Μια από τις πιο απαιτητικές ερευνητικές αποστολές που έχει πραγματοποιήσει ποτέ η ελληνική θαλάσσια επιστημονική κοινότητα αποκτά σήμερα νέα βαρύτητα.
Δώδεκα χρόνια μετά το ταξίδι του ωκεανογραφικού σκάφους ΑΙΓΑΙΟ του Ελληνικού Κέντρου Θαλάσσιων Ερευνών (ΕΛΚΕΘΕ) στη νοτιοανατολική Ερυθρά Θάλασσα, τα δεδομένα εκείνης της αποστολής αποκαλύπτουν κρίσιμες πληροφορίες για τις περιβαλλοντικές και κλιματικές μεταβολές της περιοχής τα τελευταία 12.000 χρόνια.
Η αποστολή του 2013 αποτέλεσε τη μακρινότερη και πιο δύσκολη που έχει επιχειρήσει το ΑΙΓΑΙΟ, φτάνοντας σε απόσταση περίπου 3.000 χιλιομέτρων από τον Πειραιά, στα ανοικτά της Σαουδικής Αραβίας. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο του Γιορκ στο Ηνωμένο Βασίλειο και το Saudi Geological Survey, με χρηματοδότηση από το European Research Council, ενισχύοντας τη διεθνή διάσταση της ελληνικής επιστημονικής παρουσίας.
Στόχος των ερευνητών ήταν η χαρτογράφηση της υφαλοκρηπίδας στην περιοχή των νησιών Φαραζάν, ενός συμπλέγματος άνω των 80 κοραλλιογενών νησιών με εξαιρετικά πλούσια θαλάσσια βιοποικιλότητα. Εκεί εντοπίστηκαν μικρές, απομονωμένες λεκάνες, διαμέτρου τριών έως πέντε χιλιομέτρων και βάθους έως 500 μέτρων. Κατά τις παγετώδεις περιόδους, όταν η στάθμη της θάλασσας ήταν έως και 120 μέτρα χαμηλότερη, οι λεκάνες αυτές λειτουργούσαν ως λίμνες. Η συλλογή πυρήνων ιζήματος από τον βυθό τους επέτρεψε στους επιστήμονες να εξετάσουν αν τα νερά ήταν γλυκά και αν οι περιοχές αυτές μπορούσαν να φιλοξενήσουν προϊστορικούς ανθρώπινους πληθυσμούς.
Η αποστολή πραγματοποιήθηκε κάτω από ακραίες συνθήκες. Όπως περιγράφει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο διευθυντής Ερευνών του ΕΛΚΕΘΕ και επικεφαλής της αποστολής, Δημήτρης Σακελλαρίου, οι θερμοκρασίες άγγιζαν τους 40 βαθμούς Κελσίου, η υγρασία ήταν ασφυκτική και η σκόνη στην ατμόσφαιρα έντονη. Οι δειγματοληψίες γίνονταν κυρίως τη νύχτα, ενώ η υψηλή θερμοκρασία της θάλασσας, πάνω από 30-35 βαθμούς, προκαλούσε συχνά μηχανολογικά προβλήματα στο σκάφος. «Ήταν το δυσκολότερο ερευνητικό ταξίδι της καριέρας μου, αλλά τα δεδομένα που συλλέξαμε παραμένουν μοναδικά σε παγκόσμιο επίπεδο», τονίζει.
Το υλικό της αποστολής εξακολουθεί να αναλύεται από ερευνητικές ομάδες διεθνώς. Η γεωλόγος Φραντζέσκα Παράσχου, τότε υποψήφια διδάκτορας στο Πανεπιστήμιο Πατρών και στο ΕΛΚΕΘΕ, επικεντρώθηκε στη μελέτη ενός πυρήνα ιζήματος για να ανασυνθέσει την παλαιοπεριβαλλοντική εξέλιξη της νότιας Ερυθράς Θάλασσας. Μέσω γεωχημικών δεικτών, οι επιστήμονες κατέγραψαν πώς το οικοσύστημα προσαρμόστηκε μετά την τελευταία παγετώδη περίοδο, όταν η άνοδος της στάθμης της θάλασσας μετέτρεψε υπεράλμυρες λίμνες σε θαλάσσια περιβάλλοντα.
Οι αναλύσεις πραγματοποιήθηκαν σε πανεπιστήμια της Γερμανίας και των ΗΠΑ, λόγω έλλειψης εξειδικευμένων υποδομών στην Ελλάδα. Ο καθηγητής Ανδρέας Κουτσοδενδρής από το Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης περιγράφει το υλικό ως μοναδικό, έντονα βιογενές, με χαρακτηριστικό πράσινο χρώμα και υψηλή περιεκτικότητα σε οργανική ύλη, αποτέλεσμα των ακραίων περιβαλλοντικών συνθηκών της περιοχής.
Η σημασία της έρευνας εκτείνεται σε πολλούς επιστημονικούς τομείς: από την παλαιοανθρωπολογία, καθώς η νότια Ερυθρά Θάλασσα αποτέλεσε πέρασμα του Homo sapiens από την Αφρική προς την Ευρασία, έως την παλαιοκλιματολογία και τη βιολογία. Τα αποτελέσματα, που δημοσιεύθηκαν στο επιστημονικό περιοδικό Global and Planetary Change (Elsevier), προσφέρουν πολύτιμα δεδομένα για την κατανόηση της κλιματικής αλλαγής.
Όπως επισημαίνουν οι ερευνητές, η μελέτη οικοσυστημάτων του παρελθόντος λειτουργεί ως «εργαστήριο» για το μέλλον. Δείχνει τα όρια αντοχής των βιοκοινωνιών σε συνθήκες αυξανόμενης θερμοκρασίας και αλατότητας, σε μια εποχή όπου η κλιματική αλλαγή εξελίσσεται με ταχύτατους ρυθμούς. Μια επιστημονική παρακαταθήκη που αναδεικνύει, παράλληλα, την ανάγκη ανανέωσης του ελληνικού ερευνητικού στόλου, ώστε η χώρα να διατηρήσει τον πρωταγωνιστικό της ρόλο στη θαλάσσια έρευνα της Μεσογείου, της Μαύρης και της Ερυθράς Θάλασσας.
Ακολουθήστε μας και στο Google news
