Γράφει η Δέσποινα Χιντζογλου-Αμασλιδου
Ο Διονύσιος Σολωμός θεωρήθηκε ο εθνικός μας ποιητής, όχι μόνο γιατί έγραψε τον Εθνικό μας Ύμνο, αλλά και διότι αξιοποίησε την ποιητική παράδοση (κρητική λογοτεχνία και δημοτικό τραγούδι) και ήταν ο πρώτος που καλλιέργησε συστηματικά τη δημοτική γλώσσα και άνοιξε τον δρόμο για τη χρησιμοποίησή της στη λογοτεχνία.
Έργα του είναι: Ο Κρητικός, Ελεύθεροι Πολιορκημένοι, Ο Πόρφυρας, Η Γυναίκα της Ζάκυθος, Λάμπρος, Η καταστροφή των Ψαρών, Εις Μάρκον Μπότσαρη, Η Φαρμακωμένη και φυσικά ο Ύμνος εις την Ελευθερίαν. Μετά τον Εθνικό μας Ύμνο, κανένα από τα ποιήματα που έγραψε δεν ολοκληρώθηκε και με ελάχιστες εξαιρέσεις… τίποτε δε δημοσιεύτηκε από τον ίδιο.
Γεννήθηκε στη Ζάκυνθο στις 8 Απριλίου 1798. Γονείς του ήταν ο κόντης Νικόλαος Σολωμός και η υπηρέτρια του αρχοντικού, Αγγελική Νίκλη. Ο πατέρας του καταγόταν από οικογένεια Κρητικών προσφύγων που ζούσαν στο χωριό Χανδρά, νότια της Σητείας, και εγκαταστάθηκαν στη Ζάκυνθο το 1670 μετά την κατάληψη της Κρήτης (το 1669) από τους Οθωμανούς. Η καταγωγή της μητέρας του ήταν μάλλον από τη Μάνη.
Ο κόντης Νικόλαος Σολωμός χήρεψε το 1802 από τη νόμιμη σύζυγό του, Μαρνέττα Κάκνη, με την οποία είχε αποκτήσει δύο παιδιά, τον Ρομπέρτο και την Έλενα. Από το 1796 όμως είχε δεσμό με την υπηρέτριά του, Αγγελική Νίκλη, με την οποία απέκτησε εκτός από τον Διονύσιο κι έναν άλλο γιο, τον Δημήτριο, μετέπειτα πρόεδρο της Ιονίου Βουλής. Το ζευγάρι παντρεύτηκε μόλις την προπαραμονή του θανάτου του κόντη Σολωμού (27 Φεβρουαρίου 1807) και τα παιδιά τους απέκτησαν τα δικαιώματα των νόμιμων τέκνων.
Ο ποιητής πέρασε τα παιδικά του χρόνια (έως το 1808) στο πατρικό του σπίτι στη Ζάκυνθο, υπό την επίβλεψη του Ιταλού δασκάλου του, Αβά Σάντο Ρόσι. Μετά τον θάνατο του πατέρα του ανέλαβε την κηδεμονία του ο κόντης Διονύσιος Μεσσαλάς, ενώ η μητέρα του παντρεύτηκε στις 15 Αυγούστου της ίδιας χρονιάς τον Μανώλη Λεονταράκη. Την επόμενη χρονιά ο Μεσσαλάς έστειλε τον μικρό Διονύσιο στην Ιταλία για σπουδές, σύμφωνα με την τότε συνήθεια των Επτανησίων ευγενών, αλλά ίσως και λόγω του νέου γάμου της μητέρας του, Αγγελικής Νίκλη.
Ο Σολωμός αναχώρησε για την Ιταλία μαζί με τον Ιταλό δάσκαλό του, ο οποίος επέστρεψε στην πατρίδα του, την Κρεμόνα. Γράφτηκε αρχικά στο Λύκειο της Αγίας Αικατερίνης στη Βενετία, όμως δυσκολευόταν να προσαρμοστεί στην αυστηρή πειθαρχία του σχολείου και γι’ αυτό ο Ρόσι τον πήρε μαζί του στην Κρεμόνα, όπου τελείωσε το Λύκειο το 1815. Τον Νοέμβριο του 1815 γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Παβίας, από την οποία αποφοίτησε το 1817.
Δεδομένων των φιλολογικών ενδιαφερόντων του, η άνθηση της ιταλικής λογοτεχνίας δεν τον άφησε ανεπηρέαστο. Καθώς μάλιστα μιλούσε πλέον θαυμάσια την ιταλική γλώσσα, άρχισε να γράφει ποιήματα στα ιταλικά. Γνωρίστηκε με γνωστά ονόματα της πνευματικής Ιταλίας, οι οποίοι μάλιστα τον έβαλαν στο κλίμα του γαλλικού διαφωτισμού. Ενσωματώθηκε στους λογοτεχνικούς κύκλους τους και εξελισσόταν σε έναν καλό ποιητή της ιταλικής γλώσσας.
Ο Σολωμός επέστρεψε στη Ζάκυνθο το 1818, μετά το τέλος των σπουδών του. Στη Ζάκυνθο υπήρχε αξιόλογη πνευματική κίνηση ήδη από τον 18ο αιώνα (δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι όλοι οι προσολωμικοί ποιητές προέρχονταν από αυτό το νησί). Έτσι ο Σολωμός βρήκε έναν κύκλο από ανθρώπους με ενδιαφέρον για τη λογοτεχνία, με τους οποίους γρήγορα ανέπτυξε φιλικές σχέσεις.
Συγκεντρώνονταν συχνά σε φιλικά σπίτια και διασκέδαζαν με αυτοσχέδια ποιήματα. Συχνά σατίριζαν στα ποιήματά τους τον Ζακυνθινό γιατρό, Ροΐδη, και επίσης συνέθεταν ποιήματα με συγκεκριμένες ομοιοκαταληξίες. Όπως ήταν φυσικό, ο Σολωμός ξεχώρισε γρήγορα εξ αιτίας του ποιητικού του ταλέντου. Τα ιταλικά ποιήματα που έγραψε εκείνη την εποχή, εκδόθηκαν το 1822, με τον τίτλο Rime Improvvisate, και είναι η μοναδική δημοσίευση ποιημάτων… ζώντος του ποιητού! Με την επιστροφή του στη Ζάκυνθο ο Σολωμός εκπληρώνει το ιδανικό του, όπως αναφέρειί ο Κ.Θ. Δημαράς. Μαζεύει «εθνικά τραγούδια», δηλαδή δημοτικά τραγούδια από όλα τα μέρη της Ελλάδας, σε μια προσπάθεια ανακάλυψης υλικού που θα εμπλουτίσει το νέο ποιητικό του έργο με τη λαϊκή παράδοση, κίνηση που σηματοδοτεί την στροφή του, από την ιταλική επιρροή στην ελληνική παραδοσιακή ποίηση.
Τότε έκανε και τις πρώτες απόπειρες να γράψει στα ελληνικά. Αυτό το εγχείρημα ήταν δύσκολο, όχι μόνο επειδή ο ποιητής δε γνώριζε καλά την ελληνική γλώσσα, αφού η παιδεία του ήταν κλασική και ιταλική, αλλά και επειδή δεν υπήρχαν πολλά αξιόλογα ποιητικά έργα στη δημοτική γλώσσα, τα οποία θα μπορούσε να μελετήσει ως πρότυπα. Για να βελτιώσει τα ελληνικά του, άρχισε να μελετά συστηματικά τα δημοτικά τραγούδια, το έργο των προσολωμικών ποιητών, και επιπλέον δημώδη και κρητική λογοτεχνία, που ήταν ως τότε τα καλύτερα δείγματα της δημοτικής γλώσσας στη νεοελληνική λογοτεχνία. Τα ποιήματα που ξεχωρίζουν από τα έργα αυτής της περιόδου είναι η Ξανθούλα, η Αγνώριστη, Τα δυο αδέρφια και Η τρελή μάνα.
Σημαντική, για τη στροφή του προς τη συγγραφή στα ελληνικά, θεωρείται η συνάντησή του το 1822 με τον Σπυρίδωνα Τρικούπη. Ο Τρικούπης επισκέφθηκε τη Ζάκυνθο ως προσκεκλημένος του λόρδου Γκίλφορντ. Η φήμη του Σολωμού στο νησί ήταν ήδη μεγάλη και ο Τρικούπης θέλησε να τον γνωρίσει. Στη δεύτερη συνάντησή τους ο Σολωμός τού διάβασε το ιταλικό Ωδή για την πρώτη λειτουργία και ο Τρικούπης τού είπε: «Η ποιητική σας ιδιοφυΐα σάς επιφυλάσσει μια διαλεχτή θέση στον ιταλικό Παρνασσό. Αλλά οι πρώτες θέσεις εκεί είναι πιασμένες. Ο ελληνικός Παρνασσός δεν έχει ακόμη τον Δάντη του». Ο Σολωμός τού παραπονέθηκε ότι δυστυχώς δε γνώριζε καλά τα ελληνικά και ο Τρικούπης του πρότεινε τη μελέτη των ποιημάτων του Χριστόπουλου. Τελικά «ανακάλυψε τον νέο ελληνισμό σαν μια δύναμη άγνωστη, θαυμαστή και γονιμοποιό» (Δημαράς).
Ο Ύμνος εις την Ελευθερίαν και η καθιέρωση του ποιητή
Ταπεινότατή σου γέρνει
ἡ τρισάθλια κεφαλή,
σὰν πτωχοῦ ποὺ θυροδέρνει
κι εἶναι βάρος του ἡ ζωή.
Ναί, ἀλλὰ τώρα ἀντιπαλεύει
κάθε τέκνο σου μὲ ὁρμή
ποὺ ἀκατάπαυστα γυρεύει
ἢ τὴ νίκη ἢ τὴ θανῆ.
Ἀπ’ τὰ κόκαλα βγαλμένη
τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά,
καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη,
χαῖρε, ὦ χαῖρε, Ἐλευθεριά!
(Ύμνος εις την Ελευθερίαν
στρ. 14-16)
Ο πρώτος σημαντικός σταθμός στην ελληνόγλωσση δημιουργία του Σολωμού ήταν ο Ύμνος εις την Ελευθερίαν, που ολοκληρώθηκε τον Μάιο του 1823, ποίημα εμπνευσμένο από την Ελληνική Επανάσταση του 1821. Το ποίημα δημοσιεύθηκε και στην Ελλάδα (το 1824 στο πολιορκούμενο Μεσολόγγι) και στην Ευρώπη (1825 στο Παρίσι, σε γαλλική μετάφραση, αργότερα και σε άλλες γλώσσες) και η φήμη του ποιητή εξαπλώθηκε πέρα από τα στενά όρια του νησιού του. Σ’ αυτό το έργο εξ άλλου οφείλεται και η εκτίμηση που απολάμβανε ο Σολωμός μέχρι τον θάνατό του, αφού τα υπόλοιπα έργα του ήταν γνωστά μόνο στον στενό κύκλο των θαυμαστών και των «μαθητών» του. Με τον Ύμνο εις την Ελευθερίαν άρχισε μια σημαντική περίοδος για τη μετέπειτα διαμόρφωση του ποιητή. Είναι η εποχή στην οποία έχει κατακτήσει πλέον τη γλώσσα και προσπαθεί να δοκιμαστεί σε πιο σύνθετες μορφές, να διευρύνει τον κύκλο των εμπνεύσεών του και να εγκαταλείψει την ευκολία του αυτοσχεδιασμού. Καρπός των αναζητήσεων αυτής της περιόδου ήταν η Ωδή εις το θάνατο του Λόρδου Μπάιρον, ποίημα που έχει πολλά κοινά στοιχεία με τον Ύμνο αλλά και πολλές αδυναμίες, Η Καταστροφή των Ψαρρών, ο Διάλογος, η Γυναίκα της Ζάκυθος κ.α..
Στην Κέρκυρα
Το 1828, μετά από προστριβές και οικονομικές διαφορές με τον αδελφό του Δημήτριο για κληρονομικά ζητήματα, ο Σολωμός μετακόμισε στην Κέρκυρα, σημαντικό πνευματικό κέντρο των Επτανήσων εκείνη την εποχή. Αιτία της αναχώρησής του όμως δεν ήταν μόνο τα οικογενειακά προβλήματα. Ο Σολωμός σχεδίαζε ήδη από το 1825 να ταξιδέψει στο νησί. Η Κέρκυρα του προσέφερε ένα περιβάλλον πνευματικότερο και επιπλέον την απομόνωση που ταίριαζε στον μοναχικό και ιδιόρρυθμο χαρακτήρα του και συγχρόνως ήταν απαραίτητη για τη μελέτη και την ενασχόλησή του με την ποίηση. Γι’ αυτό και τα πρώτα χρόνια της ζωής του στην Κέρκυρα ήταν τα πιο ευτυχισμένα του χρόνια. Την εποχή εκείνη ξεκίνησε την εντατική μελέτη της γερμανικής ρομαντικής φιλοσοφίας και ποίησης (Hegel, Schlegel, Schiller, Goethe). Επειδή όμως δε γνώριζε γερμανικά, τα διάβαζε από ιταλικές μεταφράσεις που ετοίμαζε ο φίλος του Νικόλαος Λούντζης. Ωστόσο η γερμανική αισθητική δεν επρόκειτο να επιδράσει πάνω στην ποίηση του.
1833: Η δίκη
Την περίοδο 1833-1838, και ενώ οι σχέσεις με τον αδελφό του είχαν αποκατασταθεί, η ζωή του αναστατώθηκε από μια σειρά νέες δίκες, με τις οποίες ο ετεροθαλής αδελφός του (από την πλευρά της μητέρας του) Ιωάννης Λεονταράκης, διεκδικούσε τμήμα της πατρικής περιουσίας, με το επιχείρημα ότι ήταν και αυτός τέκνο του κόντε Νικόλαου Σολωμού, αφού η μητέρα του ήταν έγκυος πριν τον θάνατό του. Μετά το τέλος της περιπέτειας, απομακρύνθηκε από τη δημοσιότητα και αποξενώθηκε τελείως κι από τη μητέρα του.
Το έργο του και η «αποσπασματιικότητά» του…
Παρόλο που η δίκη επηρέασε πολύ τον ψυχισμό του, ξεκίνησε μια νέα περίοδος ποιητικής δημιουργίας, αποτέλεσμα της οποίας ήταν τα ανολοκλήρωτα ποιήματα: Ο Κρητικός, Ελεύθεροι Πολιορκημένοι και Ο Πόρφυρας, τα οποία αναγνωρίζονται ως τα καλύτερα έργα του. Παράλληλα σχεδίασε και άλλα έργα, τα οποία όμως έμειναν είτε στο στάδιο των σχεδιασμάτων, είτε σε πολύ αποσπασματική μορφή, όπως τα Νικηφόρος Βρυέννιος, Εις το θάνατο Αιμιλίας Ροδόσταμου, Εις Φραγκίσκα Φραίζερ κ.α..
Στην Κέρκυρα ο Σολωμός βρέθηκε σύντομα στο επίκεντρο ενός κύκλου θαυμαστών και ποιητών, ενός πυρήνα από πνευματικούς ανθρώπους με μεγάλη μόρφωση, προοδευτικές και φιλελεύθερες ιδέες, αισθητική κατάρτιση και αυστηρές αξιώσεις για την τέχνη. Πολυλάς, Τυπάλδος και Μαρκοράς ήταν οι «μαθητές» του Σολωμού, οι ποιητές που έγιναν η βάση των «σολωμικών ποιητών». Από αυτούς θα αρχίσει η ποιητική άνοδος της ελληνικής ποίησης, πολλές δεκαετίες πριν από την Αθήνα, όπου ο Κωστής Παλαμάς επιχείρησε μια δεύτερη ποιητική αναγέννηση, ως «αρχηγός» της Νέας Αθηναϊκής Σχολής.
Ο Σολωμός μετά το 1847 άρχισε να ξαναγράφει στα Ιταλικά. Τα έργα της περιόδου αυτής είναι ημιτελή ποιήματα ή πεζά σχεδιάσματα, που κάποια από αυτά ίσως σχεδίαζε να μεταφέρει στα Ελληνικά. Το 1851 τον βρήκαν σοβαρά προβλήματα υγείας και ο χαρακτήρας του έγινε ακόμη πιο ιδιόρρυθμος. Αποκόπηκε από φιλικά του πρόσωπα, όπως τον Πολυλά (οι σχέσεις τους αποκαταστάθηκαν το 1854) και μετά το τρίτο εγκεφαλικό επεισόδιο που έπαθε (το 1856) δεν έβγαινε πλέον από το σπίτι. Πέθανε τελικά τον Φεβρουάριο του 1857. Η φήμη του ήταν τόσο απλωμένη, ώστε όταν μαθεύτηκε ο θάνατός του, όλος ο λαός πένθησε. Το θέατρο της Κέρκυρας έκλεισε, η Ιόνιος Βουλή σταμάτησε τις εργασίες της και αποφάσισε να τηρηθεί πένθος για τον ποιητή. Τα οστά του μεταφέρθηκαν στη Ζάκυνθο το 1865.
Τα μόνα έργα του Σολωμού που δημοσιεύθηκαν όσο ζούσε ήταν ο Ύμνος εις την Ελευθερίαν (1825), ένα απόσπασμα του Λάμπρου («Η δέηση της Μαρίας») (1834), το Ωδή εις Μοναχήν (1829) και το επίγραμμα Εις Φραγκίσκα Φραίζερ (1849). Τα υπόλοιπα έργα του έμειναν ανολοκλήρωτα. Ο Σολωμός επεξεργαζόταν συνεχώς τα έργα του και αγωνιζόταν για την επίτευξη της απόλυτης τελειότητας στη μορφή, προσπαθώντας να τα απαλλάξει από τα περιττά που κατέστρεφαν τη λυρική του ουσία. Τα χειρόγραφά του δεν περιέχουν τα έργα καθαρογραμμένα, αλλά αποκαλύπτουν όλα τα στάδια επεξεργασίας τους, χωρίς απαραίτητα η τελευταία επεξεργασία να είναι η τελική.
Απόπειρα ερμηνείας της «αποσπασματικότητας» των ποιημάτων του έκανε ο Κ. Βάρναλης στα «Σολωμικά», το 1957, λέγοντας …(Ο Σολωμός) πάντα τα έγραφε, αλλά ποτές του δεν τα έγραψε».
Η μορφή που παρουσίασε το έργο του Σολωμού στην πρώτη του έκδοση προκάλεσε απογοήτευση, καθώς τότε δεν μπορούσε να γίνει κατανοητή και να εκτιμηθεί η αξία ενός έργου με τόσες «ατέλειες». Ο Πολυλάς τόνισε στα προλεγόμενά του, ότι τα περισσότερα χειρόγραφα με την τελική μορφή των ποιημάτων… είτε είχαν χαθεί, είτε είχαν καταστραφεί. Επικρατούσαν τότε οι υποθέσεις ότι μπορεί τα έργα να εκλάπησαν από τον υπηρέτη του Σολωμού ή από τον αδερφό του Δημήτριο, ή ίσως ότι μπορεί να τα κατέστρεψε ο ίδιος ο ποιητής. Μόνο στις αρχές του 20ου αιώνα έγινε πλέον κατανοητό ότι δεν υπήρχαν άλλα χειρόγραφα και ότι ο ποιητής απλά… δεν είχε ολοκληρώσει τα έργα του.
Οι πρώτες απόπειρες ερμηνείας του φαινομένου της «αποσπασματικότητας» ήταν περισσότερο εξωκειμενικές: η αδυναμία ολοκλήρωσης ερμηνευόταν ως αιτία της απουσίας κατάλληλης ατμόσφαιρας που θα του έδινε κίνητρο να ολοκληρώσει τα έργα του ή δίνονταν ψυχολογικές ερμηνείες σχετικά με τον αλκοολισμό του ποιητή, την έλλειψη συνθετικής ικανότητας, τη δυσμενή επίδραση της δίκης του 1833-1838 ή την τελειομανία και το αίσθημα του ανικανοποίητου, που θεωρείται και το πιθανότερο.
Άλλοι μελετητές αντιθέτως επισήμαναν ότι ο Σολωμός σε μεγάλο βαθμό αδιαφορούσε για την ολοκλήρωση των ποιημάτων.
Ενδεικτική είναι η φράση που αποδίδεται στον ποιητή: «Ο Λάμπρος θα μείνει απόσπασμα, γιατί το όλο ποίημα δε φτάνει το ύψος μερικών μερών». Ο Λίνος Πολίτης λέει σχετικά με την αποσπασματικότητα των Ελεύθερων πολιορκημένων: «δεν θέλησε ή δεν ενδιαφέρθηκε να εντάξει τα λυρικά αυτά κομμάτια σ’ ένα σύνολο αφηγηματικό… Έμεινε στην καθαρή λυρική έκφραση, αδιαφορώντας για τη μη λυρική συνδετική ουσία, προχωρώντας έτσι…προς μια κατάκτηση ενός «καθαρού» λυρικού χώρου, πολύ πιο πριν από την εποχή του. Κάτι ανάλογο διαπιστώσαμε και στον Κρητικό, το ίδιο ισχύει και για τα άλλα του αποσπασματικά έργα».
Αργότερα ο Σολωμός θεωρήθηκε από αρκετούς ποιητές και κριτικούς ως πρόδρομος την «καθαρής ποίησης» και η αποσπασματικότητα του έργου του δεν «ενοχλούσε» πια, αντιθέτως εθεωρείτο μεγάλο πλεονέκτημα. Ο Δημήτρης Λιαντίνης αναφερόμενος στο φαινόμενο της αποσπασματικότητας του Σολωμικού έργου αναγνωρίζει μια «συντριβή της τέχνης του»: «Ο Σολωμός ταιριαστός στον καιρό του ήταν ανάγκη να δημιουργήσει τέχνη ευρωπαϊκή, αλλά ταιριαστός και στον τόπο του ήταν ανάγκη να δημιουργήσει τέχνη κλασική. Αυτή η σύγκρουση τον οδήγησε στο παράταιρο σμίξιμο τού ρομαντικού και του κλασικού, και στη συντριβή της τέχνης του».
Η ημερομηνία θανάτου του (9 Φεβρουαρίου) έχει οριστεί ως η Παγκόσμια Ημέρα Ελληνικής Γλώσσας.
Ακολουθήστε μας και στο Google news,
