Γράφει η *Μαίρη Μάκρα
(4η συνέχεια)
(Σύνδεση με το θέμα: Στην 4η συνέχεια του μυθιστορήματος «ΑΓΝΩΣΤΕΣ ΛΕΞΕΙΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ», η μικρή ηρωίδα μας ταξιδεύει μέσα στον χρόνο της παιδικής ηλικίας, σε έναν κόσμο γεμάτο παιχνίδια στους χωματένιους δρόμους, σε γεφύρια φτιαγμένα με σανίδες και πέτρες,σε μυρωδιές από το ντουλάπι της γιαγιάς, και σε ιστορίες που χαράσσονται βαθιά στην ψυχή της.
Μέσα στην προστατευτική αγκαλιά της οικογένειας – παππούς, γιαγιά, γονείς – ανακαλύπτει τις πρώτες αξίες της ζωής: αγάπη, σεβασμό, συνεργασία, θαλπωρή, λες και η ίδια η ζωή της δίνει εφόδια για τα δύσκολα που ακολουθούν. Και θα είναι οι συνέπειες της Διαμάχης του Εμφυλίου που θα σπείρει διχασμό και πόνο)
ΠΑΝΤΑ ΠΕΡΝΑΕΙ Η ΩΡΑ
Όταν το Λουλουδάκι, η φιλενάδα μου, με ανέβαζε στο ταρατσάκι του σπιτιού και παραβγαίναμε στο ποια από τις δυο μας θα φάει τα περισσότερα κεράσια μαζί με τα κουκούτσια, δεν καταλάβαινα πως η ώρα είχε περάσει.
«Περνάει η ώρα κι εσύ δεν έρχεσαι στο σπίτι!» μου φώναζε η μητέρα μέσα στα μούτρα μου.
Μα στ’ αλήθεια, πώς να της εξηγήσω ότι δεν έβλεπα καμιά Κυρία-Ώρα να περνάει από μπροστά μου και να μου λέει πως πρέπει να πάω σπίτι! Ούτε πεινούσα. Τότε… γιατί να πάω;
Η ώρα, η ώρα, η ώρα! Μα τίποτα άλλο δεν λένε τον τελευταίο καιρό; Από το πες-πες, κατάλαβα ότι η ώρα θα ήταν κάτι σαν την καμπάνα της εκκλησίας, που χτυπούσε δυνατά. Χτυπούσε και πηγαίναμε στην εκκλησία. Έτσι ήξερα ότι ήταν Κυριακή. Χτυπούσε κάθε πρωί πριν ξυπνήσω, και τα παιδιά πήγαιναν στο σχολείο. Τότε ήταν πρωί.
«Ε, λοιπόν, όταν θα βλέπεις τα παιδιά να φεύγουν από το σχολείο και να πηγαίνουν στα σπίτια τους, θα έρχεσαι κι εσύ στο σπίτι. Για τούτη τη μέρα, το σχολείο σχόλασε. Ο μπαμπάς σου έρχεται και είναι η ώρα για φαγητό!» μου εξήγησε η μητέρα.
Το έβαλα καλά-καλά στο μυαλό μου για να μην το ξεχάσω, και πήγα να παίξω. Η Δροσούλα άργησε. Το Λουλουδάκι έφερε να σπάσουμε καρύδια. Η Μαριγούλα μας έδωσε τηγανόψωμο. Και τότε βρήκαμε μια μεγάλη σανίδα. Την στηρίξαμε και από τις δύο άκρες της πάνω σε δύο μεγάλες πέτρες, κι είχαμε πια το δικό μας γεφύρι. Το κοιτάζαμε πολλή ώρα και μας φαινόταν πολύ μεγάλο και πολύ επικίνδυνο.
«Από κάτω θα λέμε ότι περνάει μεγάλο ποτάμι!» πρότεινε η Δροσούλα με γουρλωμένα μάτια. Ανατρίχιασα ολόκληρη!
«Παναγίτσα μου, να μην πέσω, να μην πέσω, να μην πέσω στο μεγάλο ποτάμι!» έκανα την ευχή και πάτησα πάνω στη σανίδα–γεφύρι μας.
Τώρα θα βουίζει το νερό κάτω από τα πόδια μου, σκέφτηκα.
Τι μεγαλείο ήταν κι αυτό! Σαν το βασιλόπουλο με το μαγικό δαχτυλίδι, που δε φοβόταν τίποτα! Ένα, δύο, τρία βήματα πάνω στη σανίδα και…
«Πέρασααα, πέρασααα!!!»
Η φωνή μου ξέσχισε τον λαιμό μου. Τι χαρά ήταν κι αυτή!
«Τώρα εγώ!» πήρε σειρά η Δροσούλα κι ανέβηκε στο γεφύρι μας.
Από μακριά πήρε το μάτι μου τα παιδιά του σχολείου που είχαν σχολάσει. Κάτι σφίχτηκε μέσα μου. Έπρεπε να πάω στο σπίτι. Ο μπαμπάς και η μαμά θα με περίμεναν. Η Δροσούλα όμως ήταν τώρα στη μέση της σανίδας.
«Αχ, Παναγίτσα μου, να μην πέσει η φιλενάδα μου! Αχ, θα πέσει, θα πνιγεί! Θεούλη μου, κράτα γερό το γεφύρι μας! Τι φοβερό αυτό το ποτάμι! Δροσούλααα… πρόσεχεεε!!!»
«Πέρασααα, πέρασααα!» χοροπηδούσε η Δροσούλα γύρω μου.
«Τώρα η σειρά μου!» είπε το Λουλουδάκι.
Ύστερα πάλι εγώ, γιατί ήταν η σειρά μου, και η καρδιά μου φούσκωνε από χαρά.
Πώς χωράει τόσες χαρές τούτη η γη; Πώς να προφτάσω να τις γνωρίσω, αφού πάντα… περνάει η ώρα;
Η ώρα! Κοίταξα πέρα μακριά στον δρόμο. Κανένα παιδί του σχολείου δεν φαινόταν. Η καρδιά μου σφίχτηκε πάλι.
Μου κόπηκε κι η όρεξη για παιχνίδι. Παράτησα το γεφύρι μας κι έφυγα. Ανέβηκα τη σκάλα του σπιτιού σιγά-σιγά. Κοντοστάθηκα έξω από την πόρτα…
«Μη την αφήσεις έτσι. Δώσ’ της καμιά!»
Ήταν η φωνή του πατέρα. Κατάλαβα πολύ καλά τι ήθελε να πει — κι εκείνο που ένιωσα μέσα μου δεν είχε όνομα.
Ένα μόνο μου ήταν ξεκάθαρο: τα χαστούκια που έφαγα έμοιαζαν σαν να μην ήταν για μένα. Σαν να μην είχαν προέλευση, θα έλεγα σήμερα που μεγάλωσα.
Ο πατέρας δεν ήθελε να με δείρει. Ούτε και η μητέρα το ήθελε. Ήμουν σίγουρη.
Τότε… γιατί το έκαναν;
Αυτό το «γιατί» στάθηκε ολοζώντανο απέναντί μου εκείνη τη στιγμή. Ήθελα να κλάψω. Δεν έκλαψα.
Μου έδωσαν καρύδια με μέλι. Έφαγα και γέλασα χαρούμενη, γιατί το ένιωσα: αυτό ήθελαν. Να γελάσω και να μη στεναχωριέμαι.
Όμως η ψυχή μου χωρίστηκε από το γέλιο μου και μαζεύτηκε μέσα μου πολύ λυπημένη.
Την ένιωθα εκεί, ολομόναχη, και δεν ήξερα τι να κάνω.
Έτρωγα μέλι, και πάλι δεν ήξερα τι άλλο να κάνω. Έκανα εμετό. Η μητέρα φοβήθηκε. Ο πατέρας μού έδωσε ένα βιβλίο με εικόνες και μου έλεγε ιστορίες.
Και τότε η ψυχή μου τους λυπήθηκε τόσο πολύ, που άρχισα να κλαίω. Ο πατέρας με πήρε αγκαλιά. Κοντά μας ήρθε και η μητέρα.
Και τότε κατάλαβα πόσο τους αγαπάω. Ας με έδειραν.
Και τη Δροσούλα την έδερνε ο πατέρας της, όταν δεν τον άκουγε και έτρωγε τα κεράσια μαζί με τα κουκούτσια. Μετά την πονούσε η κοιλιά της.
Έτσι φαίνεται πως ήταν τα πράγματα: να κλαίμε, να γελάμε και ν’ αγαπιόμαστε.
Κι αφού αγαπιόμασταν, αυτό μου έφτανε.
Ποτέ δεν ζήτησα τίποτ’ άλλο.
Τώρα… αν ζητούσα να ανοίγω το ντουλάπι της γιαγιάς, αυτό είναι μια άλλη υπόθεση.
Μου άρεσε η μυρωδιά του: ξύλο, λάδι και σταρένιο ψωμί. Μαύρο, με όλο το πίτουρο, και τουλουμίσιο τυρί.
Αυτό ήταν ατόφιο το ντουλάπι. Κι αυτή ήταν η γιαγιά.
Η οργωμένη γη με αλέτρι και ο ιδρώτας γεμάτος αλάτι. Και μάτια γαλανά. Κι ένα κεφαλομάντηλο με λαχανί σχέδια.
Μα όταν ξανοίχτηκα στη ζωή κι έμαθα να μετράω τον χρόνο με το ρολόι, άργησα να γυρίσω κοντά της.
Κι όταν γύρισα, βρήκα το τζάκι της σβηστό και, στο εικονοστάσι δίπλα στην εικόνα της Παναγιάς, την ταυτότητά της.
Αυτό μόνο.
Άνοιξα τότε το ντουλάπι της και μύρισα βαθιά… ξύλο, λάδι και σταρένιο ψωμί, μαύρο, με όλο το πίτουρο.
Κι όμως, τα μπουκαλάκια του λαδιού ήταν άδεια.
Μύρισα πάλι βαθιά και η γιαγιά ζωντάνεψε μέσα μου.
Την πήρα στην ψυχή μου και φύγαμε, λέει, μαζί και μακριά, σ’ έναν κόσμο παράξενο, που το κλάμα γίνεται γέλιο και δεν το αναγνωρίζουν οι άνθρωποι.
— «Ε, Παντέλω μου-έτσι τη φώναζε η φιλενάδα της η Μαριγούλα-έ, Παντέλω μου», της λέω τότε, «τους κοροϊδέψαμε πάλι. Δεν το καταλαβαίνουν ότι κλαίμε! Είδες τι καταφέρνουμε εμείς οι δυο;»
Κι εκείνη γελάει.
— «Κοίτα», μου λέει, «αν πιάσει ο βοριάς, να πας στο χωριό να δεις αν χτυπάει η πορτέλα.»
Θα πάω. Θέλω να πάω να δω αν την έκλεισαν… κι αν δεν γκρέμισαν το σπίτι.
Την πορτέλα την έκλεινε πάντα η γιαγιά. Ήταν η πόρτα στη βορινή πλευρά του σπιτιού. Απ’ έξω ήταν τα ψηλά δέντρα μιας ξένης αυλής.
Από ‘κει έμπαινε όλος ο βοριάς και δρόσιζε το σπίτι τα καλοκαίρια.
Κι εκεί μπροστά, πάνω στο ξύλινο αμπάρι, ξάπλωνε η γιαγιά και ξεκουραζόταν από τις δουλειές, που δεν ήταν και λίγες.
Το σπίτι, τα περιβόλια, τα προικιά για τις κοπέλες της, η φροντίδα για τους γιους της, η έγνοια για τον επιούσιο.
Και ο παππούς;
Ο παππούς είχε μάτια που έκλαιγαν. Είχε στην καρδιά του τραγούδια. Έπαιρνε το λαούτο του κι έφευγε.
Κι όλο έψαχνε να βρει όσα άφησε στην Αμερική, τότε που η μάνα του τον ανάγκασε να παρατήσει την καλοστρωμένη επιχείρησή του και να γυρίσει στην Ελλάδα.
Η μάνα του είχε απομείνει έρμη και μοναχή.
Ο άντρας της, το στήριγμά της, μαζί με τον άλλο της γιο — το καμάρι της, που σπούδαζε γιατρός στην Αθήνα — είχαν μείνει για πάντα πάνω στο χιονισμένο βουνό.
Είχαν χάσει τον δρόμο, καθώς πήγαιναν με τα πόδια στο μεγάλο χωριό, τη Στενή, για να πάρει ο γιος το φορτηγό που θα τους πήγαινε στη Χαλκίδα κι από ‘κει, με λεωφορείο, στην Αθήνα. Άρχιζε η περίοδος των εξετάσεων για να πάρει το δίπλωμά του. Δεν μπορούσε να μείνει άλλο στο χωριό, έστω κι αν όλοι του έλεγαν πως ήταν επικίνδυνο να περάσει το βουνό με τέτοιο χιονιά.
Και έφυγαν. Πατέρας και γιος. Και χάθηκαν.
Το πυκνό χιόνι είχε σβήσει τα μονοπάτια. Δεν τα ξεχώριζαν. Πάγωσαν.
Το χιόνι δεν σταμάτησε να πέφτει και τους σκέπασε.
Βρήκαν τα παγωμένα κουφάρια τους… μετά από πόσο καιρό; Δεν ξέρω. Πάντως, είχαν λιώσει τα χιόνια.
***
Ο παππούς άφησε για πάντα την Αμερική και γύρισε στο χωριό. Παντρεύτηκε τη Μαρία, που ήταν όμορφη. Εκείνος ήταν ο Παντελής κι εκείνη τη φώναζαν πια «Παντελήνα».
«Παντελήνααα! Δεν αντέχω άλλο ν’ ακούω τούτο το παιδί. Μοιρολογάει πάλι κάτω στη Λάκα!», φώναζε η Μαριγούλα κι η γιαγιά έβγαινε στο χαγιάτι. «Τούτο το παιδί» ήταν η Μένια. Μοιρολογούσε τα πουλάκια που πάγωναν μέσα στο χιόνι και τα κατσικάκια που γκρεμίζονταν απ’ τους απότομους βράχους και μετά τα έσφαζαν. Η γιαγιά πήγαινε στη Λάκα, τη μάζευε στο σπίτι κι άναβε τη φωτιά. Κι όταν οι φλόγες μεγάλωναν, η Μένια τραγουδούσε και έψηνε κάστανα.
Η γιαγιά αποφάσισε μια μέρα να τη στείλει στην Κύμη, σε μεγάλη μοδίστρα, για να μάθει την τέχνη. Ήταν πια δεκαπέντε χρονών.
Ο χειμώνας, που ήρθε πάλι βαρύς, τώρα δεν θα την φόβιζε. Εκεί, μακριά στην Κύμη που θα ήταν, δε θα τους έφτανε η κακοκαιρία.
Έτσι σκεφτόμουν και ησύχαζα.
Κι όταν το χιόνι έπεφτε παχύ, καθόμουν μπροστά στο τζάκι και περίμενα. Ο πατέρας θα έφερνε λαγό… μπορεί και λαγούς.
Σηκωνόταν πρωί-πρωί, σχεδόν νύχτα, κι ανέβαινε στο βουνό. Η μητέρα φρόντιζε να χτυπήσει η καμπάνα για το σχολείο στην ώρα της… και στην ώρα ο πατέρας ήταν πάλι πίσω στο σπίτι. Άφηνε τους λαγούς και πήγαινε στη δουλειά του… στο σχολείο του. Τότε ήξερα πως το βράδυ θα είχαμε παρέα.
Τα συκωτάκια του λαγού, τηγανητά με χτυπητά αυγά και κρασί, και κουβέντα μέχρι αργά. Αποκοιμιόμουν πάντα σε κάποια αγκαλιά, κοντά στο τζάκι.
Έτσι άπλωναν οι ρίζες μου μέσα στη γη.
Πήγαινα και στο σχολείο. Καθόμουν στο πρώτο θρανίο, μαζί με την Αγγελίνα, που είχε χοντρές κοτσίδες, κόκκινα μάγουλα και πήγαινε στην Έκτη Τάξη. Με κρατούσε από το χέρι και ήξερα πως αυτό το γερό κράτημα το λέμε «με προσέχει».
Έτσι της είχε πει ο πατέρας. Κι όταν η Αγγελίνα με κρατούσε από το χέρι και με πήγαινε στους μεταξοσκώληκες, που έτρεφε η μητέρα, ήταν σαν όλη η γη να είχε φτιάξει μια γερή βάση για να περπατάω και να μη φοβάμαι τίποτα. Μύριζα τα φύλλα της μουριάς που έτρωγαν οι μεταξοσκώληκες, κι αυτή η μυρωδιά ήταν για μένα η μητέρα. Άκουγα τις ντουφεκιές στις γύρω πλαγιές, κι αυτές ήταν για μένα ο πατέρας. Τα βιβλία μιλούσαν γι’ αυτόν, τα ξανθά κουκούλια για τη μητέρα.
Κι όταν η γη άνθιζε, ήταν ο ίδιος ο Θεός που κατέβαινε στη γη, για να μη ζει μακριά μας.
Κι όλα ήταν Θεός, γιατί όλα τα ρύθμιζε Εκείνος.
«Αν θέλει ο Θεός», «έχει ο Θεός», άκουγα γύρω μου. Μέχρι και τα παιδιά Εκείνος τα έφερνε πάνω στη γη με βοηθούς τους αγγέλους Του.
«Να, έτσι στέκεται ο άγγελος πάνω από το κρεβάτι που κοιμάται ένας άντρας με μια γυναίκα. Τους ευλογεί και η γυναίκα κάνει παιδί!», μου εξήγησαν.
Δε θυμάμαι ποιος μου το εξήγησε και πότε. Πάντως, όταν πήγαμε σ’ έναν γάμο σε γειτονικό χωριό και όλα τα παιδιά κοιμηθήκαμε μαζί πάνω σε μια στρωματσάδα, εγώ ξενύχτησα. Ήθελα να δω τον άγγελο που θα κατέβαινε να μας ευλογήσει. Αγόρια και κορίτσια κοιμόμασταν μαζί. Σίγουρα θα ερχόταν. Θα έκανα κι εγώ παιδί. Παιδί! Πώς θα το σήκωνα μέσα στη μικρή κοιλιά μου; Ξενύχτησα με μεγάλη ανησυχία και φόβο. Και ποτέ πια δεν ήθελα να ξαναπάω σε γάμους και πανηγύρια, όπου όλα τα παιδιά, αγόρια και κορίτσια, θα κοιμόμασταν μαζί.
