Η σιωπή που ύφανε τον κόσμο
Στην αρχή,
δεν υπήρχε φως,
ούτε σκοτάδι
μόνο μια ανάσα που περίμενε
να γίνει χρόνος.
Κι ύστερα ήρθαν οι λέξεις,
σπαράγματα φλόγας
μες στο παγωμένο χάος.
Ο πρώτος άνθρωπος
δεν φώναξε “είμαι”,
Φώναξε:
“ποιος με ονειρεύεται
πίσω από τα βλέφαρα του ουρανού;”
Έμαθε τη βαρύτητα
όταν έπεσε από την ελπίδα του.
Κι η ελευθερία;
Ήταν το τίμημα
να θυμάσαι όσα δεν μπορείς να αλλάξεις.
Μιλώ για τις ώρες
που χτίζουν τη ζωή
με τοίχους από σιωπή.
Για τα παιδιά
που παίζουν με σπασμένα ρολόγια,
για τις μητέρες
που μαγειρεύουν προσευχές
στο κατώφλι του πολέμου.
Υπάρχουν μέρες
που ο κόσμος φλέγεται
κι άλλες
που ένας σπόρος ελπίδας
ρίχνει ρίζες σε τσιμέντο.
Κι αν κάτι μένει,
είναι πως ο άνθρωπος
δεν είναι ο πυρήνας αυτού του κόσμου
είναι η σπίθα του νοήματος
μέσα στο άλογο χάος.
Ό,τι αγγίζει, το αλλάζει.
Ό,τι θυμάται, το σώζει.
Κι ό,τι ονειρεύεται,
ίσως μια μέρα να το γεννήσει
με λόγο ή με σιωπή.