπος στο στομάχι της λύθηκε.
Τώρα… για να είμαστε εντάξει με του «λόγου το αληθές»… δεν είναι σίγουρο ότι υπογράψανε εκείνο το χαρτί που λέγαμε. Η Χαρίκλεια, όμως, ορκιζόταν και επέμενε, για χρόνια ολόκληρα. «Υπογράψαμε συμβόλαιο ευτυχίας για το παιδί μας!», έλεγε με τέτοιο πάθος, που έκανε τη μικρή Δέσποινα να ψάχνει, για χρόνια, τα συρτάρια, με την ελπίδα ότι κάπου θα το έβρισκε το σπουδαίο έγγραφο, το οποίο θα πιστοποιούσε την αγάπη των γονέων της.
Όχι πως αμφέβαλλε γι’ αυτό, αλλά… μερικές φορές ένιωθε μια απροσδιόριστη ταραχή κάτω από το άγριο βλέμμα τους. Ε, τότε αναρωτιόταν, μήπως δεν την ήθελαν; Μήπως έκανε κάτι κακό και δεν της το συγχωρούσαν; Τελικά, όμως, πείστηκε, ότι όλες αυτές οι αμφιβολίες πήγαζαν από τον κακό της χαρακτήρα. Αυτή ήταν το ανάποδο πλάσμα –και καλά την έλεγε έτσι ο μπαμπάς- που τολμούσε να τους κάνει και παράπονα. Τι πάει να πει, «το ένα δεν το θέλω και το άλλο δεν το κάνω». Όλα όσα αποφάσιζαν οι γονείς της, για το καλό της γίνονταν.
Κι αφού το χώνεψε για τα καλά, δεν άφηνε ούτε γι’ αστείο να περάσει από το μυαλό της κακή σκέψη, για μία διαδρομή, που χρόνια τώρα… την αρρώσταινε˙ έτσι ένιωθε κι έτσι έλεγε. «Είναι για το καλό σου!», της είχε εξηγήσει χίλιες φορές η μαμά. Και για να την πείσει της διάβασε το παραμύθι της Κοκκινοσκουφίτσας, που… να δεις τι έπαθε, επειδή δεν άκουγε τι της έλεγε η μαμά της και ξεστράτεψε για τα καλά.
«Ξεστράτεψε»! Φλόγες έβγαζε αυτή η λέξη στο μυαλό της μικρής Δέσποινας. Λες και είχε μαζέψει μέσα της όλες τις αμαρτίες του κόσμου, που θα την έστελναν στην Κόλαση, να καεί. Μια φορά μόνο ξεστράτεψε, για να κοιτάξει ένα γατάκι στο διπλανό πεζοδρόμιο και… καλά να πάθει… την πλήρωσε την αμαρτία. Γλίστρησε και χτύπησε τα γόνατά της στο τσιμέντο. Μέχρι που μάτωσαν! Κι αυτό επειδή ξεστράτεψε, όπως η Κοκκινοσκουφίτσα.
Και να… να ψάχνει, με τα μάτια, η μικρή Δέσποινα, πίσω από τα σπίτια, περίπτερα ή φράχτες, μήπως ανακαλύψει τον κακό το λύκο. Άφαντος είχε γίνει, ο ύπουλος. Ποιός ξέρει πού της είχε στήσει καρτέρι!
Για να μην του γίνει, λοιπόν, μεζές ακολουθούσε, κατά βήμα, τη διαδρομή που είχε σχεδιάσει η μαμά της, πάνω σ’ ένα κατάλευκο χαρτόνι και το είχε κολλήσει πάνω στην πόρτα του ψυγείου. Με κόκκινα γράμματα και πράσινες γραμμές είχε χαραχτεί ο δρόμος που έπρεπε να ακολουθεί:
Πεζοδρόμιο, δεξιά→ Πρώτο στενό δεξιά→ Πρώτο δρομάκι, πάλι δεξιά→ Μετράς δέκα βήματα→ Σχολείο.
Επιστροφή: Το ίδιο, ανάποδα.
Πώς να ξεχάσει η μικρή; Ως και στον ύπνο της το έλεγε. Όταν το αποστήθισε για τα καλά, αναρτήθηκε στο ψυγείο δεύτερο σχεδιάγραμμα, πιο συνοπτικό:
Σπίτι→ Σχολείο
Σχολείο→ Σπίτι
Σπίτι→ Σχολείο.
«Το κατάλαβες;», ρώτησε ο πατέρας.
«Το κατάλαβε!», απάντησε η μητέρα.
Ξερόβηξε η Δέσποινα κι εκεί που πήγε κάτι να ρωτήσει, στραβοκατάπιε. Ώσπου να συνέλθει από τον ξερόβηχα, ξέχασε τι ήθελε να πει. Χρόνια αργότερα το θυμήθηκε, αλλά πάλι δεν πρόλαβε να ρωτήσει, γιατί κάτι μπήκε στη μέση και… πάει!… Ήταν την εποχή που στο ανανεωμένο πρόγραμμα του ψυγείου διάβασε ένα νέο στοιχείο: Φροντιστήριο! Είχε προστεθεί στη γνωστή μας διαδρομή με αρχή και τέλος το «σπίτι», βεβαίως.
Εμπλουτισμένο το πρόγραμμα της ζωής της Δέσποινας, τηρήθηκε για χρόνια. Μόνο που η ίδια, πρόσθεσε μία μικρή παράκαμψη. Ήταν αυτή, που οδηγούσε στο ψυγείο, με την πόρτα του ανοιχτή και το κεφάλι της χωμένο στα τάπερ, όπου φύλαγε η μαμά τα σιροπιαστά γλυκά.
Αχτύπητες οι επιτυχίες της Χαρίκλειας στις διαφορετικές γεύσεις. Τρελαινόταν ο ουρανίσκος της μικρής από την ανείπωτη γλύκα. Έσταζε ηδονή το κάθε ζουμερό γαλακτομπούρεκο, για να μην πούμε και για τις καρυδόπιτες και τα λαχταριστά κανταΐφια!
«Πολύ τρώει η μικρή. Πάχυνε!», παρατήρησε, λίγο ανήσυχος, ο πατέρας.
«Άσε το κορίτσι να ευχαριστηθεί!», του χαμογέλασε η Χαρίκλεια με περισσή τρυφερότητα.
«Μάνα σαν τη Χαρίκλεια δεν είναι άλλη!», καμάρωνε ο Παναγιώτης για χρόνια ολόκληρα…
***
Πώς περνάνε τα χρόνια, όταν είσαι βουτηγμένος, «ψυχή τε και σώματι», που λέει ο λόγος, στις οικογενειακές συνταγές! Ώσπου να δοκιμάσεις όλα τα εδέσματα, που βγαίνουν από τα χεράκια της μαμάς, βρίσκεσαι μπροστά σ’ ένα επίσημο χαρτί, με τ’ όνομά σου φαρδύ-πλατύ, απάνω-απάνω.
Είναι το Δίπλωμα.
Καμάρωνε ο μπαμπάς-Παναγιώτης μαζί με τη μαμά-Χαρίκλεια, για το κατόρθωμά τους, ν’ αποκτήσουν κόρη με Δίπλωμα και μάλιστα από το Πανεπιστήμιο! Όχι όποια κι όποια Σχολή! Πού να χωρέσει κάτι άλλο μέσα σ’ αυτή την οικογενειακή ευτυχία!
Γι’ αυτό και η Δέσποινα δεν είπε πάλι τίποτε απ’ αυτά που ήθελε να ρωτήσει, όταν βρέθηκε με το Χαρτί στο χέρι, έξω από την είσοδο του Πανεπιστημίου. Ναι, είχε τελειώσει σπουδές! Ναι, ήταν μία καθηγήτρια Αγγλικής Φιλολογίας! Φωτογραφήθηκαν, και οι τρεις μαζί, κρατώντας το Χαρτί μπροστά-μπροστά, για να φαίνεται.
«Γιατί το λες ˝χαρτί˝, χριστιανέ μου;», διαμαρτυρήθηκε η Χαρίκλεια αρκετά ενοχλημένη, γιατί ο Παναγιώτης, είναι αλήθεια, το είχε παρακάνει με τα αστειάκια του.
«Χαρτί είναι! Ο σκοπός είναι τι θα κάνει μ’ αυτό, από ’δω και πέρα!», της απάντησε τόσο κοφτά, που η καημένη η Χαρίκλεια έπαθε μία περίεργη σύγχυση.
«Καλά… πάμε σπίτι μας τώρα και βλέπουμε!», απέφυγε χαμογελώντας το θέμα.
Είχαν φθάσει από ώρα στο σπίτι τους. Απολάμβαναν ένα σοροπιαστό ραβανί, για να ευχηθούν τα καλύτερα στην επιστήμονα του σπιτιού. Επειδή όμως η ίδια σιωπούσε, η μαμά-Χαρίκλεια τη ρώτησε:
«Δεν έχεις να πεις τίποτε, κοριτσάκι μου; Εγώ και ο πατέρας σου είμαστε εδώ για ό, τι θελήσεις. Μη μένεις άφωνη!».
Η Δέσποινα πετάρισε τα βλέφαρα κι έχωσε στο στόμα της ένα γερό κομμάτι από το ραβανί.
«Πώς να μιλήσει, με γεμάτο το στόμα; Ό, τι θέλεις λες Χαρίκλεια;», πρόλαβε ο μπαμπάς και την αγκάλιασε με το βλέμμα του, τρυφερά.
«Αμάν με τη μουγγαμάρα της!», πήγε να βγει από το στόμα της μαμάς, αλλά… το έσωσε την τελευταία στιγμή. Στο «παρά πέντε!», που λένε. «Τόσο πολύ σε συγκίνησε η αποφοίτησή σου;», ρώτησε τόσο γλυκά, που και η άλαλη Δέσποινα απέκτησε φωνή.
«Ε, ναι συγκινήθηκα πολύ!», συμφώνησε ανακουφισμένη και όλα μπήκαν στη θέση τους.
Ακόμα και η κρυφή ανησυχία του μπαμπά-Παναγιώτη καταλάγιασε. «Γιατί δε μιλάει αυτό το παιδί;», σκεφτόταν συχνά και για χρόνια τον απασχολούσε πολύ. Αφού φοβόταν μήπως έχει η κόρη τους κανένα κουσούρι. Τώρα, όμως, με την κουβέντα και με το δίπλωμα στο χέρι, όλα τακτοποιήθηκαν.
Κορνιζάρισαν το δίπλωμα. Το κρέμασαν στο σαλόνι με απλίκα στον τοίχο, για να το φωτίζει καλά. Έκαναν μεγάλο τραπέζι –«δεξίωση» διόρθωνε η Χαρίκλεια- σε φίλους καλούς και πελάτες. Δέχτηκαν τα θερμά συγχαρητήρια όλων, για το λαμπρό γεγονός! Ουφ! Τελείωσαν οι υποχρεώσεις!
Και για να ξεσκάσουν, ταξίδεψαν οικογενειακώς ως την Τουρκία, για ν’ αγοράσουν δερμάτινα.
Έτσι επισφράγισαν ένα μεγάλο κεφάλαιο της ζωής τους. Όταν επέστρεψαν ένιωθαν βαθιά μέσα στην καρδιά τους, ότι κάτι καινούριο θα ξεκινούσε σύντομα.
«Το έχω διαίσθηση!», τους βεβαίωνε η Χαρίκλεια.
«Τί θα κάνω τώρα μαμά;», ρώτησε η Δέσποινα, για να κρύψει αυτό που πραγματικά την απασχολούσε.
Αν το φανέρωνε, θα την περνούσαν για χαζή ή για άρρωστη και θα ανησυχούσαν πολύ. Αυτό δεν το ήθελε με τίποτε κι έτσι το σκεφτόταν όταν ήταν μόνη της.
«Γιατί δε θυμάμαι τα χρόνια που πέρασαν; Γιατί είναι σαν να μην τα έζησα;», αυτό ήταν που ήθελε να ρωτήσει κάθε φορά που οι γονείς της καμάρωναν για όλα όσα έκαναν για χάρη της και της τα απαριθμούσαν.
Και πράγματι είχαν κάνει πολλά. Μέχρι και στο Πανεπιστήμιο πήγαινε η μαμά, για να κανονίζει όλα όσα έπρεπε με τη Γραμματεία. Δεν την άφησε ποτέ μόνη της, να τριγυρνάει στους διαδρόμους και να ρωτάει για εξεταστικές και αποτελέσματα, όπως άλλοι συμφοιτητές της.
Ποτέ δεν κουράστηκε! Ποτέ δεν έχασε την ησυχία του δωματίου της! Διάβαζε και διάβαζε και μόνο διάβαζε. Πόσα νέα παιδιά έχουν τόσες διευκολύνσεις; Γι’ αυτό ήταν σίγουρη, ότι από κάτι έπασχε. Μα να μη θυμάται τίποτε από όλα τα ωραία πράγματα που είχε ζήσει με τους γονείς της! Να έχει σβήσει από το μυαλό της, η ίδια της η ζωή! «Κάτι δεν πάει καλά μ’ εμένα!», ήθελε να φωνάξει αλλά σε ποιόν να το πει;
«Αρκεί να περνάμε ευχάριστα!», υποστήριζε πάντα η μαμά-Χαρίκλεια κι αυτό θα έκανε και η Δέσποινα. Για να είναι σίγουρη, λοιπόν, ότι δεν θα κάνει κανένα λάθος, ρώτησε, όπως είπαμε:
«Τι θα κάνω τώρα μαμά;».
«Θα παντρευτείς αγάπη μου!».
Τόσο μελιστάλαχτη η απάντηση! Σαν σοροπιαστός μπακλαβάς!
Και η Δέσποινα παντρεύτηκε.
«Την αποκαταστήσαμε!», ανακοίνωσαν πανευτυχείς. Και όλοι τους μακάριζαν!
***
(Συνεχίζεται)