Η συμφωνία των Πρεσπών για την επίλυση του ζητήματος της ονομασίας των Σκοπίων, αλλά και οι συνέπειές της στην εσωτερική πολιτική ζωή της χώρας έχουν μετατρέψει το Μακεδονικό σε βασικό ζήτημα του πολιτικού διαλόγου στην Ελλάδα. Η συμφωνία μεταξύ Αθηνών και Σκοπίων έχει φανατικούς φίλους και διαπρύσιους εχθρούς, ενώ μια σειρά από ζητήματα προκύπτουν από το περιεχόμενό της, όπως π.χ. η ιθαγένεια/υπηκοότητα των πολιτών της γειτονικής χώρας, η «μακεδονική γλώσσα», η παραγωγή νομικών συνεπειών πριν ή μόνο μετά την κύρωσή της από την Ελλάδα, η ένταξη της πΓΔΜ στο ΝΑΤΟ, αλλά και η δυνατότητα της Αθήνας να ξεφύγει από τις πρόνοιες της συμφωνίας σε περίπτωση ουσιώδους παραβίασης από τα Σκόπια. Σε αυτό το πλαίσιο, «Το Βήμα» προδημοσιεύει σήμερα ένα απόσπασμα από το βιβλίο των Αγγελου Συρίγου και Ευάνθη Χατζηβασιλείου με τίτλο «Η Συμφωνία των Πρεσπών και το Μακεδονικό», το οποίο πρόκειται να κυκλοφορήσει τις προσεχείς ημέρες από τις εκδόσεις Πατάκη.
«Αφ’ ης στιγμής κυρωθεί η Συμφωνία των Πρεσπών, αποτελεί τμήμα της διεθνούς έννομης τάξεως. Ο γενικός κανόνας που ισχύει για τις διεθνείς συμφωνίες είναι ότι «τα συμπεφωνημένα πρέπει να τηρούνται» (pacta sunt servanda). Μόνον σε ορισμένες, ειδικώς προσδιορισμένες περιπτώσεις, είναι δυνατή η ακύρωση ή η καταγγελία μιας διεθνούς συμφωνίας. Οι περιπτώσεις αυτές έχουν περιληφθεί στη Σύμβαση της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών (1969), που δεσμεύει τόσο την Ελλάδα (1974) όσο και την πΓΔΜ (1999).
Ως προς το θέμα της ακυρότητας, η Σύμβαση της Βιέννης περιλαμβάνει οκτώ περιοριστικούς λόγους στους οποίους πρέπει να στηριχθεί το επιχείρημα περί του ακύρου μιας συμφωνίας. Σε αυτούς περιλαμβάνονται παραβιάσεις εν σχέσει προς την αρμοδιότητα για τη συνομολόγηση συνθηκών, πλάνη, απάτη, δωροδοκία αντιπροσώπου ενός κράτους, εξαναγκασμός του κράτους με απειλή ή χρήση βίας και παραβίαση ενός κανόνα αναγκαστικού δικαίου (άρθρα 46-53). Βάσει των σημερινών δεδομένων, δεν προκύπτει ότι η Ελλάδα μπορεί να επικαλεσθεί κάποιον από τους ανωτέρω λόγους για να θεωρήσει ότι η Συμφωνία των Πρεσπών είναι άκυρη. Επομένως, το βασικό επιχείρημα του Αλέξη Τσίπρα να χαρακτηρισθεί η Συμφωνία άκυρη δεν έχει βάσεις.
Ως προς το θέμα της καταγγελίας, η Συμφωνία των Πρεσπών δεν περιέχει ρητή αναφορά. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζεται το άρθρο 56 της Συμβάσεως της Βιέννης, που αναφέρεται σε λήξη, καταγγελία ή αποχώρηση από συνθήκη, η οποία δεν περιλαμβάνει ρητώς σχετικές διατάξεις:
1. Συνθήκη, μη περιέχουσα διάταξιν αφορώσαν εις την λήξιν και μη προβλέπουσα την καταγγελίαν ή αποχώρησιν εκ ταύτης δεν δύναται να καταγγελθή ή να λυθή διά αποχωρήσεως εκτός εάν:
(α) αποδεικνύεται ότι τα συμβαλλόμενα μέρη είχον την πρόθεσιν να δεχθούν τη δυνατότητα καταγγελίας ή αποχωρήσεως εξ αυτής,
(β) το δικαίωμα καταγγελίας ή αποχωρήσεως εκ ταύτης συνάγεται εκ της φύσεως της συνθήκης.
2. Εν μέρος οφείλει να γνωστοποιήση ουχί αργότερον των 12 μηνών την πρόθεσίν του, όπως, καταγγείλη συνθήκην ή αποχωρήση εξ αυτής συμφώνως προς την παράγραφον 1.
Επομένως, το πλαίσιο που ορίζεται από τη Συμφωνία των Πρεσπών είναι το ακόλουθο:
l Η Συμφωνία είναι για αόριστο χρονικό διάστημα.
l Ολες οι διατάξεις χαρακτηρίζονται αμετάκλητες και επιπλέον υπάρχουν δύο παράγραφοι για τις οποίες ορίζεται ρητώς ότι δεν τροποποιούνται (1§3 και 1§4). Πρόκειται για τις επίμαχες παραγράφους για τη χρήση του ονόματος Βόρεια Μακεδονία, την αναγνώριση ιθαγένειας/υπηκοότητας και την αναγνώριση γλώσσας. Σε αυτές πρέπει να προστεθεί και το άρθρο 7 που αναφέρεται στην παράγραφο 1§4.
l Το ρητώς μη τροποποιήσιμο των δύο + μίας παραγράφων αποδεικνύει ότι τα Μέρη έλαβαν υπ’ όψιν τους την πιθανότητα καταγγελίας. Παρ’ ότι επέλεξαν να μην αναφερθούν ρητώς σε αυτήν, όρισαν ότι σε μια τέτοια περίπτωση οι δύο επίμαχες παράγραφοι και το άρθρο 7 δεν αλλάζουν υπό οποιεσδήποτε συνθήκες.
l Η Συμφωνία των Πρεσπών δεν υπάγεται στις κατηγορίες εκείνες των συνθηκών που ως «εκ της φύσεώς τους» θεωρείται ότι παρέχουν το δικαίωμα της καταγγελίας. Βάσει των ανωτέρω, μπορούμε να θεωρήσουμε ότι οι συντάκτες της Συμφωνίας των Πρεσπών θέλησαν να δημιουργήσουν μια συμφωνία-πλαίσιο που θα διέπει στο διηνεκές τις σχέσεις των δύο κρατών. Αν και όλες οι διατάξεις χαρακτηρίζονται ρητώς ως «αμετάκλητες», ο χαρακτηρισμός ανατρέπεται από το γεγονός ότι ειδικώς δύο διατάξεις χαρακτηρίζονται ως μη τροποποιήσιμες. Επομένως, είναι δυνατή η καταγγελία όλων σχεδόν των διατάξεων της Συμφωνίας των Πρεσπών. Θα ισχύσει σε 12 μήνες αφ’ ης στιγμής το ένα από τα δύο συμβαλλόμενα κράτη γνωστοποιήσει στο άλλο τη σχετική πρόθεσή του. Είναι εξαιρετικά αμφισβητήσιμο – στα όρια του αδύνατου – εάν στην καταγγελία μπορούν να περιληφθούν οι επίμαχες και προβληματικές παράγραφοι 1§3 και 1§4 για τη χρήση του ονόματος Βόρεια Μακεδονία, την αναγνώριση ιθαγένειας/υπηκοότητας και την αναγνώριση γλώσσας. Βεβαίως, εάν στην πράξη τα δύο κράτη συμφωνήσουν, το σύνολο της Συμφωνίας μπορεί να αλλάξει με μεταγενέστερη συμφωνία, περιλαμβανομένων και των δύο συγκεκριμένων παραγράφων. Είναι όμως προφανές ότι είναι δύσκολο, εάν όχι απίθανο, να υπάρξει σύμπτωση απόψεων Ελλάδας – πΓΔΜ επί του θέματος.
Θεωρητικώς, υπάρχει και το ενδεχόμενο ακύρωσης της Συμφωνίας λόγω θεμελιώδους μεταβολής των περιστάσεων, γνωστής και ως ρήτρας rebus sic stantibus (άρθρο 62 της Συμβάσεως της Βιέννης). Στην πράξη, όμως, είναι εξαιρετικά δύσκολο να στοιχειοθετηθεί ένα τέτοιο επιχείρημα. Πρέπει να αποδειχθεί ότι μετά την κύρωση της Συνθήκης των Πρεσπών, επήλθε σημαντικότατη και δυσανάλογη επιβάρυνση των υποχρεώσεων της μίας πλευράς, που ήταν άγνωστη κατά την υπογραφή της. Κάτι τέτοιο δεν μπορεί να ισχύσει στην περίπτωση της Συμφωνίας των Πρεσπών. Οι δύο πλευρές γνώριζαν πολύ καλά τι υποχρεώσεις ανελάμβαναν.
Στην πραγματικότητα, μόνον μία δυνατότητα υπάρχει ως προς το θέμα της λήξεως της Συμφωνίας των Πρεσπών αφ’ ης στιγμής κυρωθεί. Σύμφωνα με το άρθρο 60 της Συμβάσεως της Βιέννης, υπάρχει η δυνατότητα λήξεως ή αναστολής εφαρμογής της συνθήκης σε περίπτωση ουσιώδους παραβιάσεως των όρων της.
Το κρίσιμο σημείο είναι να στοιχειοθετηθεί ουσιώδης παραβίαση της Συμφωνίας των Πρεσπών. Επομένως, η Ελλάδα καλείται να παρακολουθεί προσεκτικά την εφαρμογή της. Εάν διαπιστώσει ότι υπάρχει ουσιώδης παραβίαση, θα πρέπει να το γνωστοποιήσει στην πΓΔΜ σύμφωνα με τη διαδικασία που καθορίζεται στο άρθρο 65 της Συνθήκης της Βιέννης. Είναι εξαιρετικά αμφίβολο εάν η Ελλάδα μπορεί να επικαλεσθεί ουσιώδη παραβίαση για πράγματα που έγιναν πριν από την κύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών από το ελληνικό Κοινοβούλιο. Το σχόλιο αφορά στην καθ’ όλα προσχηματική τροποποίηση του Συντάγματος της πΓΔΜ, που αντικειμενικά συνιστά ουσιώδη παραβίαση των συμφωνηθέντων με τη Συμφωνία των Πρεσπών. Εάν το ελληνικό Κοινοβούλιο προχωρήσει σε κύρωση της Συμφωνίας ενώ τελεί εν γνώσει του περιεχομένου των τροποποιήσεων, ουσιαστικά αποδέχεται ότι οι Σλαβομακεδόνες τήρησαν τα συμπεφωνημένα. Επομένως, μια επόμενη κυβέρνηση δύσκολα θα επικαλεσθεί την τροποποίηση ως ουσιώδη παραβίαση. Θα πρέπει πιθανόν να αναφερθεί στη χρήση των τροποποιημένων διατάξεων για να βρει επιχειρήματα για την ουσιώδη παραβίαση.
Συμπερασματικά και βάσει του Διεθνούς Δικαίου, δεν χωρεί ακύρωση της Συνθήκης των Πρεσπών, διότι οι λόγοι ακυρώσεως αναφέρονται περιοριστικά και, βάσει των σημερινών δεδομένων, δεν έχουν εφαρμογή στην περίπτωση αυτή. Τυχόν καταγγελία της Συμφωνίας δεν απαλλάσσει την Ελλάδα από την αναγνώριση της «μακεδονικής γλώσσας» αλλά και της «μακεδονικής» ιθαγένειας στους πολίτες του γειτονικού κράτους. Τα δύο κράτη θα εξακολουθούν να δεσμεύονται από τις συγκεκριμένες διατάξεις, όπως και από το άρθρο 7 της Συμφωνίας. Μοναδική δυνατότητα είναι να εντοπίσει η Ελλάδα ότι υπάρχει ουσιώδης παραβίαση της Συνθήκης των Πρεσπών και βάσει αυτής να ζητήσει τη λήξη της».
πηγή: tovima.gr