Γράφει η *Μαίρη Μάκρα
(3η συνέχεια)
(Σύνδεση με το προηγούμενο: Η μικρή μας ηρωίδα μεγαλώνει μέσα στη “Μήτρα” της θαλπωρής, που είναι η παραδοσιακή ελληνική οικογένεια και η κοινότητα. Οι θερμές σχέσεις αλληλοεπίδρασης των ατόμων, τα καθημερινά παιχνίδια των παιδιών μέσα στην αγκαλιά της φύση, αποτυπώνουν χρώματα, ήχους και συναισθήματα στην παιδική της ψυχή. Και όλο αυτό το πλούσιο υλικό θα γίνει η “Δύναμη”, η “Αντοχή” και η “Ασπίδα” για το σκληρό μέλλον που προετοιμάζεται να χτυπήσει τόσο την ίδια, όσο και την Ελληνική κοινωνία. Και το όνομα αυτού: Διχασμός! Το καρκίνωμα που σπέρνουν “Μεγάλες Δυνάμεις” αλλά “ματώνει” μόνο ο λαός.)
ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΒΗΜΑΤΑ ΜΕΣΑ ΣΤΑ ΔΡΩΜΕΝΑ
Ο χρόνος μάκραινε κι όλο μάκραινε. Ξέχωρα από μένα, ταξίδευε. Μα εγώ δεν έφευγα μαζί του. Παρέμενα εκεί που ήμουν. Έβλεπα τι γινόταν γύρω μου κι έτρεχα παντού, να προλάβω μην μου ξεφύγει τίποτα απ’ όσα συνέβαιναν κάθε μέρα. Τόσα πράγματα άλλαζαν, κι άλλα τόσα περίμενα να έρθουν. Μαζί μ’ αυτά, και όλα εκείνα που άκουγα. Κι αν λογαριάσουμε κι όσα έκρυβα στην ψυχή μου, όσα ήθελα να αποκτήσω μια μέρα, σίγουρα χίλια χρόνια έτρεχαν μπρος-πίσω μου, κι εγώ έμενα πάντα μικρή.
«Όταν θα μεγαλώσω…», άκουγα να λένε τα παιδιά. Το σκεφτόμουν πολύ, αλλά δεν είχα βρει ακόμα το πώς μεγαλώνουν οι άνθρωποι. Το «μεγαλώνω», για μένα, δεν ήταν μια συνέχεια. Ήταν μια κατάσταση.
Είμαι μικρή. Μια μέρα είμαι μεγάλη. Ύστερα, γιαγιά. Πώς; Ε, έτσι! Μια μέρα τελειώνει το «μικρή» και ξαφνικά γίνεσαι «μεγάλη». Τσουπ, σε μια στιγμή, όπως τα κάστανα που ψήναμε στο τζάκι: ήταν γυαλιστερά, και ξαφνικά, μέσα στη στάχτη… τσακ! Έσκαγαν και γίνονταν έτοιμα για φάγωμα.
Έτσι, πάνω-κάτω, το φανταζόμουν. Ότι θα γίνω μεγάλη. Όμως είχα πολύ καιρό ακόμα μπροστά μου. Δεν χρειαζόταν ούτε να το σκέφτομαι. Τόσο μακριά μου φαινόταν. Ώσπου μια μέρα άκουσα ένα μεγάλο αγόρι —από εκείνα που πήγαιναν στην πρώτη Δημοτικού— να λέει:
«Μια μέρα ανέβηκα πάνω σ’ αυτό το κυπαρίσσι», και έδειξε το κυπαρίσσι μας. Το δικό μας. Της γιαγιάς μου. Στην αυλή μας. Το έβλεπες από την άλλη άκρη του χωριού. Κι αυτός να λέει ότι ανέβηκε στο κυπαρίσσι μας;
«Κι εγώ ανέβηκα!» του φώναξα κατάμουτρα.
Καθόμουν πάνω στη σκάλα μας, έτρωγα καρύδια και κουνούσα τα πόδια μου, που κρέμονταν από το ψηλό σκαλοπάτι, πάνω-κάτω.
«Εσύ είσαι μικρή και δεν μπορείς ν’ ανέβεις», είπε εκείνος, χωρίς να με κοιτάξει.
«Ανέβηκα, ανέβηκα, ανέβηκα!», ξαναφώναξα με πείσμα.
«Και για πες μας, πότε ανέβηκες;» επέμενε.
«Όταν ήμουν μεγάλη!»
Το είπα και το πίστευα. Αυτό ήταν! Κάτι άστραψε μέσα στο μυαλό μου και το βρήκα. Πώς δεν το είχα σκεφτεί; Όπως φαίνεται, οι άνθρωποι είναι πρώτα μικροί, ύστερα μεγαλώνουν, γίνονται γέροι κι ύστερα πάλι μικροί. Μεγαλώνουν ξανά και κάνουν πάλι τον ίδιο κύκλο, συνέχεια.
Μμμ… κάτι όμως δεν μου άρεσε σ’ αυτή την εξήγηση. Γιατί δεν θυμόμουν τίποτα από τότε που ήμουν μεγάλη και ανέβαινα στο κυπαρίσσι;
Αυτό δεν το καταλάβαινα. Το σκέφτηκα πολύ.
«Ε, φαίνεται πως έτσι είναι: να μην το θυμόμαστε!», είπα στο τέλος και πάει, τελείωσε. Το θέμα είχε κλείσει για μένα.
Οι φιλενάδες μου, που τους το εξήγησα, με πίστεψαν. Και για πολύ καιρό είχα μεγάλη χαρά που κάποτε ήμουν μεγάλη. Σίγουρα θα φορούσα και άσπρη μεταξωτή μπλούζα -όμοια μ’ εκείνη που φορούσε η μητέρα, όταν πήγαινε στο διπλανό χωριό. Ανέβαινε στο άλογο, και η μπλούζα της σαν να «έτριζε» —έτσι την ένιωθα— και λαμποκοπούσε στο κάθε βήμα του αλόγου. Πόσο την ήθελα αυτή την όμορφη μπλούζα!
Ίδια ολόιδια, άσπρη με κέντημα. Να κάθομαι πάνω στο άλογο, να φυσάει το αεράκι και η μπλούζα μου να «τρίζει» και να λάμπει πάνω μου. Αλλά τότε να κάθομαι στο σαμάρι ολομόναχη, σαν τους μεγάλους και όχι στα καπούλια του αλόγου, όπως γινόταν με τα μικρά παιδιά, όταν πήγαιναν με τον πατέρα τους στο βουνό, για να μαζέψουν ξύλα για τον χειμώνα.
Η μητέρα είχε δύο πανέμορφα πράγματα, εκτός από την μπλούζα. Είχε ψιλές κάλτσες και καφέ μεταξωτό φουστάνι με μικρά, στρογγυλά πουά. Τα φορούσε στις μεγάλες γιορτές. Πηγαίναμε τότε στην εκκλησία κι εγώ στεκόμουν δίπλα της. Γονάτιζα, όπως οι μεγάλες γυναίκες, όταν έβγαιναν τα Άγια με τα εξαπτέρυγα, μα δεν σηκωνόμουν όρθια όταν εκείνες σηκώνονταν.
Καθόμουν κάτω, στα πλακάκια της εκκλησίας, ακουμπούσα το μάγουλό μου στο μεταξωτό φόρεμα με τα άσπρα πουά και άγγιζα πολύ προσεκτικά τις απαλές κάλτσες.
Όταν έραψα το πρώτο μου μεταξωτό φουστάνι —καφέ με άσπρα, μικρά πουά— λογάριασα τα χρόνια και βρήκα πως ήμουν είκοσι πέντε χρονών. Ακριβώς όσο ήταν η μητέρα εκείνον τον χρόνο στο Μετόχι!
Γενικά, όμως, δεν περνούσα πολύ χρόνο ούτε με τη μητέρα ούτε με τον πατέρα. Ήταν κι οι δύο εκεί, το ήξερα, το ένιωθα. Συχνά, μέσα στη μέρα, τους έβλεπα και από το παράθυρο, αφού το σπίτι μας ήταν ακριβώς απέναντι από το χαγιάτι της γιαγιάς, όπου περνούσα όλη μου τη μέρα.
Εκεί καθόμασταν και καθαρίζαμε καρύδια, κάστανα ή φασόλια, εγώ και οι θείες μου. Εμείς, οι «κοπέλες της», όπως μας έλεγε η γιαγιά. Τα απλώναμε στο χαγιάτι, δουλεύαμε, κι εκείνη μαγείρευε μέσα στο σπίτι. Ύστερα πηγαίναμε για κλαρί: κουμαριές και σκίνα, μελιές και μυρτιές, όλα τροφή για τις κατσίκες. Οι «κοπέλες της γιαγιάς» τα έκαναν μεγάλα δεμάτια, τα φορτώνονταν στην πλάτη και τα κατέβαζαν στο χωριό.
Τα μονοπάτια ήταν στενά, στις πλαγιές, και βάδιζαν αργά και προσεκτικά. Εμένα με έβαζαν να βαδίζω ανάμεσά τους, η μία πίσω από την άλλη. Κάτω, στο βάθος, φαινόταν η ρεματιά. Τα κομμένα κλαριά γρατσούναγαν στο πέρασμα τους βράχους. Εγώ ανάσαινα τη μυρωδιά της κομμένης μυρτιάς και είχα έναν καημό: να με φορτώσουν κι εμένα με κλαρί, με πολύ κλαρί. Να το δέσουν με χοντρό σχοινί, να κάνουν θηλιές κι εγώ να τις περάσω στους ώμους μου. Να πάρω το δεμάτι στην πλάτη, να περάσω τη ρεματιά και, καταϊδρωμένη, να φτάσω στο χωριό. Έτσι για να είναι αληθινή δουλειά, με κούραση, κι όχι στα ψέματα, όπως κάνουν με τα παιδιά.
Όταν ένιωσα για πρώτη φορά ένα βαρύ δεμάτι, από δύο μυρτιές, στους ώμους μου, πέρασα σιγά-σιγά το στενό μονοπάτι. Άκουσα το κλαρί μου να γρατσουνάει τον βράχο στο πέρασμα και κάτω, μακριά, το ποτάμι να βουίζει. Πήρα βαθιά αναπνοή και δεν μίλησα. Οι μεγάλοι, βλέπεις, δεν λένε πολλά όταν γυρίζουν απ’ τη δουλειά και είναι κουρασμένοι. Αυτό το ήξερα κι έτσι έκανα κι εγώ. Μόνο που δεν ήξερα τι να κάνω αυτή τη μεγάλη χαρά που μου πίεζε την κοιλιά, το στήθος, τα χέρια κι ανέβαινε ως τα μάγουλα.
Έτσι απλωνόταν ο κόσμος γύρω μου και, εκτός από χρώματα, αποκτούσε και ονόματα. Και τα ονόματα είχαν εικόνες, μυρωδιές και κίνηση. Η «Λογκά» είχε πολλές κερασιές. Ανέβαιναν οι μεγάλοι στα ψηλά κλαδιά και γέμιζαν τα κοφίνια με κόκκινα κεράσια. Μου στόλιζαν τ’ αυτιά με τραγανά «σκουλαρίκια-κεράσια» κι ύστερα γυρίζαμε στο χωριό. Σε όλο τον δρόμο κουνούσα ελαφρά το κεφάλι μου για να τα νιώθω να κουνιούνται πέρα-δώθε και να μου ακουμπούν τα μάγουλα. Όταν χόρταιναν τ’ αυτιά μου από το βάρος τους, τα ξεκρεμούσα και τα έτρωγα.
Η «Λάκα» με τις μηλιές και τις καρυδιές. Ο «Άη-Νικόλας» με το εκκλησάκι και τα πλατάνια! Μύριζαν οι όχθες από ρίγανη, και ο «Άη-Νικόλας» από λιβάνι και πλατανόφυλλα. Χωράφια, περιβολάκια, λόγγοι. Και μέσα σ’ αυτά: σαύρες, χελώνες, φίδια. Ένα βασίλειο που το μάθαινες και σε μάθαινε. Ύστερα από καιρό ήξερες, στο κάθε θρόισμα, τι θα συναπαντήσεις. Μιλούσες με τη γη, μεγάλωνες με τα δέντρα. Κι όταν έπεφτε η νύχτα, ανέβαζε τη φωνή του ο «τσούρλαρος» και σου κράταγε συντροφιά.
Ο «τσούρλαρος». Η πέτρινη γούρνα με το κρύο νερό, που έτρεχε ολημερίς και ακουγόταν ως την πέρα γειτονιά. Αυτό το γάργαρο νερό ήταν το ίδιο το βουνό και η ψυχή του. Ήταν τα χιόνια του και η ανάσα του.
Κατέβαινε το νερό απ’ το βουνό, έφτανε στην πέτρινη γούρνα, έφερνε δυο γύρους αφρισμένους κι έπεφτε στη γη με βουή. Ήταν η ζωή. Η αναπνοή. Η δύναμη και η συνέχεια.
Ξημέρωνε κι έτρεχα κοντά του. Έβαζα τα χέρια μου κάτω από το τρεχούμενο νερό και ζούσα.
Ο κόσμος, είπαμε, άνοιγε γύρω μου, και η κάθε μέρα μού μάθαινε πολλά. Όσα δεν πρόφταινε να μου τα μάθει η μέρα, μου τα μάθαιναν τα παιδιά, οι φίλοι μου, που έπαιζα μαζί τους και με φώναζαν «μαρή».
— Πάμε για καβούρια, μαρή!, μου φώναζε η Δροσούλα απ’ την αυλή.
Ε, όσο και να την αγαπούσα, της θύμωσα.
— Γιατί δεν παίζεις με τη Δροσούλα; με ρώτησε μια μέρα η μητέρα.
— Επειδή με φωνάζει μαρή, της απάντησα.
Μα μόλις το ξεστόμισα, κάτι έγινε. Κι από την άλλη μέρα, όλοι σιγομουρμούριζαν γύρω μου. Δεν είχα και μεγάλη σκοτούρα να μάθω τι ψιθύριζαν πίσω από τις πλάτες μου, αλλά μου φάνηκε παράξενο που μπροστά μου δεν έλεγαν τίποτε άλλο από το ότι στο Παρίσι τα κοριτσάκια με το όνομα Μαρία τα φωνάζουν «Μαρή»!
— Είδες; με πληροφόρησε με χαρά η μητέρα. Κι εσένα σε λένε Μαίρη, δηλαδή Μαρία, που πάει να πει στα γαλλικά «Μαρή»!
Τέλος πάντων, αφού ήταν έτσι, αποφάσισα να ξεθυμώσω στη Δροσούλα, όμως κάτι δεν είχε ξεκαθαρίσει στο μυαλό μου: Ο Θανάσης μάς το ήξερε καλά και μου το είχε πει — ότι το Παρίσι είναι μια μεγάλη πόλη, πολύ μακριά απ’ το Μετόχι. Πώς το έμαθαν, λοιπόν, όλοι αυτοί από τη μια μέρα στην άλλη, ότι τη Μαρία τη λένε Μαρή; Ήταν κι αυτό από τα ανεξήγητα, και το άφησα στην άκρη.
Μόνο η Μένια μας τραγουδούσε για πολύ καιρό ένα καινούργιο τραγούδι:
«Και μ’ ένα όνειρο πάει στην Αμερικήηη, να την φωνάζουν Μαρήηη!!!»
Και στην Αμερική, λοιπόν, τη Μαρία τη φωνάζουν Μαρή; Και στο Παρίσι; Και στο Μετόχι; Ε, τότε, δεν ήταν και τόσο δύσκολο να μιλάς ξένες γλώσσες. Παντού τα ίδια λένε!
Και τον παππού μου τον φώναζαν «Εγγλέζο», επειδή είχε ζήσει για πολλά χρόνια στην Αμερική και έλεγε «όλ ράιτ, όλ ράιτ!». Πολύ απόμακρος μού φαινόταν, όταν μιλούσε έτσι. Γινόταν πάλι ο παππούς μου όταν γονάτιζε κάτω απ’ τη μουριά, έσκυβε κι ανέβαιναν τα κατσικάκια στην πλάτη του. Χοροπηδούσαν, ανεβοκατέβαιναν κι αυτός έλεγε: «ζωντανάκια μου, χρυσά!».
Μόλις ξέμπλεκε με τα ζωντανάκια του, έπαιρνε έναν σάκο από λινάτσα και μ’ έβαζε μέσα. Με φόρτωνε στον ώμο του, μ’ έφερνε γύρω-γύρω στην αυλή τρέχοντας και φώναζε:
— Πατάαατεες! Πουλάω πατάαατεες!
Ξεφώνιζε εκείνος, ξεφώνιζα κι εγώ, φώναζε κι η γιαγιά. Δεν άκουγα τίποτα και δεν ήξερα, στο τέλος, αν γελάμε ή αν κλαίμε. Πάντως, δεν μου άρεσε καθόλου να είμαι μέσα στο σακί, ούτε και σαν πατάτα.
Πολλές φορές καθόμουν πάνω στο χαγιάτι κι αγνάντευα. Κι ό,τι έβλεπα το σκεφτόμουν πολύ. Κι ό,τι μάθαινα το φώναζα δυνατά, για να το μάθουν κι άλλοι. Γι’ αυτό και μια μέρα φώναξα δυνατά, για να μάθει και η μαμά αυτό που γινόταν:
— Μαμάαα! Κοίτα! Ο κόκκινος κόκορας πηδάει πάνω στην κότα για να την γαμ…
Φαπ! Το χαστούκι που ήρθε κατά πάνω μου, απλώθηκε απ’ το στόμα μου ως τ’ αυτιά μου. Κατάπια τη λέξη μαζί με τη γλώσσα μου. Το στομάχι μου ανακατεύτηκε. Το στόμα μου βούλωσε.
— Καλό κι αυτό! σκέφτηκα. Τώρα πια εμείς είμαστε για να μας κλαίνε οι ρέγγες!
Αυτό το έλεγε η Μένια όταν κρύωνε. Όχι! Πρώτα το έλεγε ο παππούς, όταν η παγωνιά έκαιγε τα λαχανικά και τα ανθισμένα δέντρα. Φαίνεται ότι το άκουσε η Μένια, το έμαθε και το έλεγε:
— Εμένα τώρα είναι να με κλαίνε οι ρέγγες!
Ήταν μικρή. Έξω χιόνιζε. Το χωριό, άγονο. Ο χιονιάς έκλεινε τους δρόμους, κι ο έμπορας δεν μπορούσε πια να έρθει για να αγοράσει τα μήλα ή να τα ανταλλάξει με στάρι.
«Δεν το αντέχω το χιόνι. Μου ’ρχεται να ουρλιάξω!»
Μου το είχε εξομολογηθεί κάποτε… πολλά χρόνια αργότερα.
«Γιατί;» τη ρώτησα με απορία. Δεν καταλάβαινα το “γιατί”.
«Μου θυμίζει λάσπες, μαυρίλα, φόβο. Χειμώνιαζε, και όλο το χωριό το σκέπαζε η αντάρα. Έκλειναν οι δρόμοι!»
Δεν είχα τι να της πω. Ντράπηκα να ομολογήσω ότι το χιόνι, για μένα, ήταν… αναμμένο τζάκι, κάστανα στη θράκα,
μεγάλες μέρες, κι ο πατέρας να μου λέει ιστορίες.
Ήταν ο δάσκαλος στο χωριό. Είχε μισθό. Μπορεί λίγο, αλλά ήταν σταθερός. Μήνας έμπαινε, μήνας έβγαινε, κι έφερνε στο τραπέζι μας το ψωμί, τη ζάχαρη, το λάδι, αλλά και… κάτι άλλο!
Μια κουκλίτσα κάθε φορά· μικρή, από πεπιεσμένο χαρτί, με ροζ χρώματα και φουσκωτά μαγουλάκια. Την έστηνα όρθια πάνω στο τζάκι και την κοίταζα. Την έβαζα να κοιμηθεί και τη σκέπαζα. Ύστερα την ξανασήκωνα και… δεν ήξερα τι άλλο να κάνω μ’ αυτό το αλύγιστο κουκλάκι, που είχε τα χεράκια κολλημένα στο πλάι!
Ώσπου μια μέρα… ήρθε Εκείνη! Με τα ξανθά της μαλλιά και το μεγάλο καπέλο, γαλάζιο, από κολλαρισμένη οργκαντίνα.
Από την ίδια κολλαριστή οργκαντίνα ήταν και το φαρδύ της φόρεμα. Είχε χέρια που δεν ήταν κολλημένα στα πλευρά της και πόδια με παπουτσάκια. Είχε γαλανά μάτια! Ήταν μια πεντάμορφη κούκλα, μέσα σε κουτί, κι από το κορμί της — από ροζέ ύφασμα — βούλιαζαν τα δάχτυλά μου.
Κάτι θα είχε εκεί μέσα, στο κορμάκι της… Δεν γίνεται αλλιώς! Τόσο όμορφη που ήταν, σίγουρα κάτι υπέροχο θα έκρυβε μέσα της. Μπορεί πανάκια, πολύχρωμα, μεταξωτά, μάλλινα… Ποιος ξέρει; Μπορεί και να ήταν κεντημένα με χρυσή κλωστή!
Η μητέρα είχε μία σακούλα ραμμένη από ύφασμα, κι εκεί μέσα έκρυβε διάφορα πανάκια — μικρά κομμάτια ή μεγαλύτερα. Αλλά δεν μου τα έδινε.
«Τα χρειάζομαι», έλεγε, κι εγώ τα ονειρευόμουν. Ώρες ολόκληρες τα σκεφτόμουν και τα ήθελα δικά μου.
Κι ένα βράδυ… ήρθαν στον ύπνο μου. Ναι, σου λέω, ήρθαν!
Βρέθηκα, λέει, μπροστά σε ένα μικρό σπιτάκι — όσο ένα δωμάτιο — και στην είσοδο είχε δύο σκαλοπάτια.
«Έλα», μου είπε κάποιος, που δεν τον έβλεπα. «Ανέβα πάνω. Είναι κάτι μόνο για σένα, μέσα σ’ αυτό το σπιτάκι».
Κι ανέβηκα. Εκεί, μπροστά-μπροστά, στην ανοιχτή πόρτα, είδα ένα μπαούλο. Το άνοιξα. Έμεινα άφωνη!
Η χαρά που απλώθηκε μέσα μου κι έφτασε ως τις άκρες των νυχιών μου, μούδιασε ολόκληρο το κορμί μου.
«Πανάκια, πανάκια, πανάκια! Μεταξωτά πανάκια!», έλεγε η καρδιά μου από μέσα μου, κι εγώ ανακάτευα με τα χέρια μου τον πολύτιμο θησαυρό που είχε απλωθεί μπροστά μου.
Ως και χρυσαφένια κλωστή είχαν πάνω τους — και πολύχρωμα λουλούδια, και σχέδια με γραμμές. Ήταν μάλλινα, μεταξωτά, μαλακά — τόσο μαλακά που γλιστρούσαν από τα χέρια μου.
Και ήταν πολλά.
Και ήταν εκεί.
Όλα δικά μου!
Όταν ξύπνησα, έκλαψα — χωρίς να ξέρω το γιατί. Αλλά δεν με είδε κανένας από τους δικούς μου.
Για ώρες γύριζα στα περιβόλια και στις ρεματιές. Χάζευα για μέρες πολλές, ώσπου να σταματήσουν τα δάκρυα και να ξανασυνηθίσω τον κόσμο.
Και τότε… ήρθε Εκείνη!
Η ξανθιά κούκλα με την οργκαντίνα της.
Στην αρχή φοβόμουν και να την αγγίξω! Τόσο όμορφη ήταν.
Κι αυτή, σίγουρα, είχε τα πανάκια κρυμμένα μέσα της.
Σίγουρα με αυτά την είχαν παραγεμίσει!
Θεούλη μου! Δεν την αντέχω αυτή τη χαρά…
«Μαμά, θέλω τώρα να πας στη γιαγιά», είπα στη μητέρα, που έπλεκε κοντά στο αναμμένο τζάκι.
Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί με άκουσε και έκανε αυτό που της ζήτησα, δίχως να με ρωτήσει το «γιατί». Απίστευτο!
Κι όμως, έφυγε μαζί με το πλεκτό της.
Και γύρισε. Τόσο γρήγορα; Μπορεί και να άργησε. Δεν λογάριασα την ώρα, από τη στιγμή που πήρα το ψαλίδι και άνοιξα την κοιλιά της όμορφης κούκλας μου.
Χρατς, χρατς, οι ψαλιδιές.
Η ποδιά μου γέμισε ροκανίδια — κι εγώ δεν ήξερα τι να τα κάνω.
Ούτε την κούκλα ήξερα τι να την κάνω.
Περίμενα.
Όχι, δεν περίμενα.
Δηλαδή… καθόμουν, χωρίς να σκέφτομαι και χωρίς να έχω τίποτε μέσα μου. Τίποτε!
Ήταν… έτσι… σαν να σταμάτησαν όλα, κι εγώ ήμουν εκεί, επειδή… εκεί βρέθηκα.
Οι μέρες που ήρθαν, βρήκαν το γαλάζιο από οργκαντίνα φόρεμα της κούκλας κρεμασμένο στον τοίχο, δίπλα στο τζάκι.
Και παραδίπλα, το γαλάζιο καπέλο της, πάνω σ’ ένα καρφί.
Κι ακόμα, γύρω μου, ακούγονταν καινούριες λέξεις.
Όλες αυτές οι λέξεις ήμουν εγώ. Μα δεν τις καταλάβαινα.
Κι ακόμα δεν καταλάβαινα τι πάει να πει «ανήσυχο πλάσμα» κι ούτε αν η μητέρα το έλεγε για να με μαλώσει ή για να μου πει «μπράβο».
Η φωνή της δεν με μάλωνε. Όμως το είπε τόσες φορές και τόσο μονότονα, που άρχισα να νιώθω πως κάτι πρέπει να είχε γίνει που δεν της άρεσε.
Κι εμένα δεν μου άρεσε που δεν είχα πια κούκλα.
Κατέβασα το γαλάζιο φόρεμα από το καρφί και το έπλυνα.
Στέγνωσε και ζάρωσε. Ήταν για πέταμα.
Πάει κι αυτό.
Έφυγα για το ποτάμι. Μάζευα πέτρες και τις έριχνα στο νερό, μία-μία. Ύστερα γέμισα τις χούφτες μου με νερό και γυρίνους. Μικροί, μαύροι, γυαλιστεροί, γλιστρούσαν ανάμεσα στα δάχτυλά μου μαζί με το νερό και μου γαργαλούσαν τις παλάμες. Τους άφηνα να φύγουν και πάλι τους έπιανα. Γλιστρούσαν μέσα από τα χέρια μου και πάλι τους έπιανα. Οι μικρές τους ουρίτσες, ανήσυχες, με γέμιζαν χαρά. Κι όταν γύρισα στο σπίτι, ένιωθα μέσα μου τον ρυθμό τους — τόσο γρήγορο και ασταμάτητο — κι έτρεχα πάνω-κάτω στο χαγιάτι.
«Μάρω, κάτσε κοντά μου ήσυχα και θα σου πω ένα παραμύθι», με τράβηξε στην αγκαλιά της η Αργύρω και μου είπε τη Σάρα.
Τι παραμύθι ήταν αυτό! Για μέρες τους ξέχασα όλους και με ξέχασαν. Τους ανθρώπους μου στο σπίτι θέλω να πω. Ήμουν εκεί, κοντά τους, μα δεν τους έβλεπα. Κοίταζα τις φλόγες στο τζάκι κι έλεγα πολλές φορές, τόσο σιγά που φωνή δεν ακουγόταν:
Σάαρα… Σάαρα… Σάαρα…
Και γέμιζε το στόμα μου από ήχο τραγανό. Αυτός ο ήχος κατέβαινε στην ψυχή μου και τη γέμιζε με ήλιο και βράχια ολοστρόγγυλα, που κατέβαινα λίγο-λίγο σε μια πλαγιά. Για κάποιον άγνωστο λόγο, μια μέρα κατρακύλησαν.
Δεν ξέρω πώς άρχιζε και πώς τελείωνε αυτό το παραμύθι. Εμένα αυτό μου έφτανε, αυτό συγκράτησα και γι’ αυτό μόνο ζούσα: να σκέφτομαι τη Σάρα και να γεμίζω από τον ήλιο που έπεφτε πάνω της. Γιατί μου το εξήγησε η Αργύρω:
«Σάρα» αυτό πάει να πει: η πλαγιά που έχει μόνο βράχια.
Κι εγώ δεν ήθελα άλλη εξήγηση. Την είχα δει και την ήξερα. Ήταν το πανύψηλο βουνό, κοντά στο χωριό , γυμνό και φοβερό , που έβγαζε από μέσα του φως, όταν το χτυπούσε ο ήλιος.
«Αργύρω, πες μου τη Σάρα», της ζήτησα μετά από πολύ καιρό.
Δεν ήθελε, γιατί δεν θυμόταν το παραμύθι! Έτσι μου είπε.
Ε, αυτό στάθηκε αδύνατο να το χωρέσει το μυαλό μου. Πώς το είχε ξεχάσει; Ξεχνάμε αυτά που ξέρουμε; Τι παράξενοι που είναι οι μεγάλοι!
«Κάτι σας λείπει στο μυαλό», έλεγε συχνά ο παππούς, κι οι άλλοι γύρω καταλάβαιναν τι ήθελε να πει μ’ αυτά τα λόγια.
«Μάρω, έλα να σου πω Το φίδι με το μαγικό δαχτυλίδι», αποφάσισε επιτέλους η Αργύρω.
Κι ο κόσμος μου άνοιξε ακόμα μια φορά για να χωρέσει η μαγεία και το απίθανο και το ανεξήγητο. Οι ώρες της μέρας πια δεν μου έφταναν. Πώς να μου φτάσουν; Όταν έσκαβα με τη Δροσούλα στο χώμα, κοίταζα μπας και βρω το δαχτυλίδι. Εκείνο το μαγικό, που είχε χαρίσει το φίδι στο βασιλόπουλο.
