Γράφει η *Μαίρη Μάκρα
(5η συνέχεια)
(Σύνδεση με το θέμα: Στον ήχο της βροχής και στο φως μιας σημαίας που κυματίζει, η μικρή ηρωίδα μας μαθαίνει τι σημαίνει να «είσαι μέσα στα δρώμενα».
Ανάμεσα στις λάσπες και τα λουλούδια του χωριού, ανάμεσα σε ποιήματα, γιορτές και μικρά θαύματα της παιδικής ψυχής, μεγαλώνει μια γενιά που μαθαίνει να σέβεται, να αγαπά και να ονειρεύεται, λίγο πριν ο άνεμος του Εμφυλίου πληγώσει και αφανίσει την αθωότητα.
Μέσα από το βλέμμα της μικρής αφηγήτριας, ξαναζούμε την Ελλάδα της απλότητας και της πίστης, εκεί όπου ο Δάσκαλος δεν διδάσκει μόνο γράμματα, αλλά ήθος, εντιμότητα και ομόνοια. Κι ενώ γύρω ετοιμάζεται η καταιγίδα, εκείνη τραγουδά, χαμογελά και μας θυμίζει πως η ψυχή ενός παιδιού μπορεί να φωτίσει και τους πιο σκοτεινούς καιρούς).
Το χωριό είχε δέντρα. Οι κήποι, λαχανικά. Οι πλαγιές, αγριολούλουδα. Όλα αυτά τα είπαμε, μα ξεχάσαμε τις λάσπες.
Γέμιζε ο τόπος όταν έβρεχε ή έλιωναν τα χιόνια. Γλίτσα και μαυρίλα στους δρόμους. Υπομονή στις καρδιές, μέχρι να ξαναβγεί ο ήλιος.
Άναβαν τα τζάκια, κάπνιζαν τα φουγάρα, και στους δρόμους οι άνθρωποι φορούσαν γουρουνοτσάρουχα.
Ήταν παπούτσια που έφτιαχναν μόνοι τους, από ακατέργαστο δέρμα γουρουνιού. Το τύλιγαν στα πόδια τους, το στερέωναν με κορδόνια κι έβγαζαν έτσι τον χειμώνα. Τα ήθελα τόσο πολύ, μα τόσο πολύ!
Ναι, τα γουρουνοτσάρουχα! Περίμενα την ημέρα που κι εγώ θα τύλιγα τα πόδια μου με το τριχωτό δέρμα. Περίμενα την ώρα και τη στιγμή που θα μου τα έφερναν. Τα ήθελα και τα λαχταρούσα. Δεν καταλάβαινα γιατί δεν μου έδιναν αυτή τη χαρά.
Αυτά τα γουρουνοτσάρουχα ήταν, για μένα, οι λάσπες. Γιατί να μην τις νιώσω κάτω από τα πόδια μου;
Τις ήθελα για να χορτάσω τις γκρίζες μέρες του χειμώνα. Να περάσω από μέσα του, να τον πατήσω, να τον γνωρίσω καλά. Τι πράγμα ήταν κι αυτό, να τον κοιτάζω πίσω από τα τζάμια του παραθύρου; Αυτό δεν ήταν αληθινός χειμώνας.
Όπως δεν ήταν αληθινή και η 25η Μαρτίου για μένα: όλα τα παιδιά να ντύνονται με τοπικές φορεσιές, να λένε ποιήματα, κι εγώ να φοράω το καλό μου φουστάνι και να έχω κορδέλα στα μαλλιά; Ήταν αυτό σωστό; Όχι!
Ήθελα σεγκούνια! Ναι, τα σεγκούνια της γιαγιάς μου!
Κι επιτέλους, μου τα φόρεσαν.
Έλαμψε τότε ο ήλιος. Είδα τις μυρτιές που στόλιζαν το σχολείο, τη σημαία που κυμάτιζε, τον κόσμο που είχε μαζευτεί στο χοροστάσι για να παρακολουθήσει τη σχολική μας γιορτή.
Η σημαία υψώθηκε στο κοντάρι της, με τον λαμπερό σταυρό στην κορυφή. Γύρω της παρατάχθηκαν οι μαθητές και στο πλάι, ο δάσκαλος. Αντίκρυ, ο κόσμος.
Εγώ έβαλα το χέρι μου μέσα στην παλάμη της Αγγελίνας και περίμενα με λαχτάρα τη συνέχεια. Εμείς, οι μαθητές, κι αντίκρυ ο κόσμος!
Αυτό είναι ζωή! Το να είσαι μέσα στα δρώμενα.
Τότε ακόμα δεν ήξερα πού ήμουν και τι ήταν τα “δρώμενα”. Καθώς φαίνεται, όμως, το ήξερε η ψυχή μου. Και φόρεσε φτερά, τόσο ανάλαφρα, που όταν άκουσα τον πατέρα – συγγνώμη, τον δάσκαλο ήθελα να πω – να φωνάζει σοβαρά τ’ όνομά μου, όπως και στ’ άλλα παιδιά, το μόνο που ένιωσα ήταν υπερηφάνεια.
Προχώρησα μπροστά ή δεν προχώρησα;
Πάντως, δίπλα μου και πάνω απ’ το κεφάλι μου ανέμιζε η σημαία. Με άγγιζε καθώς ανέμιζε, κι εγώ έλεγα δυνατά:
Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη,
περπατώντας η Δόξα μονάχη,
μελετά τα λαμπρά παλληκάρια
και στην κόμη στεφάνι φορεί
γινομένο από λίγα χορτάρια
πού ‘χαν μείνει στην έρημη γη!
Χειροκροτήματα, φωνές, κι ο ήλιος γελούσε.
Όπως και ο πατέρας, που με κοίταζε. Όπως κι ο Θανάσης μας, που έτρεξα κοντά του για να τον ρωτήσω:
– Με άκουσες;
Ο Θανάσης είχε μείνει στο σπίτι, αφού δεν μπορούσε να περπατήσει. Αυτό το είπαμε. Κάτω από τη μουριά, είχε βάλει η γιαγιά μια καρέκλα κι εκεί καθόταν ο Θανάσης.
Από μακριά ακούγονταν τα χειροκροτήματα κι εκείνος αφουγκραζόταν. Γιόρταζε μαζί μας την Εθνική μας γιορτή.
– Με άκουσες; τον ρώτησα, τρέχοντας κοντά του.
– Μάρλεν Ντήντριχ! Τι φωνή ήταν αυτή, παιδί μου! Μέχρι εδώ ακούστηκες! Μπράβο, μπράβο!
Πόσο ευχαριστήθηκα την απάντησή του! Βλέπεις, ο πατέρας μου είχε μάθει το ποίημα, αλλά ο Θανάσης μου έκανε καθημερινά πρόβες, μέχρι να το μάθω καλά.
Και το έμαθα.
Και πολύ λυπόμουν τη Δόξα, που περπατούσε μονάχη. Και τα λαμπρά παλληκάρια τα έβλεπα ολοζώντανα μπροστά μου να φεγγοβολούν. Ως και τα λίγα χορτάρια τα έβλεπα πάνω στην κόμη – στο κεφάλι – μου το είχε εξηγήσει ο πατέρας.
Μόνο εκείνο το “μελετά” δεν καταλάβαινα. Τι δουλειά είχαν τα μελετά – μελάτα, θα ήθελε να πει, σίγουρα, μελάτα αυγά.
Τι δουλειά είχαν τα μελάτα αυγά στην ολόμαυρη ράχη; Δεν έβγαζα άκρη.
Έτσι θα είναι τα ποιήματα, σκέφτηκα. Βάζεις ό,τι λέξεις θέλεις στη σειρά και γράφεις ένα ποίημα.
Κι αφού ήταν τόσο εύκολο, έφτιαξα κι εγώ ένα δικό μου ποίημα.
Είχε δύο λέξεις με δύο διαφορετικούς τόνους. Λες τη μία λέξη χαμηλότερα, την άλλη ψηλότερα… και βγήκε τραγούδι!
Το τραγουδούσα δυνατά, όταν ήμουν μόνη μου στο χαγιάτι:
Μπαμπάαα, μαμάαα!
Μαμάαα, μπαμπάαα!
Μαμά, μπαμπά, μαμάαα!
Θαύμα! Πολύ μου άρεσε!
Το τραγούδησα στα παιδιά που παίζαμε μαζί, και δεν μου είπαν τίποτε. Ούτε που γέλασαν.
Το τραγούδησα κι εγώ στην Κούκλα.
Γιατί, εκτός από τις κουκλίτσες τις ψεύτικες, είχαμε και μία αληθινή.
Ήταν η κόρη του Μακρύγιαννη , συγγενής της γιαγιάς και γείτονάς μας. Η Κούκλα ήταν μεγάλη, πιο μεγάλη από μένα, αλλά ήταν πάντα σαν μικρή. Το σώμα της αναπτυσσόταν κανονικά, μα η Κούκλα έμενε ένα κοριτσάκι άκακο, γελαστό, που όλους μας αγαπούσε.
Δεν έβλεπε καλά. Ξεχώριζε μονάχα το φως από το σκοτάδι, μα γνώριζε τους ανθρώπους του χωριού. Τους ξεχώριζε από τη φωνή τους κι όλοι την αγαπούσαν.
Είπα, λοιπόν, το τραγούδι μου στην Κούκλα.
Το άκουσε χωρίς μιλιά, κι όταν τελείωσα, χτύπησε τις παλάμες της δυνατά και χοροπηδούσε ώρα, φέρνοντας κύκλους γύρω μου.
– Χρυσή μου Μαιρούλα! Χρυσή μου Μαιρούλα! φώναζε και χοροπηδούσε.
Τι ωραία! Της άρεσε!
Ύστερα, πήγαμε μαζί στο σχολείο. Εκεί ο πατέρας θα της έβαζε μια αλοιφή στο κεφάλι.
Το είχε κάψει. Είχε σκύψει κάτω από το καζάνι με το βραστό νερό για να φυσήξει τη φωτιά, και τα μαλλιά της λαμπάδιασαν.
Μαζεύτηκε η γειτονιά από τις φωνές της. Ο πατέρας ανέλαβε τότε τη γιατρειά της. Κάθε μέρα πήγαινε η Κούκλα στο σχολείο και φώναζε από το προαύλιο:
– Δάσκαλεεε! Ήρθα να μου γειάνεις τον πόνο!
Ο πατέρας της έβαζε αλοιφή, κι εκείνη χοροπηδούσε από χαρά.
