Άρθρα ΡεπορτάζΕνέργειαΠεριβάλλον

Η Ελλάδα φωτίζει και ζεσταίνει την Ευρώπη, αλλά οι Έλληνες ζουν στην ακριβή ενέργεια. Η ενεργειακή ανισότητα πίσω από την “πράσινη μετάβαση“

Γράφει ο Μουρτζούκος Χρήστος

Η ενέργεια αλλά και η ανισότητα. Τελικά ποιος επωφελείται και ποιος χάνει;

Η Ελλάδα είναι γεωγραφικά ευνοημένη, και αυτό διότι διαθέτει αφθονία ηλιακού φωτός και σημαντικά αιολικά δυναμικά στις νησιώτικες, αλλά και τις ορεινές και πεδινές περιοχές. Η υπόθεση ότι η Ελλάδα «θα μπορούσε να τροφοδοτήσει τη μισή Ευρώπη» δεν είναι απλώς ρητορική υπερβολή, αλλά αποτελεί μια πραγματικότητα, η ενεργειακή δυναμική της χώρας είναι υποτιμημένη ή καλύτερα, υποικοδομημένη.

Γιατί το λέω αυτό; Οι Έλληνες πολίτες βιώνουν ενεργειακή ανισότητα:
  • Υψηλές τιμές ρεύματος
  • Ακριβή θέρμανση τον χειμώνα
  • Κακή υποδομή στα δίκτυα
  • Συχνές πτώσεις παροχής (ιδιαίτερα σε νησιά)
  • Σαφές έλλειμμα «δημοσίου οφέλους». Καθώς πολλές μονάδες παραγωγής και έργα ΑΠΕ συνδέονται με ιδιωτικές εταιρείες ή κοινοπραξίες, οι παίκτες της αγοράς (συχνά με ξένη συμμετοχή) απολαμβάνουν κέρδη, ενώ τα οφέλη προς τους πολίτες είναι έμμεσα και ανύπαρκτα.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση, στο όνομα της «πράσινης μετάβασης», υποστηρίζει επενδύσεις σε ΑΠΕ, δικτύωση (interconnectors), ηλεκτρικές διασυνδέσεις, χρηματοδότηση μέσω ΕΣΠΑ, Ταμείων Δίκαιης Μετάβασης, κ.ά. Αλλά οι πολιτικές ενέργειας της ΕΕ και η δομή της αγοράς καθορίζουν, σε μεγάλο βαθμό, ποιος κερδίζει και ποιος χάνει. Στην Ελλάδα, η ισορροπία κερδών έχει λοξή κλίση υπέρ των επενδυτικών ομίλων, του εσωτερικού και του εξωτερικού.

Ας δούμε μερικές προεκτάσεις αυτής της ανισότητας.
1. Η παραγωγή – εξαγωγές και το «ρεύμα προς τα έξω»

Τα τελευταία χρόνια, η Ελλάδα έχει καταστεί καθαρός εξαγωγέας ηλεκτρικής ενέργειας. Η χώρα μας το 2023 ήταν καθαρός εισαγωγέας κατά 10 %, αλλά το 2024 έγινε καθαρός εξαγωγέας κατά 0,6 %. Οι εξαγωγές το 2024 άγγιξαν το 1,07 δισ. ευρώ, σύμφωνα με τα στοιχεία της πλατφόρμας “Greece in Figures”.

Οι μηνιαίες εξαγωγές ενέργειας επίσης αυξήθηκαν, στο Δελτίο Ενεργειακής Ανάλυσης No 399 αναφέρεται ότι τον Ιούλιο του 2024 η μέση ημερήσια εξαγωγή έφτασε τις 18.233 MWh, με μηνιαία εξαγωγή ~565.209 MWh.

Ωστόσο, το γεγονός ότι η χώρα εξάγει ρεύμα δεν σημαίνει αυτόματα ότι οι καταναλωτές εδώ παίρνουν φθηνότερο ρεύμα. Η δομή της χονδρεμπορικής αγοράς (Market Coupling, interconnectors, χρηματιστηριακές τιμές ενέργειας) επιτρέπει στους παραγωγούς να «πουλούν όπου βρίσκουν καλύτερη τιμή». Η Ελλάδα, λόγω διασυνδέσεων με γειτονικές χώρες και συμμετοχής στην ευρωπαϊκή αγορά ηλεκτρισμού, λειτουργεί και ως κόμβος.

Παρά τη διακίνηση ενέργειας προς τα έξω, οι οικιακοί καταναλωτές στην Ελλάδα αντιμετωπίζουν μια αγορά με από τις ακριβότερες τιμές στην Ευρώπη. Η ελληνική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας είναι σήμερα από τις ακριβότερες στην Ευρώπη. Το IENE καταγράφει επίσης ότι η «μέση Τιμή Εκκαθάρισης της Αγοράς (ΤΕΑ)» το 2023 διαμορφώθηκε στα 119,3 €/MWh, και το 2024 το α’ δεκάμηνο στα 94,16 €/MWh, ψηλά επίπεδα για μια αγορά με πολλές πηγές ΑΠΕ.

Άρα: ναι, το «ρεύμα ρέει προς τα έξω», αλλά αυτό δεν εγγυάται ότι επωφελούνται οι Έλληνες καταναλωτές.

2. Οι υποδομές και τα νησιά

Τα νησιά αντιμετωπίζουν διαχρονικά πρόβλημα ηλεκτροδότησης:

  • Μικρά δίκτυα
  • Ντίζελ μονάδες
  • Κόστη μεταφοράς καυσίμων,

Παρά τα έργα διασυνδέσεων, πολλές περιοχές παραμένουν απομονωμένες ή υποδιασυνδεδεμένες. Η μεταφορά ενέργειας μέσω υποθαλάσσιων καλωδίων (π.χ. interconnectors νησιών) έχει μεγάλο κόστος, αλλά το κόστος αυτό τελικά φορτώνεται στις τιμές.

Στο πεδίο των ΑΠΕ, πολλές αιολικές εγκαταστάσεις και φωτοβολταϊκά πάρκα έχουν αναπτυχθεί σε νησιά, σε ορεινές περιοχές, ακόμα και σε εκτός κατοικημένων περιοχών. Αυτό συχνά προκαλεί αντιδράσεις για αλλοίωση του τοπίου, περιβαλλοντικές επιπτώσεις και αστοχίες σχεδιασμού. Ο γράφων σε άρθρα του στο e-enimerosi εφιστά την προσοχή για το πώς «η αιολική βιομηχανία ισοπεδώνει τα απάτητα βουνά της Ελλάδας, και ειδικά της Φλώρινας» e-enimerosi.com, δηλαδή, η επέκταση των έργων ΑΠΕ δεν γίνεται πάντοτε με ξεκάθαρα και δίκαια κριτήρια συμμετοχής της τοπικής κοινωνίας.

Παράλληλα, στην Ελλάδα γίνεται προσπάθεια ενσωμάτωσης ηλιοθερμικών τεχνολογιών (CSP) για παράδειγμα τα έργα MINOS (στην Κρήτη) και MAXIMUS (στη Φλώρινα) έχουν λάβει χρηματοδότηση στο πλαίσιο του προγράμματος NER 300. Στην πράξη όμως, τέτοια έργα δεν έχουν διαδοθεί ευρέως, λόγω τεχνικών, κόστους, αδειοδοτήσεων, γραφειοκρατίας και κόστους κεφαλαίου.

Μάλιστα, στην ίδια τη Φλώρινα, υπάρχει φωτοβολταϊκό πάρκο που έχει σχεδιαστεί (Principia Energy) στην περιοχή της πόλης. Αυτό καταδεικνύει ότι η τεχνολογία είναι ήδη πρακτικά διαθέσιμη, όμως το θέμα είναι η διανομή, η ωφέλεια προς τους κατοίκους και η τιμολόγηση.

Ένα επιπλέον έργο, η τηλεθέρμανση Φλώρινας (Τραγική η ιστορία της, ίσως να το αναλύσουμε άλλη φορά, επίσης στην γειτονική Πτολεμαϊδα επωφελούνται από την τηλεθέρμανση εδώ και πάνω από μια δεκαετία), επιδιώκει να καλύψει 2.534 κατοικίες με θερμική ενέργεια (θέρμανση και ζεστό νερό) μέσω δικτύων 10,7 χλμ υπόγειων σωλήνων και 52,3 χλμ δικτύου διανομής. Το έργο χρηματοδοτείται από την ΕΕ και αντικαθιστά χρήση ορυκτών καυσίμων. Όμως υπάρχει πολιτική αβεβαιότητα, ο δήμος ανακοίνωσε ότι θα κατασκευαστεί δίκτυο φυσικού αερίου, ώστε η θέρμανση να υποστηριχθεί μέσω αερίου.

Στο ίδιο πλαίσιο, ο Υπουργός ανακοίνωσε σχέδιο 102 χλμ δικτύου διανομής φυσικού αερίου που δεν θα καλύπτει μόνο τον οικιακό ιστό αλλά και τη βιομηχανική ζώνη της Φλώρινας. Είναι σαφές ότι οι πολιτικές υποδομής εκκινούν από το κράτος, αλλά η υλοποίηση και η σχέση κόστους–οφέλους στους κατοίκους παραμένει και εδώ ασαφής.

Τέλος, υπάρχει πρόταση για μονάδα παραγωγής ενέργειας από βιομάζα 1 MW στη θέση «Πέρασμα» Φλώρινας (Δ.Δ. Κολχικής). Είναι ένα παράδειγμα μικρής κλίμακας τοπικής παραγωγής, αλλά δεν φαίνεται να έχει πάρει ώθηση για τα επόμενα χρόνια.

3. Η Φλώρινα ως μικρογραφία των αντιφάσεων

Η Δυτική Μακεδονία και ειδικά η Φλώρινα είναι περιοχές που επιβαρύνθηκαν στο παρελθόν από τη λιγνιτική παραγωγή. Με τον σταδιακό περιορισμό του λιγνίτη ως ενεργειακού καυσίμου (λόγω κλιματικής πολιτικής), η περιοχή αναζητεί «δίκαιη μετάβαση» δηλαδή, αναπτυξιακά έργα ενέργειας που θα αντικαταστήσουν τη λιγνιτική παραγωγή και θα αφήσουν θετικό αποτύπωμα στην τοπική κοινωνία.

Ωστόσο, αυτή η μεταβατική διαδικασία δείχνει σαφή σύγκρουση συμφερόντων, επενδυτές (κρατικοί ή ιδιωτικοί) επιδιώκουν μεγάλα έργα υπό χρηματοδοτικά μοντέλα με ορίζοντα απόσβεσης ετών, ενώ οι κάτοικοι ζητούν αυτά τα έργα να έχουν άμεσο αντίκρισμα, όχι να περάσουν σαν «πακέτα» προς εξυπηρέτηση άλλων περιοχών της χώρας ή και του εξωτερικού (βλέπε Μοναστήρι στην βόρεια γείτονά μας).

Η τηλεθέρμανση τα αιολικά και τα τοπικά φωτοβολταϊκά είναι ιδέες με μεγάλη δυνατότητα, αλλά η καλή πρόθεση αρκεί; Όταν το πολιτικό σχέδιο αλλάζει (π.χ. ανάγκη φυσικού αερίου), όταν οι χρηματοδοτήσεις προσαρμόζονται στο τι θεωρείται «εθνική προτεραιότητα», όταν οι τιμές εισόδου της ενέργειας διαμορφώνονται από μη διαφανείς αλγόριθμους της χονδρικής αγοράς, τότε η τοπική «επένδυση» συχνά γίνεται «παράπλευρη απώλεια».

Η κατασκευή φωτοβολταϊκού πάρκου στην ίδια τη Φλώρινα (Principia Energy) δείχνει ότι δεν χρειάζεται να επενδύουμε πάντα μακριά όταν η τεχνολογία το επιτρέπει.

Ο γράφων και εδώ, σε άρθρα του, τονίζει πως η πολιτική της αιολικής επέκτασης συχνά γίνεται με όρους απορρόφησης κεφαλαίων και εντονότερης εμπορευματοποίησης των τοπικών τοπίων, χωρίς διαφανή συμμετοχή της κοινωνίας, και με συνέπειες στην τοπική ταυτότητα και το περιβάλλον, e-enimerosi.com.

Άρα, η Φλώρινα συγκεντρώνει τα αντιφατικά στοιχεία, από τη μια, δυνατότητες ενεργειακής αξιοποίησης, από την άλλη, δομές πολιτικής, αγοράς και συμφερόντων που απομακρύνουν το όφελος από τους ανθρώπους που ζουν εκεί.

4. Η δομή αγοράς και η ευρωπαϊκή πολιτική ως μοχλοί ανισότητας

Ένα κρίσιμο σημείο, είναι ότι η ενέργεια σήμερα λειτουργεί ως αγορά και όχι ως κοινωνικό αγαθό. Η «χονδρική τιμή» (market clearing price) καθορίζει την τιμή πολλών παραγωγών, ακόμη και όταν το κόστος παραγωγής των ΑΠΕ είναι σχεδόν μηδενικό (μετά την αρχική επένδυση). Αυτό σημαίνει ότι οι παραγωγοί επωφελούνται από το «όριο τιμής» που θέτει η πιο ακριβή μονάδα παραγωγής που «μπαίνει» στην αγορά κάθε ώρα (συχνά φυσικό αέριο) και επικρατεί ως τιμή για όλους. Έτσι, η κατοχύρωση κέρδους εξασφαλίζεται, και αυτό περνάει στο κόστος για τον τελικό καταναλωτή.

Στην Ελλάδα, η «πράσινη μετάβαση» της ΕΕ επιβάλλει στόχους (Fit for 55, Ευρωπαϊκό Ενεργειακό Σύμφωνο, Ταμεία Δίκαιης Μετάβασης) που κατευθύνουν πόρους, επενδύσεις και έργα. Όμως τα λεφτά δεν πέφτουν πάντοτε εκεί που έχουν πραγματικό αναπτυξιακό αποτέλεσμα, αλλά εκεί που οι επενδυτές, οι μελετητές και οι εγγυήσεις μπορούν να εγγυηθούν αποσβέσεις, εκπτώσεις, έργα μεγάλης κλίμακας, συμβόλαια αγοράς. Οι κυβερνήσεις των κρατών-μελών συχνά γίνονται διαμεσολαβητές, όχι εγγυητές της λαϊκής διασφάλισης.

Επιπλέον, η ενεργειακή πολιτική της ΕΕ διατηρεί μια άνιση θέση μεγάλων κρατών (όπως Γαλλία με πυρηνικά, Γερμανία με ισχυρό βιομηχανικό τομέα). Όταν αυτές οι χώρες μπορούν να στηρίξουν τα δικά τους δίκτυα και παραγωγές, η Ελλάδα μετατρέπεται σε προμηθευτή πρώτων υλών ενέργειας, με όρους αγοράς. Στην πράξη, η ελληνική ενέργεια ενισχύει την «ενεργειακή άνεση» άλλων κρατών, ενώ οι ελληνικές οικογένειες πληρώνουν το τίμημα.

Παραπέρα, η χρηματοδότηση έργων από την ΕΕ (με κοινοτικά κονδύλια, επιδοτήσεις, δάνεια) συχνά συνοδεύεται από όρους, ποσοστά ιδιωτικής συμμετοχής, εγγυήσεις, εγχώρια αντισυμβαλλόμενα, διαγωνισμούς με τεχνικά κριτήρια, που συμμαζεύουν την πρόσβαση μικρών τοπικών φορέων.

Αυτό οδηγεί σε παράδοξα:

  • Οι μεγαλύτερες επενδυτικές εταιρείες, συχνά με ξένη συμμετοχή, παίρνουν τις κύριες συμβάσεις
  • Οι τοπικές επιχειρήσεις μένουν πίσω
  • Οι πολίτες πληρώνουν περισσότερο
  • Οι υποσχέσεις «πράσινης αυτονομίας» παραμένουν ημιτελείς
5. Γιατί οι Έλληνες «παγώνουν», ενώ η Ευρώπη ζεσταίνεται;

Η αντίφαση αυτή, ότι «η Ελλάδα τροφοδοτεί την Ευρώπη αλλά οι Έλληνες έρχονται δεύτεροι», δεν είναι λογοτεχνική υπερβολή αλλά περιγραφή της πραγματικότητας ενός συστήματος που αποφασίζει με όρους αγοράς.

Ας συνοψίσουμε τα κρίσιμα σημεία:

  1. Προτεραιότητα εξαγωγών: Το ενεργειακό πλεόνασμα χρησιμοποιείται για εξαγωγές, όχι κυρίως για μείωση κόστους στους καταναλωτές.

  2. Δομή αγοράς: Η χονδρική τιμή διαμορφώνει την τιμή για όλους, ανεξαρτήτως κόστους παραγωγής και οι ΑΠΕ ωφελούνται ως «φθηνότερα περιθώρια παραγωγής» αλλά δεν μεταφέρουν αυτόματα ευνοϊκή τιμολόγηση στους καταναλωτές.

  3. Δίκτυα και υποδομές: Τα δίκτυα μεταφοράς και διανομής ελέγχονται από κρατικούς ή ημικρατικούς φορείς, συχνά με υψηλό φορτίο συντήρησης, απωλειών και ρυθμιστικών παρεμβάσεων, ενώ τα νησιά και οι απομακρυσμένες περιοχές υφίστανται τα δυσμενέστερα αποτελέσματα.

  4. Κεφαλαιακό κόστος & επιλογή έργων: Οι μεγάλες επενδύσεις (π.χ. μεγάλα αιολικά πάρκα, διασυνδέσεις, μονάδες ηλεκτροπαραγωγής) απαιτούν σημαντικό κεφάλαιο, συχνά με τραπεζική ή κοινοτική εγγύηση και οι διαγωνισμοί ευνοούν ισχυρούς παίκτες.

  5. Πολιτικές ισορροπίας στην ΕΕ: Η δυνατότητα των ισχυρών κρατών να διατηρούν εθνικά ενεργειακά συστήματα (πυρηνικά, μεγάλες μονάδες) αφήνει την Ελλάδα σε θέση προμηθευτή ενέργειας, όχι διαχειριστή με αυτοτέλεια.

  6. Απουσία ισχυρής τοπικής συμμετοχής: Σπάνια οι τοπικές κοινωνίες έχουν ρόλο στην ιδιοκτησία, τη διαχείριση ή το όφελος από τα έργα ενέργειας. Η επίκληση των «αναπτυξιακών οφελών», συχνά χρησιμοποιείται μόνο ως ρητορική και επικοινωνιακή προβολή.

  7. Απρόβλεπτα πολιτικά σκαμπανεβάσματα: Προτεραιότητες αλλάζουν, έργα αναθεωρούνται (π.χ. από τηλεθέρμανση σε φυσικό αέριο ή όχι πετρέλαιο αλλά φυσικό αέριο), και η μακροπρόθεσμη δέσμευση προς τον πολίτη υποχωρεί ή και χάνεται.

Αποτέλεσμα:

Οι πολιτικές «καινοτομίας», «πράσινης μετάβασης», «πράσινης ανάπτυξης» πολλές φορές κρύβουν μια μηχανιστική μεταβίβαση του οφέλους προς επενδυτές και παράλληλα αφήνουν τους πολίτες να πληρώνουν τιμολόγια υψηλά, με υποτυπώδη υποστήριξη.

6. Προτάσεις & διεκδικήσεις, ώστε να μην είναι οι πολίτες οι χαμένοι

Για να αλλάξει ο ρόλος της Ελλάδας από «ενεργειακός προμηθευτής» σε «ενεργειακά κυρίαρχο κράτος» με όφελος για τους πολίτες, χρειάζεται μια σειρά πολιτικών και θεσμικών κινήσεων:

  • Δημοτική / κοινοτική ενεργειακή αυτονομία: Να επιδοτείται η τοπική παραγωγή και κατανάλωση με βάση κοινωνικά κριτήρια, π.χ. φωτοβολταϊκά στις στέγες κατοικιών, «ενεργειακές κοινότητες» που ανήκουν στους πολίτες.

  • Ρυθμιστική διαφάνεια: Να δημοσιοποιούνται οι συμβάσεις, οι τιμές χονδρικής, τα περιθώρια κέρδους των παραγωγών και οι υποδομές μεταφοράς.

  • Μετακύλιση οφελών στις τιμές λιανικής: Όταν το κόστος ηλεκτρισμού πέφτει (π.χ. όταν οι ΑΠΕ παράγουν πολύ ενέργεια), η τιμή να μετακυλίεται στο τιμολόγιο των νοικοκυριών, όχι να συγκεντρώνεται στις τσέπες των παραγωγών όπως ισχύει σήμερα.

  • Απόδοση μεριδίων σε τοπικό επίπεδο: Όταν γίνονται έργα ΑΠΕ σε δήμους ή περιφέρειες, να διατίθεται ένα ποσοστό της παραγωγής, ή των εσόδων, προς την τοπική κοινότητα.

  • Επάλειψη της μονοκαλλιέργειας εισαγωγής ενέργειας: Να περιοριστούν οι εξαγωγές με τόσο υψηλή προτεραιότητα που να στερούν από την αγορά της χώρας φθηνό ρεύμα.

  • Σταθερότητα πολιτικής και μακρόπνοα σχεδίαση: Να μη αλλάζουν οι επιλογές π.χ. από τηλεθέρμανση σε αέριο, να μην παρακάμπτονται έργα που έχουν ήδη ωριμάσει.

  • Δυνατότητα αναθεώρησης συμβάσεων: Όταν οι συνθήκες αλλάζουν (π.χ. πτώση κόστους ΑΠΕ), να υπάρχει δυνατότητα επαναδιαπραγμάτευσης.

  • Έλεγχος και καταλογισμός ευθυνών: Να λογοδοτούν οι πολιτικοί και οι κρατικοί φορείς για έργα που σχεδιάστηκαν χωρίς τοπική διαβούλευση ή προώθησαν επενδύσεις που τελικά δεν ωφέλησαν.

  • Θεσμική θωράκιση στην ΕΕ: Η Ελλάδα να επιδιώξει ευρωπαϊκές ρυθμίσεις που ενσωματώνουν το κριτήριο της κοινωνικής δικαιοσύνης στο ενεργειακό πλαίσιο, όχι μόνο τα τεχνοοικονομικά.

Εν κατακλείδι

Η Ελλάδα διαθέτει τα φυσικά στοιχεία, ήλιο, άνεμο, γεωγραφική θέση, που θα μπορούσαν να την καταστήσουν ενεργειακό κόμβο της Ευρώπης. Όμως σήμερα, η «πράσινη μετάβαση» λειτουργεί σαν αυτοματοποιημένη μεταφορά οφελών προς επενδυτές και εξωτερικές αγορές, ενώ τα νοικοκυριά καλούνται να πληρώσουν την τιμή της μεταστροφής.

Στη Φλώρινα βλέπουμε έναν μικροκόσμο των αντιφάσεων, ενώ σχεδιάζονται φωτοβολταϊκά, τηλεθέρμανση, μικρές μονάδες βιομάζας, ταυτόχρονα το κράτος προωθεί δίκτυο φυσικού αερίου, δείγμα ότι η πολιτική ισορροπεί ανάμεσα σε «πράσινο» και «παραδοσιακό». Οι πολίτες, όμως, δεν πρέπει να είναι οι παθητικοί αποδέκτες των εξαγωγών ενέργειας, αλλά και έρμαιοι των τιμών της αγοράς, πρέπει να είναι βασικοί παράγοντες στη διαμόρφωση της ενεργειακής δημοκρατίας.

Το ζήτημα δεν είναι τεχνικό ή οικονομικό μόνο, είναι πολιτικό και ηθικό, γιατί οι Έλληνες να μην έχουν πρόσβαση σε φθηνό ρεύμα όταν ταυτόχρονα η Ελλάδα εξάγει ενέργεια σε άλλες χώρες; Η απάντηση απαιτεί αλλαγή στη λειτουργία της αγοράς, στην κατανομή των οφελών και στον ρόλο του κράτους, και είναι στο χέρι της κοινωνίας να υπενθυμίζει και να διεκδικεί.

google news
Ακολουθήστε μας και στο Google news, και στο Youtube και κάντε εγγραφή στο ενημερωτικό μας δελτίο.

Υποστηρίξτε την προσπάθεια των συντελεστών της e-enimerosi.com Η οποία ενημερώνει για όλα τα θέματα του ελληνισμού αλλά και του κόσμου. Μια σελίδα φτιαγμένη με αγάπη από ανθρώπους οι οποίοι βρίσκονται σε διάφορα σημεία της Ευρώπης. Μιας ιστοσελίδα της διασποράς με έδρα την Γερμανία και το κρατίδιο της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας. Κάντε την δική σας δωρεά εδώ για να βοηθήσετε την προσπάθειά μας. Σας ευχαριστούμε θερμά!!!

Σχετικές αναρτήσεις

Το παρασκήνιο της συμφωνίας ExxonMobil Energean για το Οικόπεδο 2

e-enimerosi

Γιώργος Γεραπετρίτης: Ο “βιτρινάτος” Υπουργός Εξωτερικών – Ανύπαρκτος ρόλος, μηδενικές πρωτοβουλίες και απόλυτη εξάρτηση από το Μαξίμου

Χρήστος Μουρτζούκος

Οδηγός επιβίωσης για πολίτες σε αποχαύνωση

e-enimerosi