Γράφει η Ευμορφία Κηπουροπούλου*
Ο ταξικός πλέον και για την ελληνική περίπτωση καθορισμός της επιστημονικής κατάρτισης και η ταξική διαμόρφωση μιας θεσμικά αναγνωρισμένης επιστημονικής ταυτότητας είναι μάλλον αναμφισβήτητος. Η κοινωνική τάξη, βεβαίως, αποτελούσε ανέκαθεν τον βασικότερο, ίσως μαζί με το φύλο (τόσο το βιολογικό όσο και το κοινωνικό) παράγοντα που προσδιόριζε και προσδιορίζει το επίπεδο εγγραμματοσύνης και κοινωνικής ανέλιξης του υποκειμένου στις καπιταλιστικές κοινωνίες.
Η εκπαίδευση ως ένας -μεταξύ πολλών- ιδεολογικός μηχανισμός, κατά τον Althousser, συμβάλλει ούτως ή άλλως στην αναπαραγωγή του καπιταλιστικού κοινωνικού σχηματισμού μέσω μιας κοινώς αποδεκτής ιδεολογίας η οποία «παριστάνει το σχολείο σαν ουδέτερο έδαφος». Είναι, επίσης, γνωστό ότι ο επίσημος σχολικός λόγος και οι προσδοκίες των εκπαιδευτικών πρακτικών διαμορφώνονται από λόγους και πρακτικές που αντικατοπτρίζουν τη λεγόμενη κυρίαρχη ιδεολογία, μη λαμβάνοντας υπόψη τις διαφοροποιημένες κοινωνικά και πολιτισμικά ομάδες που εντάσσονται, ωστόσο, και αυτές υποχρεωτικά στο εκπαιδευτικό σύστημα. Ο κάθετος αυτός διαχωρισμός, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι είναι ιδιαίτερα εμφανής στις κατεξοχήν κυρίαρχες χώρες του δυτικού καπιταλισμού.
Η Ελλάδα, εντούτοις, ανήκε στις χώρες του περιφερειακού καπιταλισμού, χωρίς θα λέγαμε, εμφανή μια κάθετη διαίρεση του πληθυσμού σε πλούσιους και φτωχούς. Η δωρεάν παιδεία ήταν πραγματικά δωρεάν όχι μόνο στις βασικές εκπαιδευτικές βαθμίδες αλλά και στην Ανώτατη Εκπαίδευση. Μαθητές και μαθήτριες από τα λεγόμενα μεσαία κοινωνικοοικονομικά στρώματα είχαν τη δυνατότητα να σπουδάσουν ακόμα και αν η άμεση οικογένειά τους δεν έφερε το αντίστοιχο «πολιτισμικό κεφάλαιο». Παρόλα αυτά, και για πολλούς λόγους που δεν είναι του παρόντος, οι Έλληνες γονείς στήριζαν, και εύχομαι ακόμα να το πράττουν, τα παιδιά τους όσον αφορά τις σπουδές τους.
Προσωπικά, θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό που απόλαυσα αυτού του είδους τη δωρεάν παιδεία, τουλάχιστον μέχρι κάποιον σημαντικό επίπεδο επιστημονικής κατάρτισης. Μέχρι το σημείο που αποφάσισα να συνεχίσω και να περάσω στο πιο δύσκολο, κατά την ταπεινή μου γνώμη, επίπεδο κατάκτησης επιστημονικής γνώσης, την απόκτηση διδακτορικής διατριβής. Οι υποψήφιοι διδάκτορες βρίσκονται ως επί των πλείστων σε «παραγωγική» ηλικία, όπου επιθυμούν να λειτουργούν αυτόνομα κοινωνικά και οικονομικά, που σημαίνει ότι πρέπει να εργάζονται. Και επειδή για τους περισσότερους η απόκτηση ενός διδακτορικού τίτλου είναι πραγματική επιθυμία και στόχος ζωής, επιλέγουν τον δύσκολο δρόμο του συνδυασμού μιας επαγγελματικής δραστηριότητας με την ερευνητική ενασχόληση, η οποία σημειωτέον στην Ελλάδα δεν αμείβεται αλλά αντιθέτως, ο υποψήφιος ή η υποψήφια διδάκτωρ οφείλει να ανταποκρίνεται προσωπικά στα έξοδα των σπουδών (μετακινήσεις, αγορά βιβλίων κ.τ.λ.). Εξαιρούνται, βεβαίως, όσοι και όσες είναι υπότροφοι, οι οποίοι είναι λιγοστοί. Και επειδή η εκπόνηση μιας διδακτορικής διατριβής είναι μια μακρόχρονη διαδικασία, μπορεί στην πορεία να προκύψει και η δημιουργία οικογένειας. Και τότε, τι γίνεται; Δεκτή η άποψη των εποπτευόντων της διατριβής ότι η επιστήμη απαιτεί αφοσίωση, αλλά και τι θα γίνει με τις υπόλοιπες ανάγκες ενός υποψηφίου ή μιας υποψήφιας διδάκτορος – ανθρώπου με πολλαπλές ταυτότητες ο οποίος ή η οποία προέρχεται από μικροαστικά κοινωνικοοικονομικά στρώματα; Είτε αναγκάζεται να παραιτηθεί των σπουδών του/της λόγω αδυναμίας να αντεπεξέλθει στις αυξημένες ανάγκες, είτε συνεχίζει και με κόστος οποιαδήποτε ψυχοσωματική πίεση κατορθώνει να ολοκληρώσει τις σπουδές του ή τις σπουδές της. Στη δεύτερη, όμως περίπτωση χρειάζεται καθηγητές επόπτες και καθηγήτριες επόπτριες της διατριβής οι οποίοι και οι οποίες να κατανοούν στο πλαίσιο του δυνατού τις σημερινές συνθήκες επιβίωσης που εκτός από τα αυτονόητα προβλήματα δημιουργούν και σύγκρουση ταυτοτήτων.
Και αναρωτιέμαι λαμβάνοντας υπόψη τις σημερινές συνθήκες κρίσης ποιοι και ποιες θα ακολουθήσουν τον δρόμο της έρευνας (με μικρές αμοιβές πια) ή τον δρόμο της επιστήμης κυρίως στην Ελλάδα. Και επιπροσθέτως, είναι γεγονός η καταβολή διδάκτρων για τη συνέχιση των σπουδών σε μεταπτυχιακό επίπεδο. Δυστυχώς, αυτοί που με ασφάλεια θα μπορούν να αντεπεξέλθουν στις όποιες υποχρεώσεις δημιουργούνται στο πλαίσιο των μεταπτυχιακών σπουδών ή της εκπόνησης μιας διδακτορικής διατριβής θα προέρχονται από υψηλά κοινωνικοοικονομικά στρώματα. Αυτό, δεν αποτελεί «ισχυρή περιχάραξη» (με όρους του Basil Bernstein) και ταξικό προσδιορισμό της κατασκευής της επιστημονικής ταυτότητας; Xιλιάδες Έλληνες/ίδες, νέοι/επιστήμονες έχουν επιλέξει ή/και αναγκαστεί να μεταναστεύσουν, προκειμένου να ξεφύγουν από την ανεργία και να εργαστούν με αξιοπρεπείς μισθούς σε εργασιακό περιβάλλον αντάξιο των φιλοδοξιών τους, φαινόμενο που είναι γνωστό ως ‘brain drain’.
Σε καμία περίπτωση δεν υπονοείται η οποιαδήποτε έκπτωση στην επιστημονική ή ερευνητική δουλειά του υποψηφίου ή της υποψήφιας λόγω των υπολοίπων δραστηριοτήτων του/της ή οποιασδήποτε άλλης κοινωνικής και μη παραμέτρου. Οι νέοι επιστήμονες χρειάζονται την καθοδήγηση και τη συμπαράσταση των καθηγητών-δασκάλων τους ∙ μια ουσιαστική σχέση συνεργασίας και εμπιστοσύνης, προκειμένου οι νέοι ερευνητές και οι νέες ερευνήτριες να μπορέσουν να συνδυάσουν αποτελεσματικά πια την εργασία επιβίωσης με την ερευνητική – επιστημονική απασχόληση (μιλώντας από προσωπική πείρα είναι δυνατόν αρκεί να υπάρχει εμπιστοσύνη στη σχέση καθηγητή/τριας-φοιτητή/τριας, συνεχής επικοινωνία και συνεργασία με όλες τις γόνιμες συγκρούσεις που επιφέρει μια τέτοια σχέση).
Ο ταξικός διαχωρισμός, δυστυχώς, εμφανίζεται σε όλο το φάσμα της εκπαίδευσης, ο οποίος μάλιστα οξύνεται με απίστευτα γοργούς ρυθμούς. Ίσως το ερώτημα που αναπόφευκτα θα τεθεί είναι αν θα μπορεί κάποιος ή κάποια να διαμορφώσει επιστημονική ταυτότητα. Και αυτό, επειδή δεν θα του/της δίνεται η ευκαιρία να γίνει επιστήμονας. Αυτό, όμως, χρήζει μιας άλλης εκτενούς προσέγγισης.
Ακολουθήστε μας και στο Google news. Διαβάστε μας για να ενημερώνεστε για όλα τα νέα, από την Ελλάδα και τον κόσμο, πατήστε το καμπανάκι για να ενημερώνεστε πρώτοι έγκαιρα και έγκυρα.