Σε μια κρίσιμη περίοδο για τη γερμανική οικονομία και τα δημόσια οικονομικά, ο δημόσιος διάλογος για τις συντάξεις και το εισόδημα των πολιτών έχει μετατραπεί σε πεδίο αντιπαράθεσης με ισχυρές δόσεις λαϊκισμού, μια συζήτηση, όπως υποστηρίζει η οικονομολόγος Κάτια Ρίτσλερ, που συχνά διεξάγεται με λάθος όρους και στόχους.
Η ίδια επισημαίνει ότι δεν υπάρχει ραγδαία αύξηση των κοινωνικών δαπανών ως προς το ΑΕΠ, το μερίδιο που καταναλώνεται στα “κοινωνικά συστήματα” είναι σήμερα περίπου 31 % του ΑΕΠ, ενώ η άνοδος από το 2010 είναι μόλις 1,6 μονάδες.
Ο πυρήνας της κριτικής της Ρίτσλερ στρέφεται όχι κατά των κοινωνικών δαπανών καθ’ εαυτών, αλλά κατά της μετατόπισης της πολιτικής ατζέντας: οι πολιτικοί επικεντρώνονται συνεχώς σε “μεταρρυθμίσεις συντάξεων” και “περιορισμό εισοδημάτων πολιτών”, ενώ παραβλέπουν άλλες μεγάλες προκλήσεις, όπως η στασιμότητα της οικονομικής ανάπτυξης, η υποβάθμιση των υποδομών, η μηχανική μείωση της φορολογικής βάσης, οι φορτοί στις δαπάνες υγείας και περίθαλψης.
«Μια λαϊκιστική ψεύτικη συζήτηση διεξάγεται», λέει. Για παράδειγμα, οι “αντιρρησίες” (όσοι αρνούνται υπηρεσία ή επιδοτήσεις) εκτιμώνται να είναι λιγότεροι από 100, αλλά η συζήτηση διογκώνει το ζήτημα ώστε να φανεί ως “μεγάλο”.
Ποιοι ωφελούνται από αυτή τη δραματοποίηση;
-
Πολιτικοί και κόμματα: Η μετατόπιση της έμφασης προς τις συντάξεις και το εισόδημα επιτρέπει σε πολιτικούς να καταδείξουν “δραστηριότητα” σε ευαίσθητα κοινωνικά ζητήματα, ενώ στην πράξη δεν αντιμετωπίζουν τις δομικές αιτίες.
Επιπλέον, δημιουργείται διχασμός: μπορεί να καλλιεργείται η ιδέα ότι οι συνταξιούχοι “λαμβάνουν υπερβολικά” ή ότι οι δικαιούχοι κοινωνικών βοηθημάτων είναι “κακοβαλμένοι”, γεγονός που νομιμοποιεί περικοπές ή περιορισμούς μεταρρυθμίσεων υπό τον μανδύα της “νοικοκυροσύνης” ή “δίκαιης κατανομής”. -
Κοινωνικά στρώματα με ισχυρή εκλογική δύναμη: Ορισμένοι εκλογικοί χώροι, όπως οι μεσαίες ηλικίες ή οι εργαζόμενοι που φοβούνται ότι οι συντάξεις τους θα “κοπούν”, μπορούν να πιεστούν με φόβο, ώστε να στηρίξουν πολιτικές που υπόσχονται “σταθερότητα” ή “προστασία των συντάξεών τους”.
-
Οικονομικά συμφέροντα που αποφεύγουν το βάρος της ευθύνης: Καθώς η κυβέρνηση και τα κόμματα κατευθύνουν τον διάλογο σε συντάξεις και εισοδήματα, αποφεύγονται συζητήσεις για άλλα κρίσιμα πεδία, όπως η φορολογία των εταιρειών, το κόστος της υγειονομικής περίθαλψης, η αποδοτικότητα του κράτους, η επένδυση στις υποδομές, η σύγχρονη επιχειρηματική δομή. Αν αυτά τα πεδία “τεθούν υπό αμφισβήτηση”, ενδέχεται να αποκαλυφθούν αντιστάσεις συμφερόντων.
Η Ρίτσλερ αναφέρει ως άλλο παράδειγμα την «σύνταξη μητέρων», που προσέθεσε 5 δισεκατομμύρια ευρώ στις δαπάνες· προτείνει την κατάργησή της ως εύκολη εξοικονόμηση — γεγονός που καταδεικνύει πώς ακόμα και ευαίσθητα θέματα κοινωνικής στήριξης τίθενται στην επιφάνεια συζήτησης με πολιτική σκοπιμότητα.
Πού βρίσκεται η ουσία της κρίσης σήμερα
Η Γερμανία εισέρχεται σε μια μεταβατική φάση: το κράτος πρόνοιας καλείται να προσαρμοστεί σε έναν πιο απαιτητικό δημοσιονομικό και δημογραφικό χάρτη. Σε αυτό το πλαίσιο:
-
Οι δαπάνες υγείας και μακροχρόνιας περίθαλψης έχουν αυξηθεί σημαντικά ως ποσοστό του ΑΕΠ τα τελευταία χρόνια, και αποτελούν πεδίο πίεσης.
-
Οι συντάξεις, παρά την αύξηση του αριθμού των συνταξιούχων, δεν καταγράφουν πρωτοφανή επιβάρυνση σε σχέση με το παρελθόν, λόγω των μεταρρυθμίσεων του 2005 (που μείωσαν το κόστος).
-
Η πραγματική οικονομία (η οικονομική παραγωγή, η ανάπτυξη) στασιμεύει εδώ και χρόνια — αυτό μειώνει το “χώρο” για δαπάνες, χωρίς να αυξάνονται παράλληλα τα έσοδα.
-
Ο φορολογικός ή εισφοροδοτικός παίκτης έχει περιορισμένο χώρο: αν αυξηθούν περαιτέρω εισφορές ή φόροι, υπάρχει κίνδυνος να υπονομευτεί η ανταγωνιστικότητα και η εργασία.
Για παράδειγμα, οι μειώσεις εταιρικών φόρων που υιοθετούνται σήμερα ωφελούν κυρίως τις πλουσιότερες τάξεις και τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις, μεταφέροντας το κόστος στους πιο αδύναμους, ενώ στενεύει ο δημοσιονομικός χώρος για κοινωνικές δαπάνες. Η μείωση της συμβολής αυτών των στρωμάτων, δηλαδή, “μετατοπίζει το βάρος” χωρίς να βελτιώνει την παραγωγική δυναμική.
Η κύρια πρόκληση: ισορροπία ανάμεσα στη βιωσιμότητα και τη δικαιοσύνη
Η πολιτική πρέπει να σταματήσει να “παίζει με τις συντάξεις” ως εύκολη ευκαιρία για λαϊκή ρητορική, και να στραφεί:
-
Στην ενίσχυση της παραγωγικής βάσης: επενδύσεις στις υποδομές, στην καινοτομία, στη βιομηχανική αναβάθμιση, ώστε να αυξηθεί το ΑΕΠ και να “ανοίξει χώρος” για κοινωνικές δαπάνες.
-
Στην εξισορρόπηση της φορολογικής βάσης να διασφαλιστεί ότι η επιβάρυνση δεν μετατίθεται μονομερώς στους πολλούς, αλλά και στους μεγάλους φορείς ή επιχειρήσεις που έχουν κέρδη ή εύκολη φοροαποφυγή.
-
Στην προσεκτική μεταρρύθμιση των συστημάτων υγείας, φροντίδας, και περίθαλψης ώστε να μην επιβαρυνθεί υπερβολικά ο κρατικός προϋπολογισμός, αλλά να διατηρηθεί η ποιότητα.
-
Στη διαφανή και τεκμηριωμένη δημόσια συζήτηση, με δεδομένα και αναλύσεις, και όχι μέσα από επιδερμικές πολιτικές αντιπαραθέσεις.
