Γράφει ο *Παύλος Κωνσταντινίδης
Το 1ο μέρος
Στο προηγούμενο άρθρο είδαμε τι σημαίνει Μεσογειακό κλίμα και που βρίσκεται και αναφέραμε ότι για να επιβιώσουν τα φυτά σε αυτό το περιβάλλον ανέπτυξαν ορισμένες προσαρμογές. Σήμερα θα δούμε ποιες είναι αυτές οι προσαρμογές και πως συμβάλουν στην επιβίωση των ειδών αυτών.
Κοινό όμως επιστημονικό όνομα, που χαρακτηρίζει διεθνώς τη μεσογειακή βλάστηση, είναι “αείφυλλοι, σκληρόφυλλοι θάμνοι”, (όρο τον οποίο χρησιμοποιούμε στην Ελλάδα) ή απλούστερα μεσογειακή βλάστηση.
Ποιες λοιπόν προσαρμογές ανέπτυξαν τα φυτά της μεσογειακής βλάστησης, ώστε να μπορούν να διαχειρίζονται το ελάχιστο εδαφικό νερό, με τρόπο που να τα καλύπτει για ολόκληρο το καλοκαίρι; Εκτός από την αειφυλλία και την σκληροφυλλία, άλλα χαρακτηριστικά που απέκτησαν τα φυτά για την επιβίωσή τους είναι: η μείωση της βιολογικής δραστηριότητας κατά την περίοδο μακράς περιόδου ξηρασίας, η αλληλοπάθεια, η ανάπτυξη βαθύτερου ριζικού συστήματος σε σχέση με το υπέργειο τμήμα των φυτών. Είναι προσαρμογές που έδωσαν στα φυτά την ικανότητα να επιβιώνουν στις ακραίες τοπικές μεσογειακές κλιματικές συνθήκες.
Και να πως λειτουργούν οι βασικότερες από τις προσαρμογές των φυτών και τα καθιστούν ικανά επιβίωσης στις ακραίες υδατικές μεσογειακές συνθήκες.
Αειφυλλία:
Τα περισσότερα φυτά περνούν τη χειμερινή περίοδο γυμνά από φύλλα. Τα οποία ξαναβγαίνουν την άνοιξη. Για να παραχθεί όμως η βιομάζα των φύλλων, χρειάζεται να καταναλωθούν τεράστιες ποσότητες νερού, από τα αποθέματα του εδάφους. Αυτό σημαίνει υπερκατανάλωση νερού που ούτως ή άλλως δεν υπάρχει. Κρατώντας τα φύλλα τους κατά τη διάρκεια του χειμώνα τα μεσογειακά φυτά εξοικονομούν ακόμη και πενταπλάσια ποσότητα πολύτιμου εδαφικού νερού και το χρησιμοποιούν με μεγάλη οικονομία καθ’ όλη τη διάρκεια της θερινής περιόδου.
Σκληροφυλλία: Όταν υπάρχουν υψηλές θερμοκρασίες, μεγάλες ποσότητες νερού εξατμίζονται περνώντας μέσα από τη λεπτή επιδερμίδα των φύλλων. Το φαινόμενο λέγεται εφυμενική διαπνοή. Τα μεσογειακά φυτά, προκειμένου να περιορίσουν την εφυμενική διαπνοή, δημιουργούν κάτω ακριβώς από την επιδερμίδα ένα στρώμα κηρωδών ουσιών, οι οποίες είναι αδιάβροχες. Με τον τρόπο αυτόν εξασφαλίζεται εξοικονόμηση της εσωτερικής υγρασίας του φυτού και περιορίζεται η σπατάλη του. Το κηρώδες στρώμα δίνει στα φύλλα τη χαρακτηριστική σκληρότητα, από όπου πήραν και το χαρακτηρισμό «σκληρόφυλλη βλάστηση».
Μείωση της βιολογικής δραστηριότητας.
Η διαπνοή είναι μία από τις βασικές λειτουργίες των φυτών. Χωρίς τη διαπνοή είναι αδύνατη η φωτοσύνθεση. Με τη διαπνοή διαχέεται στο περιβάλλον, η υγρασία που ανεβαίνει μέσω του ριζικού συστήματος στα φύλλα. Η διαπνοή εκτελείται από μικρά ανοίγματα που υπάρχουν στην επιδερμίδα του κάτω μέρους του φύλλου και ονομάζονται στομάτια ή στόματα. Όταν στις συχνές περιόδους ξηρασίας των μεσογειακών περιοχών το νερό του εδάφους φθάνει σε οριακές τιμές, τα στόματα κλείνουν και σταματά η διαπνοή και μαζί της μειώνεται η βιολογική δραστηριότητα των φυτών. Δηλαδή τα μεσογειακά φυτά προκειμένου να αντέξουν στην έλλειψη υγρασίας, πέφτουν σε ένα είδος θερινής νάρκης, περιμένοντας να βελτιωθεί η υδρονομική κατάσταση του εδάφους. Με αυτόν τον τρόπο επιβιώνουν ακόμη και εάν δεν υπάρξει σταγόνα βροχής το καλοκαίρι.
Αλληλοπάθεια.
Κάθε κοινωνία φυτών αναπτύσσεται σε ανοιχτούς χώρους. Εκατομμύρια σπόροι διαφόρων ετήσιων και πολυετών φυτών, κυρίως αγρωστώδη, μεταφέρονται με τον άνεμο. Κάθε ένα από τα φυτά αυτά, εάν φύτρωνε, για να αναπτύξει τη βιομάζα του, θα απαιτούσε μέρος του ελάχιστου εδαφικού νερού. Προκειμένου να αντιμετωπισθεί η μείωση των αποθεμάτων νερού στο έδαφος, οι μεσογειακές φυτοκοινωνίες ανέπτυξαν δύο αμυντικούς μηχανισμούς αποτροπής της φύτρωσης νέων φυτών.
Ο πρώτος αφορά τις ασφυκτικές συνθήκες που δημιουργούν οι πυκνότατοι θάμνοι, οι οποίοι κυριολεκτικά κρύβουν τον ήλιο από το έδαφος και εξαφανίζουν κάθε δυνατότητα φύτρωσης νέων σπόρων.
Ο δεύτερος είναι το φαινόμενο της αλληλοπάθειας. Ορισμένοι μεσογειακοί θάμνοι ανέπτυξαν την ικανότητα να τροφοδοτούν το έδαφος με ορισμένες ουσίες, οι οποίες λειτουργούν ως δηλητήρια. Συγκεκριμένα εμποδίζουν την ανάπτυξη του ριζικού συστήματος των νεαρών φυτών. Με αυτόν τον τρόπο εμποδίζεται η φύτρωση νέων φυτών άρα εξοικονομούνται μεγάλες ποσότητες υγρασίας. Για το λόγο αυτόν μέσα στα μεσογειακά δάση δεν υπάρχουν τα συνηθισμένα αγρωστωδή που συναντάμε σε άλλους δασικούς τύπους.
Όμως και οι δύο μηχανισμοί αποτροπής φύτρωσης επιδρούν συγχρόνως και προς τους σπόρους των μεσογειακών θάμνων και πεύκων. Και οι μεν θάμνοι πολλαπλασιάζονται με την πρεμνοβλάστηση και τη ριζοβλάστηση, τα πεύκα όμως δεν διαθέτουν τέτοια ικανότητα. Έτσι οι σπόροι τους πέφτουν στο έδαφος, χωρίς να μπορούν να επιβιώσουν πέρα από λίγους μήνες στις υπάρχουσες ασφυκτικές συνθήκες.
Με λίγα λόγια τα μεσογειακά πεύκα αδυνατούν να ανανεωθούν, εκτός και εάν υπάρξει προσωρινή απελευθέρωση του εδάφους από τον ανταγωνισμό των πυκνών θάμνων και την αλληλοπάθεια που προκαλούν. Η φύση δεν διαθέτει ούτε πριόνια, ούτε τσεκούρια. Έτσι ένα πεύκο μπορεί να ρίχνει για δεκάδες χρόνια χιλιάδες σπόρους και από αυτούς να μην φυτρώσει ποτέ ούτε ένας. Με το πέρασμα των χρόνων θα γερνά χωρίς να αφήσει διαδόχους. Αυτό φυσικά σημαίνει υποβάθμιση, που από ένα σημείο και μετά είναι μη αναστρέψιμη.
Καθαρισμένο έδαφος κατάλληλο για φύτρωση σπόρων, χωρίς ανταγωνισμούς και αλληλοπάθεια, τα φυτά βρίσκουν μόνο μετά από πυρκαγιά.
Αυτή ακριβώς είναι και η πραγματική σχέση μεταξύ μεσογειακής βλάστησης και φωτιάς. Δηλαδή η φωτιά καθάριζε ανέκαθεν το έδαφος, προκειμένου να δημιουργούνται κατάλληλες συνθήκες ανανέωσης του δάσους, με νέα δένδρα. Μετά από χιλιάδες χρόνια, τα μεσογειακά οικοσυστήματα έχουν χάσει την ικανότητα αναγέννησης σε ακαθάριστες περιοχές. Χωρίς τις φωτιές τα μεσογειακά δάση θα παύσουν να υπάρχουν τουλάχιστον με τη μορφή που τα γνωρίζουμε σήμερα.
Η δυνατότητα δημιουργίας πυρκαγιάς δεν έλειψε ποτέ από τα μεσογειακά κλίματα, αφού οι θερινές καταιγίδες με αστραπές και κεραυνούς είναι συνηθισμένο φαινόμενο. Η πιθανότητα πρόκλησης πυρκαγιάς στην κατάξερη βλάστηση είναι μεγάλη. Υπολογίζεται ότι, πριν την εμφάνιση του ανθρώπου, κάθε δασική συστάδα καίγονταν τουλάχιστον μια φορά κάθε 100-130 χρόνια από φυσικά αίτια. Από την επόμενη ημέρα κάθε πυρκαγιάς το νέο μεσογειακό δάσος που δημιουργείται, ετοιμάζεται να καεί και πάλι. Τα πεύκα πλημμυρίζουν από ρητίνες και οι θάμνοι ξεχειλίζουν από αιθέρια έλαια. Στο έδαφος συγκεντρώνονται τόνοι από βελόνες, ξερά κλαδιά, νεκρούς θάμνους. Κάθε χρόνο συσσωρεύονται, μέσα στα δάση απίστευτες ποσότητες καύσιμου υλικού, που αναμένουν το τυχαίο γεγονός, την αμέλεια ή το δόλο για να ξανακαούν και μετουσιωθούν και πάλι μέσα από τις στάχτες σε νέο πιο φρέσκο και πιο ζωντανό δάσος.
Μήπως τελικά ο Φοίνικας δεν είναι μύθος; Πως από τις στάχτες δημιουργείται νέα ζωή; Αυτό θα το μελετήσουμε στο επόμενο άρθρο.
*Ο Παύλος Κωνσταντινίδης είναι συγγραφέας
Βιογραφικό Παύλου Κωνσταντινίδη
Γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη το 1949. Τελείωσα το Τμήμα Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος του ΑΠΘ το 1973 και στη συνέχεια πραγματοποίησα το διδακτορικό μου στη φυτοκοινωνιολογία και στην οικολογία των δασικών πυρκαγιών στην ίδια σχολή.
Για 30 χρόνια περίπου εργάσθηκα στο Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών, από όπου και συνταξιοδοτήθηκα το 2016. Παράλληλα με τις εκατοντάδες εργασίες που δημοσίευσα, στον ελεύθερο χρόνο μου έγραφα μικρές καθημερινές ιστορίες, από αυτές που
αντιλαμβανόμουνα στο περιβάλλον μου.
Ως συνταξιούχος συνέχισα τη συγγραφή των μικρών ιστοριών, μερικές από τις οποίες έχω
αναρτήσει στην προσωπική μου σελίδα στο Facebook.
Κάντε εγγραφή στο ενημερωτικό μας δελτίο.