Η συνάντηση του προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ με τον Βολοντίμιρ Ζελένσκι και Ευρωπαίους ηγέτες είχε μια απρόσμενη εξέλιξη, καθώς ένα τηλεφώνημα με τον Βλαντιμίρ Πούτιν στο περιθώριο της συνόδου κορυφής άναψε πολιτικές συζητήσεις και διπλωματικές ερμηνείες.
Σύμφωνα με τη διευκρίνιση της εκπροσώπου Τύπου του Λευκού Οίκου, Καρολίν Λίβιτ, ο Ρώσος πρόεδρος δεσμεύτηκε να συναντηθεί με τον Ουκρανό ομόλογό του «τις επόμενες εβδομάδες». Η Λίβιτ χρειάστηκε να δεχθεί επανειλημμένες ερωτήσεις από τους δημοσιογράφους προτού παραδεχθεί ότι υπήρξε ρητή υπόσχεση. Αρχικά περιορίστηκε να αναφέρει πως η Ουάσινγκτον «εργάζεται μαζί με τη Ρωσία και την Ουκρανία» για την οργάνωση της συνάντησης, αποφεύγοντας να απαντήσει αν ο Πούτιν είχε δώσει συγκεκριμένη συγκατάθεση.
Η επιφυλακτικότητα της Μόσχας
Από ρωσικής πλευράς, οι τόνοι παραμένουν πιο χαμηλοί. Ο Σεργκέι Λαβρόφ, μιλώντας στη ρωσική τηλεόραση, ξεκαθάρισε ότι το Κρεμλίνο είναι θετικό σε συνομιλίες, αλλά «κάθε συνάντηση κορυφής πρέπει να προετοιμάζεται με τη μέγιστη προσοχή». Πρόσθεσε ότι πρώτα θα πρέπει οι αντιπροσωπείες χαμηλότερου επιπέδου να καταλήξουν σε συγκεκριμένα σημεία πριν υπάρξει συνάντηση των δύο προέδρων, στάση που η Ρωσία είχε υιοθετήσει και σε προηγούμενες προτάσεις του Κιέβου.
Σχέδια για τριμερή στη Βουδαπέστη
Την ίδια ώρα, σύμφωνα με αποκάλυψη του Politico, ο Λευκός Οίκος εξετάζει το ενδεχόμενο να φιλοξενηθεί μια τριμερής συνάντηση ΗΠΑ – Ρωσίας – Ουκρανίας στη Βουδαπέστη. Ο Βίκτορ Όρμπαν, στενός πολιτικός σύμμαχος του Τραμπ, εμφανίζεται έτοιμος να υποδεχθεί μια τέτοια διαδικασία. Ωστόσο, το Κρεμλίνο προτιμά η συνάντηση να γίνει στη Μόσχα, ενώ ο Εμανουέλ Μακρόν πιέζει για τη Γενεύη, θεωρώντας τη πιο «ουδέτερο έδαφος».
Το «βάρος» της Βουδαπέστης για την Ουκρανία
Για το Κίεβο, πάντως, η Βουδαπέστη δεν είναι μια εύκολη επιλογή. Η πόλη συνδέεται με το περίφημο «Μνημόνιο της Βουδαπέστης» του 1994, όταν η Ουκρανία παρέδωσε τα πυρηνικά της στη Ρωσία με αντάλλαγμα εγγυήσεις ασφάλειας και ανεξαρτησίας από μεγάλες δυνάμεις, μεταξύ των οποίων οι ΗΠΑ, η Βρετανία και η Γαλλία. Σήμερα, τρεις δεκαετίες μετά, οι Ουκρανοί αμφισβητούν έντονα κατά πόσο οι εγγυήσεις εκείνες τηρήθηκαν.