Γράφει η *Μαίρη Μάκρα
(2η συνέχεια)
(Σύνδεση με το προηγούμενο: Εποχή Εμφυλίου! Εποχή Διχασμού!Και η μικρή μας ηρωίδα αναρρωτιέται:” τι πάει να πει «αφοπλισμός» και «Δεξιά» ή “Αριστερά” και ομάδες- και νύχτες που ανοίγουν τα σπίτια μας και τραβούν τον πατέρα στο αλώνι και τον σαπίζουν στο ξύλο;
Ποιοι είναι αυτοί που μου τον παίρνουν, τον δικό μου πατέρα; Του σπάνε τα κόκαλα και μετά τον φυλάνε με τα όπλα σε ένα μουχλιασμένο κατώι. Κι εγώ απ’ έξω, να τον βλέπω εκεί μέσα στα σκοτεινά και να μη ξέρω γιατί.
Γιατί οι άνθρωποι με τα όπλα έχουν αγριεμένα μάτια;” Κι ενώ προσπαθεί να καταλάβει τί γίνεται γύρω της , έρχονται οι μνήμες από εκείνα τα ζεστά κομμάτια ζωής, που την γαλούχησαν-ίσως για να την οπλίσουν με δυνάμεις για όσα ανείπωτα θα επακολουθούσαν)
” ΤΟΥ ΑΒΡΑΑΜ ΚΑΙ ΤΟΥ ΙΣΑΑΚ ΤΑ ΚΑΛΑ”
– Θυμάσαι τότε που φύγαμε από τα Καμάρια και πήγαμε στο Μετόχι; με ρωτάει πάλι η μητέρα.
Τι να θυμάμαι; Μόνο το δάσος με τα έλατα, το μονοπάτι με τις κουμαριές και κάτι ακόμα που έβγαινε από μέσα μου και έμοιαζε… με χαρά… με αγωνία… με περιέργεια – όχι όμως με φόβο. Α, και το άλογο! Ένα ψηλό, γεροδεμένο άλογο με κόκκινο τρίχωμα.
– Μαμά, ο Ρούσος μας! φώναξα με χαρά, μόλις με ανέβασαν στα καπούλια του.
Ήταν ολόιδιος με τον Ρούσο μας, το κόκκινο άλογο που είχαμε στα Καμάρια και μας πήγαινε στα χωράφια.
– Καλά, δεν ντρέπεστε λίγο; αγρίεψε ο αγωγιάτης. Και το άλογο ακόμα “Ρώσσο” το βγάλατε;
Ήταν άνθρωπος από το χωριό της μαμάς. Είχε ακούσει κάτι λίγα για τον πατέρα μου, για τη συμμετοχή του στην Εθνική Αντίσταση, και έβγαλε τα συμπεράσματά του: πως ο πατέρας μου ήταν «Ρώσσος», που πάει να πει κομμουνιστής.
– Ρούσο, χριστιανέ μου, Ρούσο το λέμε! Πού το βρήκες εσύ το «Ρώσσος»; Ρούσο δε λέμε τα κόκκινα άλογα, από τους παππούδες μας ακόμα; – αγανακτισμένη η μητέρα ανέβηκε στο σαμάρι, μουρμουρίζοντας.
Ξεκινήσαμε. Ξέχασα τα λεγόμενα. Είχα μόνο μια αγωνία: να φτάσουμε. Δεν ήξερα πού. Να φτάσουμε μόνο εκεί μακριά, πέρα από το βουνό. Εκεί που η μέρα χάραζε κι ο ουρανός άρχιζε να παίρνει κάποιο χρώμα. Δεν υπήρχε πια το κενό του χρόνου. Το γέμισαν οι φωνές που ακούστηκαν από τη ρεματιά.
– Έρχονται! είπε με χαρά η μητέρα κι ένιωσα μια αγάπη γι’ αυτές που έρχονταν. Δεν τις γνώριζα. Πήγαινα για πρώτη φορά στο Μετόχι, κι όμως… μέσα μου τις ήξερα. Το ένιωθα στην καρδιά μου πως ήταν δικές μου. Πως με περίμεναν. Πως με περίμεναν με χαρά!
– Ήταν η Αργύρω και η Φαίδρα, λέει σήμερα η μητέρα. Οι μικρότερες αδελφές της, με γαλανά μάτια και χοντρές κοτσίδες, όπως και η Μένια, που ήταν η πιο μικρή. Η μητέρα ήταν μελαχρινή, όπως τ’ αδέλφια της, ο Μήτσος και ο Θανάσης.
Ήμασταν ακόμα ψηλά στην πλαγιά και κατηφορίζαμε το μονοπάτι, όταν μας είδαν από το χωριό και έτρεξαν να μας προϋπαντήσουν. Το μονοπάτι με τις πολλές στροφές και η πυκνή βλάστηση τις κρατούσαν ακόμα μακριά μας και μας εμπόδιζαν να τις βλέπουμε. Τα χαρούμενα γέλια τους όμως ακούγονταν πολύ καθαρά.
Ύστερα; Τίποτα. Δεν υπάρχει σκηνή συνάντησης. Ούτε συνέχεια στην άφιξή μας. Υπάρχει μόνο μία επίθεση από αποχρώσεις του… Τότε.
Τότε… που, ανάλογα με τις εποχές, άλλαζε ο ρυθμός. Ανάλογα με τους μήνες, άλλαζαν τα χρώματα. Κι ανάλογα με τον καιρό, άλλαζαν οι άνθρωποι.
Ολόγυρα ήταν τα βουνά. Το χωριό είχε δυο ρεματιές που το αγκάλιαζαν και το έβαζαν στη μέση. Και τα περιβόλια του “έσβηναν” μαλακά, εκεί που έσκαζε το κύμα από το Αιγαίο Πέλαγος.
Όταν έλαμπε ο ήλιος, ήταν Άνοιξη. Οι κερασιές άνθιζαν. Οι μηλιές κάρπιζαν. Ο αέρας μύριζε ρίγανη και λουλούδια.
Το Καλοκαίρι… δεν ξέρω πότε άρχιζε. Αφού είχε ήλιο, για μένα ήταν Άνοιξη. Κι όταν μεγάλωναν τα φασολάκια στα περιβόλια, κι όταν κοκκίνιζαν οι ντομάτες, κι όταν ωρίμαζαν τα ρόδια, κι όταν μάζευαν τα κεράσια – η γη είχε χρώματα. Κι όλος ο κόσμος, για μένα, ήταν Άνοιξη.
Γιατί να μετράμε ακόμα και τον χρόνο; Δεν ήθελα να τον μετράω, και δεν τον μέτρησα ποτέ, ούτε όταν μεγάλωσα. Τον ένιωθα και τον ξεχώριζα ανάλογα με τις καταστάσεις, τα γεγονότα και τα συναισθήματα. Ποτέ, όμως, δεν ήταν για μένα χρονολογία με αριθμούς, μετρημένες ώρες και μέρες.
Ε, όταν έβρισκα τον παππού να κοιμάται κάτω από τη μεγάλη καρυδιά, στο περιβόλι, ήξερα ότι ήταν καλοκαίρι.
Το είχε πει η γιαγιά: «Όλο το καλοκαίρι τη βγάζει κάτω από την καρυδιά. Δε τον χωράει το σπίτι!»
Και το φθινόπωρο το ξεχώριζα από τα κυκλάμινα που γέμιζαν τον τόπο. «Φαναράκια» τα έλεγαν τα παιδιά στο χωριό. Όταν τα έβρισκα κοντά στις ρεματιές, τα κοίταζα, τα κοίταζα με τις ώρες, λες και δεν χόρταινα την τρυφερή ομορφιά τους. Κάτι δροσερό απλωνόταν τότε μέσα μου και πήγαινε πολύ βαθιά, ως την ψυχή μου. Κι όταν με γέμιζε ολόκληρη αυτή η ομορφιά, και δεν έμενε κομματάκι από μένα που να μην την αισθάνεται, έκοβα ένα “φαναράκι”, δύο, τρία μαζί – και τα έτρωγα. Τα τρυφερά τους πέταλα, μ’ εκείνο το ροζ χρώμα που με λίγωνε, το έβαζα μέσα μου και γινόταν δικό μου – ένα μαζί μου!
Όπως ακριβώς γινόταν με την κερήθρα γεμάτη μέλι. Τρυγούσαν τα μελίσσια οι άνθρωποι του χωριού – γιατί όλοι είχαν μελίσσια – και γέμιζαν τα καζάνια του κάθε σπιτιού με κομμάτια από ολόξανθη κερήθρα. Αυτό δεν ήταν πια εικόνα, ούτε φαγητό, ούτε σοδειά. Ήταν η ευτυχία, που εγκαταστάθηκε στη γη! Μεγάλα κομμάτια από κερί, με κυψελίδες γεμάτες μέλι – ξανθό ή κοκκινωπό – με γεύση από ρίγανη, από θυμάρι, από ρείκι και από αγριολούλουδα!
Δεν είναι δυνατόν, Θεέ μου, να ζεις μέσα στα καλά του Αβραάμ και του Ισαάκ και να βαρυγκωμάς για τη ζωή που είναι σκληρή!
«Δεν είχαμε τα καλά του Αβραάμ και του Ισαάκ!» με διορθώνει η μητέρα. «Το χωριό δεν ήταν εύφορο. Η ζωή εκεί ήταν σκληρή. Μόνο δέντρα είχαμε, και λίγα μελίσσια η κάθε οικογένεια. Είχαμε και τα ποτιστικά περιβόλια για τα λαχανικά του σπιτιού μας. Κι όλα αυτά με την ψυχή στο στόμα,, να μη χαλάσει ο καιρός και μας τα κάψει!»
Έτσι θα ήταν, αφού το λέει κι αφού το λένε όλοι όσοι μεγάλωσαν εκεί. Όμως για μένα, ήταν ο πλούτος και η ομορφιά της ζωής, μέσα σ’ εκείνα τα καζάνια με το μέλι.
Σε όλα τα σπίτια έτρωγα το μελάκι μου. Ήξερα ότι μόλις με δουν, θα με φωνάξουν, θα με βάλουν στο χαγιάτι μ’ ένα σκαμνί να καθίσω, και θα μου κόψουν ένα μεγάλο κομμάτι κερήθρα για να το φάω. Ύστερα, μου έσπαζαν καρύδια για να τα βουτήξω στο μέλι. Κι όλη αυτή την ευτυχία την έλιωνα μέσα στο στόμα μου, την ένιωθα να κυλάει στο αίμα μου. Κι όταν η λιγούρα ανέβαινε ως τον λαιμό και τον μούδιαζε, μου έδιναν νερό από τη στάμνα, ένα μικρό κομμάτι μαύρο, ζυμωτό ψωμί και τουλουμίσιο τυρί, «για να σπάσει η γλύκα από το μέλι», όπως έλεγαν.
Σιγά σιγά πίστεψα πως όλα αυτά τα αγαθά ήταν δικά μας, γιατί εγώ ανήκα παντού. Όλοι ήταν δικοί μας άνθρωποι.
Όλοι με πρόσεχαν, με φρόντιζαν, με τραπέζωναν και όλους τους αγαπούσα. Πάντα, όμως, σε συνάρτηση με την οικογένειά μας.
Αγαπούσα τη Νίνα επειδή είχε ξανθά μαλλιά, όπως η Αργύρω μας. Την Αγγελίνα, επειδή είχε χοντρές κοτσίδες, όπως η Φαίδρα μας. Τη Λουλού, επειδή χόρευε πολύ όμορφα, όπως η Μένια μας. Αγαπούσα και τη Μαριγούλα, επειδή ήταν φιλενάδα της γιαγιάς και, όταν μιλούσε για μένα, έλεγε «το παιδί».
«Λοιπόν, Μάρω, έλα να σε μάθω χασάπικο», με φώναζε η Μένια. Διότι, εκτός από «το παιδί», ήμουν και η «Μάρω» και η «πάπια του γιαλού» και η «Μάρλεν Ντήτριχ» και το «χαμένο κορμί».
Όλα αυτά ήταν ονόματα και φράσεις από τραγούδια ή χαρακτηρισμοί που μου κόλλαγαν ανάλογα με τη διάθεσή τους.
«Μάρλεν Ντήτριχ» με φώναζε ο Θανάσης γιατί είχα ξανθά μαλλιά και γαλανά μάτια. «Χαμένο κορμί» με φώναζε πάλι ο Θανάσης, επειδή μια φορά έφτυσα μέσα στην κανάτα με το νερό, την ώρα που ήθελε να βάλει λίγο στην κούπα του γιατί διψούσε. Όλοι οι άλλοι –τ’ αδέρφια του, δηλαδή– με είχαν βάλει να το κάνω, επειδή τον είχαν βαρεθεί να σιχαίνεται τα πάντα.
Μέσα στην υπερένταση της «συνωμοσίας», πίσω από τις πλάτες του, δεν κατάλαβα ακριβώς τι θα έκανα. «Θα γελάσουμε!», έτσι μου είπαν.
Καθίσαμε, λοιπόν, όλοι γύρω από τον σοφρά. Έβαλε η γιαγιά στη μέση την πήλινη γαβάθα με τις τηγανισμένες μελιτζάνες και μοίρασε το ψωμί. Μόλις άπλωσε ο Θανάσης το χέρι του στην κανάτα, εγώ έκανα όπως μου είχαν πει: έφτυσα μέσα.
«Φτου σου, χαμένο κορμί! Χάσου από μπροστά μου, μη σε πιάσω στα χέρια μου γιατί σ’ έφαγα!»
Ο Θανάσης! Η φωνή του στ’ αυτιά μου! Καρφώθηκα στο πάτωμα – όχι από φόβο. Δεν ήταν σωστό αυτό που έκανα, και το ένιωθα. Μου το έλεγε μια φωνή μέσα μου, όχι οι φωνές του. Οι άλλοι γελούσαν και τον κορόιδευαν, επειδή τον είχαν βαρεθεί να σιχαίνεται τα πάντα, να τα επιθεωρεί και να τα κρίνει.
Τώρα που το λέμε… Θυμήθηκα τον Θανάση, όταν, χρόνια αργότερα, ήρθε στο σπίτι το πρώτο προξενιό για τη Φαίδρα μας.
Στρώσαμε το τραπέζι για να πάρουν οι μεγάλοι έναν μεζέ, να συζητήσουν τα της προίκας και να δούμε αν θα συμφωνούσαν για το συνοικέσιο.
Καθώς έτρωγαν και συζητούσαν, εγώ άκουγα. Και ξαφνικά, βλέπω τον Θανάση να τραβάει με το ένα χέρι, σιγά σιγά, από το στόμα του μία τρίχα. Μασούσε εκείνη τη στιγμή μια μπουκιά από άγρια χόρτα, με μπόλικο λάδι και λεμόνι. Τα κορίτσια είχαν μακριές κοτσίδες. Η τρίχα, που είχε μπλεχτεί με τα χόρτα, ήταν μακριά και ο Θανάσης την τράβαγε από την μπουκιά του, κοιτάζοντας γύρω του, μη τον πάρουν είδηση οι καλεσμένοι. «Να μην γίνουμε ρεζίλι», όπως εξήγησε αργότερα.
Σκέπαζε το στόμα του με την παλάμη και τράβαγε την τρίχα με προσοχή. Τα μάτια του –γουρλωμένα– δεν τα θυμάμαι καθαρά, μα μόνο… να, έτσι, σαν μέσα από σούρουπο, πως ήταν κατακόκκινα. Θυμάμαι, όμως, το μπαστούνι του, που το εκσφενδόνισε καταπάνω στη Φαίδρα, όταν οι προξενητάδες έφυγαν.
Είχε μαγειρέψει εκείνη, άρα η τρίχα ήταν από τα μαλλιά της. Ευτυχώς ήταν σβέλτη και δεν έφαγε το μπαστούνι κατακούτελα.
Ξέχασα να πω πως ο θείος Θανάσης ήταν άρρωστος. Μια άγνωστη για μένα αρρώστια στις αρθρώσεις τον είχε καθηλώσει στο κρεβάτι, ενώ ήταν ακόμα έφηβος.
«Έλα, Θανάση μου, κάνε εκείνη τη γυμναστική που σου είπαν οι γιατροί, για να γίνεις καλά και να περπατήσεις. Πες ότι παίρνεις ένα φάρμακο. Μην κάθεσαι ακίνητος στο κρεβάτι», του έλεγαν.
Κι εκείνος απαντούσε πάντα με τα ίδια λόγια:
«Πρώτα θα γίνω καλά κι ύστερα θα πάρω το φάρμακο που λέτε εσείς!»
Αυτό μου σκοτείνιαζε το μυαλό. Δεν μπορούσα να καταλάβω πώς γίνεται αυτό το παράξενο πράγμα: πρώτα να γίνεσαι καλά και μετά να παίρνεις το φάρμακο.
Έγινε καλά ο Θανάσης μας. Έκανε μια σοβαρή εγχείρηση και σηκώθηκε από το κρεβάτι. Ήταν πια ένας ώριμος άνδρας.
Τον αγαπούσα πάρα πολύ για πολλούς λόγους. Πρώτα πρώτα, επειδή διάβαζε ό,τι βιβλίο έπεφτε στα χέρια του και ήξερε ένα σωρό πράγματα. Τα κουβέντιαζε με τον αδελφικό του φίλο, τον Καρέ. Όταν τους άκουγα να συζητάνε, μου άρεσε πολύ – χωρίς να ξέρω γιατί.
«Καρέεε! Έλα καταδώ, ρε, να πούμε καμιά κουβέντα!» φώναζε ο Θανάσης από το ανοιχτό παράθυρο, δίπλα στο κρεβάτι του.
Πέρα από τον δρόμο, μπροστά από το σπίτι, ήταν το μαγαζί του χωριού: καφενείο, μπακάλικο κι, αν έπεφτε καμιά γίδα από τον γκρεμό, γινόταν και κρεοπωλείο.
Ο Καρές ήταν το αφεντικό του μαγαζιού και φίλος του θείου Θανάση. Κι εγώ δεν ήξερα πώς να τον φωνάζω. Το «Καρές» ήταν παρατσούκλι. Να τον λέω «Νίκο», όπως τον βάφτισαν, δεν μου πήγαινε γιατί μου φαινόταν πολύ επίσημο.
Κι έτσι μείναμε στο να τον φωνάζω, όταν ήταν ανάγκη, με το …«ε, να σου πω… σε θέλει ο Θανάσης». Σχέτο, όπως “καφές χωρίς ζάχαρη”.
Για την Αργύρω, είπαμε τίποτε; Όχι ακόμα μια και σπάνια με έπαιρνε αγκαλιά. Όμως, όταν ερχόταν αυτή η ώρα, με σήκωνε ψηλά, με πήγαινε στην άκρη στο χαγιάτι, και μου έδειχνε μακριά, ψηλά στο βουνό, όσο φτάνει το μάτι:
«Βλέπεις εκεί ψηλά, που τα δέντρα είναι πιο σκούρα; Εκεί θα είμαστε από αύριο, για να μαζέψουμε τις πατάτες.
Άμα θέλεις κάτι να μου πεις, θα φωνάζεις δυνατά, με όλη σου τη φωνή, κι εγώ θα σ’ ακούω».
Έφευγαν. Εγώ περίμενα. Οι ώρες μεγάλωναν. Και μόλις τις ένιωθα να με ζώνουν, έβγαινα στο χαγιάτι και φώναζα:
«Αργύρωωωω!!!»
Καμία απάντηση. Περνούσε ο καιρός. Και μια μέρα –που λογάριαζα ότι θα είχαν περάσει χρόνια πολλά– ερχόταν και γέμιζε η αυλή φωνές και γέλια.
«Γιατί δεν με φώναξες;», με ψευτομάλωνε η Αργύρω και με σήκωνε ψηλάαα, ψηλά με τα χέρια της.
«Φώναξα! Κάθε μέρα φώναζα!», της παραπονιόμουν.
«Φώναζες, ε; Βρε, κάτι σαν να άκουγα εγώ, αλλά δεν το καλοξεχώριζα. Φύσαγε δυνατά ο αέρας εκεί πάνω. Την άλλη φορά να φωνάζεις πιο δυνατά», μου έλεγε.
Κι έτσι, όταν πήγαινα με τη γιαγιά στο περιβόλι, εκείνη πότιζε κι εγώ φώναζα:
«Αργύρωωω! Αργύρωωω!»
Κάθε φορά πιο δυνατά. Για να μάθω να φωνάζω τόσο δυνατά, που να με ακούνε όσοι αγαπώ και θα βρίσκονται μακριά μου.
