Περιβάλλον

Η ιδιότητα των κοινοχρήστων χώρων στο Αστικό και Πολεοδομικό Δίκαιο.

Η σχολιαζόμενη Απόφαση του Αρείου Πάγου βρίσκεται σε απόλυτη αρμονία με την πάγια νομολογία για την απόκτηση της ιδιότητας του κοινοχρήστου χώρου κατόπιν συντέλεσης της απαλλοτρίωσης και παρακατάθεσης άρα της αποζημίωσης.

Οι κοινόχρηστοι χώροι του Πολεοδομικού Δικαίου δεν ταυτίζονται με αυτούς του Αστικού: Κατά τους πολεοδομικούς νόμους, οι κοινόχρηστοι χώροι αφήνονται στην ελεύθερη χρήση των πολιτών και δεν μπορούν να οικοδομηθούν κατά το σχέδιο πόλεως. Οι κοινωφελείς χώροι, απεναντίας (πρβλ. και άρθρο 2 παρ. 40 ΝΟΚ), είναι   οι χώροι που καθορίζονται από το εγκεκριμένο ρυμοτομικό σχέδιο ή τοπικό ρυμοτομικό ή σχέδιο οικισμού και προορίζονται για την ανέγερση κατασκευών κοινής ωφέλειας δημόσιου ή ιδιωτικού χαρακτήρα. Είναι δηλ. οικοδομήσιμοι για συγκεκριμένους μόνο σκοπούς. Πρόκειται για ρύθμιση Οικοδομικού Δικαίου, η οποία, όμως, εφαρμόζεται ευχερώς και στο αμιγές Πολεοδομικό Δίκαιο.

Για τον χαρακτηρισμό χώρου ως κοινόχρηστου ή κοινωφελούς απαιτείται προηγούμενη εξέταση σκοπού του προορισμού του και της δυνατότητας ή μη ελεύθερης χρησιμοποίησής του από όλους τους πολίτες [1]. Για τον χαρακτηρισμό ορισμένης ιδιοκτησίας, που ανήκει στο Δημόσιο, σε ΟΤΑ, ή σε κρατικά νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, ως κοινωφελούς χώρου εντός σχεδίου πόλεως, κρίσιμος είναι ο προορισμός της ιδιοκτησίας από πολεοδομική άποψη. Στοιχεία από τα οποία μπορεί να προκύπτει ο κοινωφελής σκοπός, για την εξυπηρέτηση του οποίου προορίζεται η ιδιοκτησία [2].

Το Πολεοδομικό Δίκαιο συμπλέκεται με το Αστικό και τούτο θα γίνει εμφανές με το εξής: Απαιτείται πάντοτε ο χαρακτηρισμός κατά τη διοικητική διαδικασία για την επέλευση των εννόμων συνεπειών άλλων διαδικασιών που σχετίζονται με το ιδιωτικό ή και το ποινικό δίκαιο [3].

Κατ’ άρθρο 966 ΑΚ, πράγματα εκτός συναλλαγής είναι τα κοινά σε όλους, τα κοινόχρηστα και τα προορισμένα για την εξυπηρέτηση δημόσιων, δημοτικών, κοινοτικών ή θρησκευτικών σκοπών. Αυτές δηλ. οι τρεις κατηγορίες θεωρούνται πράγματα εκτός συναλλαγής:

  1. Κοινά σε όλους πράγματα κατά τον ισχύοντα ΑΚ είναι ο ατμοσφαιρικός αέρας στην ελεύθερή του κατάσταση και η θάλασσα [4].
  2. Κοινόχρηστα (βλ. και άρθρο 242 ΚΒΠΝ) είναι τα πράγματα που προορίζονται για την εξυπηρέτηση του κοινού, που τίθενται σε άμεση διάθεση γενικά για χρήση σύμφωνη με τον προορισμό τους. Η κοινή χρήση είναι άμεση, δεν εξαρτάται από άδεια/έγκριση/σύμβαση. Τα κοινόχρηστα εξυπηρετούν το δημόσιο συμφέρον [5].
    Μπορεί να αποτελούν δημιουργήματα της φύσης ή του ανθρώπου. Η απαρίθμηση της ΑΚ 967 είναι ενδεικτική και εμπεριέχει λ.χ. τους δρόμους, τις πλατείες, τους γιαλούς, τα λιμάνια, τους όρμους κλπ. Τα πράγματα αυτής της κατηγορίας είναι δημόσια πράγματα που έχουν κατασκευασθεί ή διαμορφωθεί ειδικά για την αποκλειστική εξυπηρέτηση της λειτουργίας μιας δημόσιας υπηρεσίας [6]. Η κοινοχρησία αποτελεί αληθή προορισμό τους και βάσει του άρθρου 1054 ΑΚ   ανεπίδεκτα χρησικτησίας, τακτικής ή έκτακτης, είναι  τα  εκτός συναλλαγής πράγματα [7].
  1. Εκτός συναλλαγής τέλος, είναι και τα πράγματα που εξυπηρετούν δημόσιους, δημοτικούς, κοινοτικούς ή θρησκευτικούς σκοπούς [8]. Αυτά δημιουργήθηκαν για την αποκλειστική εξυπηρέτηση δημόσιας υπηρεσίας, π.χ. σχολεία, στρατώνες κλπ. για ειδικούς δημόσιους σκοπούς και όχι για εκμετάλλευση [9]. Μπορεί να αφορούν και σε δημοτικούς/κοινοτικούς σκοπούς, π.χ. στέγαση δημοτικών υπηρεσιών ή θρησκευτικούς σκοπούς, π.χ. κοιμητήρια, δηλ. πράγματα εκτός συναλλαγής, προορισμένα για την εξυπηρέτηση θρησκευτικών σκοπών και ανήκουν στις αυτοδιοικητικές αρχές ως προς τη διοίκηση και διαχείριση [10].
Ειδικότερες περιπτώσεις κοινοχρήστων
  • Οδοί [11]/δρόμοι/πεζοδρόμια: Η δημοτική ή κοινοτική οδός, όπως και η εθνική, η επαρχιακή εμπίπτει στα κοινόχρηστα πράγματα κατά τον ΑΚ. Συστήνεται είτε εκ του νόμου (βλ. Ν. 3155/1955) είτε με την εκδήλωση της βούλησης του κυρίου, τηρουμένων των νομίμων διατυπώσεων [12]. Τα πεζοδρόμια λογίζονται τμήματα των δρόμων. Σύμφωνα με την ΑΥ 6952/14.2.2011, απαγορεύεται η κατάληψη τμήματος της επιφάνειας πεζοδρόμου αν με αυτή παρεμποδίζεται η είσοδος, έξοδος και κυκλοφορία των πεζών και ατόμων με ειδικές ανάγκες στον πεζόδρομο. Μπορούν να τοποθετούνται εμπόδια στους πεζοδρόμους μόνο για τα αυτοκίνητα, αλλά όχι και η κυκλοφορία των πεζών [13].
Διαμόρφωση κοινόχρηστων χώρων
Α) Διαμόρφωση: γενικά

Κατά την παρ. 2 άρθρου 24 του Συντάγματος [14],  ο χωροταξικός και πολεοδομικός σχεδιασμός υπάγεται στη ρυθμιστική αρμοδιότητα και στον έλεγχο του κράτους, με σκοπό να εξυπηρετείται η λειτουργικότητα και η ανάπτυξη των οικισμών και να εξασφαλίζονται οι καλύτεροι δυνατοί όροι διαβίωσης των κατοίκων [15].

Κατά δε την παρ. 3 άρθρου 24 του Συντάγματος, για να ενταχθεί μια περιοχή στο σχέδιο πόλης (για να αποκτήσει δηλ. πολεοδομικό σχέδιο), οι ιδιοκτησίες που περιλαμβάνονται σε αυτή συμμετέχουν υποχρεωτικά χωρίς αποζημίωση στη διάθεση των εκτάσεων που είναι απαραίτητες,  για να δημιουργηθούν χώροι για κοινωφελείς χρήσεις και σκοπούς. Προβλέπεται δηλ. υποχρεωτική συνεισφορά σε γη (χωρίς αποζημίωση) καθώς και στις δαπάνες για την εκτέλεση των κοινόχρηστων πολεοδομικών έργων. Η παρ. 4 προβλέπει πως νόμος μπορεί να ορίζει ότι η ιδιοκτησία της περιοχής που εντάσσεται στο σχέδιο μπορεί να συνεισφέρεται και ολόκληρη [16]. Αντιστάθμισμα είναι ένα ίσης αξίας ακίνητο από αυτά που θα δημιουργηθούν στην περιοχή. Πρόκειται για τον αστικό αναδασμό, ενώ η παρ. 5 προβλέπει την εφαρμογή και στην αναμόρφωση των οικιστικών περιοχών που ήδη υπάρχουν [17]. Τέλος, το άρθρο 117 παρ. 6 του Συντάγματος προβλέπει ότι η υποχρέωση (συν)εισφοράς σε γη και χρήμα γεννήθηκε από τη στιγμή που ψηφίστηκαν οι σχετικοί νόμοι.

Σημειώνεται ότι στην παρούσα θα χρησιμοποιείται ο Κώδικας Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας (εφεξής ΚΒΠΝ) που κωδικοποιεί τις αναφερόμενες διατάξεις για λόγους ευκολίας, εκτός και αν χρησιμοποιείται ο εκάστοτε νόμος (μη κωδικοποιημένος).

Εν προκειμένω ισχύει το άρθρο 416 ΚΒΠΝ.

Κατά την παρ. 1, οι κοινόχρηστοι χώροι (πλατείες, οδοί, άλση, κήποι κλπ) που καθορίζονται από τα μέχρι την 8-5-48 (ημερομηνία έναρξης ισχύος του ΝΔ 690/1948) εγκριθέντα σχέδια ρυμοτομίας οικισμών, με επίσπευση των ιδιοκτητών ή εκείνων που ανέλαβαν την εκμετάλλευση των οικείων εκτάσεων, θεωρούνται ότι περιήλθαν σε κοινή χρήση από την έγκριση του σχεδίου του οικισμού που τους καθόρισε. Τα παραπάνω ισχύουν είτε επιβλήθηκε στους επισπεύσαντες την έγκριση η υποχρέωση της παραίτησης τους από την κυριότητα, νομή και κατοχή των χώρων αυτών, ασχέτως αν εκπληρώθηκε αυτή ή όχι, είτε δεν επιβλήθηκε η υποχρέωση αυτή, αλλά η έγκριση του σχεδίου που επιδιώχθηκε απ’ αυτούς είχε ως αναγκαία, κατ’ αμάχητο τεκμήριο (με επιφύλαξη πλέον λέγεται τούτο) [18], συνέπεια την οικειοθελή βούληση παραίτησής τους από την κυριότητα, νομή και κατοχή των γηπέδων που καταλαμβάνονται από τους χώρους αυτούς, χωρίς την οποία δεν ήταν δυνατή η έγκριση του σχεδίου και η διάθεση των οικοδομήσιμων για οποιοδήποτε σκοπό χώρων που ορίστηκαν από το σχέδιο αυτό.

Οι παραπάνω κοινόχρηστοι χώροι περιέρχονται σε κοινή χρήση ελεύθεροι από κάθε βάρος, υποθήκη ή προσημείωση και τα τυχόν επ’ αυτών εγγεγραμμένα βάρη κλπ. περιορίζονται στα υπόλοιπα ακίνητα εκείνων που επέσπευσαν την έγκριση του σχεδίου. Η παράγραφος αυτή καθιερώνει ένα τεκμήριο που αποσκοπεί στην εξασφάλιση των κοινόχρηστων χώρων με την αποξένωση των ιδιοκτητών από τα δικαιώματά τους επί των χώρων αυτών, ακόμα και επί περιπτώσει που δεν επιβλήθηκε τούτο κατά την έγκριση του σχεδίου.

Κατά δε την παρ. 2,  η παρ. 1 ισχύει και για τους κοινόχρηστους χώρους που καθορίζονται με μεταγενέστερη τροποποίηση του σχεδίου και καταλαμβάνουν γήπεδα που ανήκουν κατά τον χρόνο της τροποποίησης στους επισπεύσαντες την έγκριση του σχεδίου, εφόσον η τροποποίηση έγινε με αίτησή τους ή έγινε αποδεκτή σε οποιοδήποτε χρόνο έστω και σιωπηρώς, χωρίς να έχει εκδηλωθεί εγγράφως μέχρι την 8-5-48 οποιαδήποτε αντίθεση ή επιφύλαξη. Στην περίπτωση της παρούσας παραγράφου οι τυχόν καταργούμενοι με την τροποποίηση κοινόχρηστοι χώροι που μετατρέπονται σε οικοδομήσιμους περιέρχονται στην κυριότητα, νομή και κατοχή των επισπευσάντων την έγκριση του σχεδίου, κατά επιφάνεια που δεν υπερβαίνει το εμβαδόν των χώρων που καθορίστηκαν κοινόχρηστοι με την τροποποίηση, κατά το προηγούμενο εδάφιο.

Β) Κατ’ ιδίαν νόμιμοι τρόποι διαμόρφωσης

Οι κοινόχρηστοι και κοινωφελείς χώροι διαμορφώνονται με τους εξής τρόπους [19] (για τους οποίους, βλ. και ως άνω):

α) με εισφορά σε γη,

β) με αυτοαποζημίωση από τους παρόδιους ωφελούμενους: Κατά την παρ. 5 άρθρου 415 ΚΒΠΝ, οι παρόδιοι υποχρεούνται την πληρωμή της αποζημίωσης για διάνοιξη οδών, πλάτους μόνο μέχρι 30 μέτρων, που διανοίγονται είτε απ’ ευθείας στο πλάτος αυτό είτε με διαδοχικές διευρύνσεις. Κατά την παρ. 6, για τη διάνοιξη οδών πλατύτερων των 30 μέτρων ή για οποιαδήποτε μεταγενέστερη διεύρυνση μεγαλύτερη από το πλάτος αυτό, το επιπλέον των 30 μέτρων πλάτος βαρύνει τον Δήμο. Σε κάθε περίπτωση η υποχρέωση των παροδιών της ίδιας πλευράς της οδού δεν μπορεί να υπερβαίνει την αποζημίωση ζώνης πλάτους μεγαλύτερης των 15 μέτρων.

Για τη διάνοιξη πλατειών, αλσών, απλών διευρύνσεων στις διασταυρώσεις οδών και γενικά κοινόχρηστων χώρων, οι παρόδιοι ιδιοκτήτες της ίδιας πλευράς υποχρεούνται στην πληρωμή της αποζημίωσης που αναλογεί σε επιφάνεια ζώνης οικοπέδων πλάτους είκοσι μέτρων, η οποία περιλαμβάνεται μέσα στον χώρο που πρέπει να απαλλοτριωθεί συνολικά, ασχέτως θέσης.

Κατά την παρ. 7,  η επιβάρυνση των ιδιοκτητών δεν μπορεί να υπερβαίνει σε κάθε περίπτωση το μισό του εμβαδού του βαρυνόμενου οικοπέδου, μετά την αφαίρεση της τυχόν υπάρχουσας πρασιάς και, σε περίπτωση ρυμοτόμησης, το μισό του εμβαδού που απομένει μετά τη ρυμοτομία ή εκείνου που προκύπτει από τακτοποίηση ή προσκύρωση. Η πέραν των ανωτέρω ορίων έκταση βαρύνει τον οικείο Δήμο.

Τέλος,  κατά την παρ. 8, όταν οι δικαιούχοι αποζημίωσης για απαλλοτρίωση είναι και υπόχρεοι για την πληρωμή αυτής, επέρχεται συμψηφισμός δικαιωμάτων και υποχρεώσεων.

Κατά την παρ. 9, για τη διάνοιξη ευρέων κοινόχρηστων χώρων, δηλαδή μεγάλων λεωφόρων, αλσών, πλατειών κλπ., από τους οποίους η ωφέλεια είναι σημαντική και εκτείνεται σε ευρύτερη ακτίνα, ο Δήμος δικαιούται για την αντιμετώπιση των σχετικών δαπανών να επιβάλλει ειδική εισφορά στους ωφελούμενους ιδιοκτήτες, ανάλογα με τον βαθμό ωφέλειας. Οι λεπτομέρειες της διάταξης αυτής ρυθμίζονται με προεδρικό διάταγμα. Τέτοια εισφορά δεν επιβάλλεται στους αμέσως παρόδιους ιδιοκτήτες, εφόσον αυτοί έχουν εξαντλήσει την υποχρέωση, από την επιβάρυνσή τους με την εικοσάμετρη ζώνη.
Πάντως,  η εισφορά δε μπορεί να υπερβεί το 3% της αξίας των ακινήτων κατά την επιβολή της, με την επιφύλαξη των οριζομένων στο άρθρο 416 παρ. 8. Τέλος, ο τρόπος αναλογισμού της αποζημίωσης μεταξύ Δήμου ή κοινότητας και παρόδιων ιδιοκτητών και μεταξύ των τελευταίων σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις και κάθε σχετική λεπτομέρεια, ορίζονται με διατάγματα που εκδίδονται με πρόταση του Υπουργού Περιβάλλοντος (παρ. 10),

γ) με αναγκαστική απαλλοτρίωση (βλ. και υπό 3),

δ) με τη θέληση των ιδιοκτητών: Η νομολογία απεφάνθη πως γενικώς «απαγορεύεται ο σχηματισμός εντός σχεδίων πόλεων κοινοχρήστων χώρων από ιδιωτική βούληση. Κατ’ εξαίρεση ο νομοθέτης ανέχεται τη διατήρηση κοινοχρήστων χώρων που δημιουργήθηκαν με ιδιωτική βούληση πριν την 16.1.1924 και αναγνωρίζονται ως υφιστάμενοι παράλληλα με τους προβλεπομένους από το οικείο ρυμοτομικό σχέδιο [20], έως ότου καταργηθούν με τη νόμιμη διαδικασία, θεσπίζεται δε αρμοδιότητα του οικείου Περιφερειάρχη (πρώην Νομάρχη) να διαπιστώνει, μετά τη γνώμη του αρμοδίου Συμβουλίου, κατά πόσον εδαφική λωρίδα έχει πράγματι αφεθεί στην κοινή χρήση πριν την παραπάνω ημερομηνία» [21]. Η σχετική κρίση είναι παρεμπίπτουσα, ως αναγομένη σε ζήτημα ιδιωτικού δικαίου, εκφέρεται δε κατ’ εκτίμηση πρόσφορων αποδεικτικών στοιχείων, εφόσον δεν έχει προηγηθεί τελεσίδικη επί του θέματος κρίση των πολιτικών δικαστηρίων η οποία δεσμεύει τη Διοίκηση. Ιδιωτικά ακίνητα αποκτούν την ιδιότητα του κοινοχρήστου χωρίς καταβολή αποζημίωσης, εφόσον προβλέπονται από το εγκεκριμένο σχέδιο πόλεως ως κοινόχρηστοι χώροι και η κοινοχρησία είναι αποτέλεσμα της βούλησης του ιδιοκτήτη, που προκύπτει από πραγματική κατάσταση που διατηρήθηκε επί μακρό χρόνο κατ’ ανοχή του. Προϋπόθεση εφαρμογής του άρθρου 415 ΚΒΠΝ είναι οι σχηματισθέντες με ιδιωτική πρωτοβουλία κοινόχρηστοι χώροι να συμπίπτουν με τους κοινόχρηστους χώρους που προβλέπονται στο ρυμοτομικό σχέδιο, διαφορετικά πρόκειται για ιδιωτικό ρυμοτομικό σχέδιο που έρχεται σε αντίθεση με την απαγόρευση σχηματισμού εντός σχεδίων πόλεων κοινοχρήστων χώρων από ιδιωτική βούληση. Είναι δυνατή η περιέλευση στην κοινή χρήση καθοριζομένων σε σχέδιο πόλεως ως κοινόχρηστων χώρων πλατειών, οδών, αλσών κλπ. και η απώλεια της κυριότητάς τους για τους ιδιοκτήτες τους χωρίς αποζημίωση, εφόσον η έγκριση ή επέκταση του σχεδίου πόλεως έγινε με επίσπευση αυτών. Ιδιωτικά ακίνητα αποκτούν ιδιότητα κοινοχρήστου από την έγκριση του σχεδίου ρυμοτομίας χωρίς καταβολή αποζημίωσης, όχι μόνον όταν αυτά καθορίσθηκαν ως κοινόχρηστοι χώροι από το εγκριθέν – πριν ή μετά την έναρξη ισχύος του ΝΔ 690/1948 – σχέδιο ρυμοτομίας, τη διαδικασία έγκρισης του οποίου είχε επισπεύσει ο ιδιοκτήτης, όπως είναι τα σχέδια που εγκρίθηκαν κατ’ εφαρμογή του άρθρου 7 του ΝΔ της 17.7-16.8.1923, αλλά και σε περίπτωση, όπως ως άνω ειπώθηκε, που τα ακίνητα δεν καθορίσθηκαν ως κοινόχρηστοι χώροι από εγκεκριμένο ρυμοτομικό σχέδιο, εφόσον οι επισπεύσαντες την έγκρισή του ιδιοκτήτες ακινήτων είχαν εκδηλώσει την πρόθεσή τους να θέσουν αυτά στην κοινή χρήση με υποσχέσεις, διαφημιστικούς χάρτες και διαγράμματα, αγγελίες ή οποιονδήποτε άλλο τρόπο, με σκοπό την προσέλευση αγοραστών.» [22] Επίσης, μπορεί η κοινοχρησία να προέκυπτε από πραγματική κατάσταση, ενώ δεν αρκεί η απλή εγκατάλειψη του πράγματος [23].

Για τη μετάθεση, λοιπόν, της κυριότητας ακινήτων υπέρ του οικείου οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης δεν αρκεί οποιαδήποτε ενέργεια διάθεσης του ακινήτου στην κοινή χρήση, αλλά πρέπει να υπάρχουν οι προαναφερόμενες προϋποθέσεις, η συνδρομή των οποίων ελέγχεται παρεμπιπτόντως από τη Διοίκηση και κρίνεται οριστικώς από τα αρμόδια πολιτικά δικαστήρια. Με την έννοια αυτή, η ανωτέρω διάταξη δεν αντίκειται στη συνταγματική προστασία της ιδιοκτησίας, δεδομένου ότι η απώλεια της κυριότητας συνδέεται με την υποκειμενική συμπεριφορά του κυρίου του ακινήτου, ο οποίος με τη συναίνεση ή την ανοχή του αποδέχθηκε τον κοινόχρηστο χαρακτήρα του ακινήτου και δεν δύναται εκ των υστέρων να προβάλει καταχρηστικώς δικαιώματα αποζημίωσης. Εξάλλου, εφόσον συντρέχουν οι προαναφερθείσες προϋποθέσεις, επέρχεται μετάθεση της κυριότητας υπέρ του οικείου ΟΤΑ, αδιαφόρως εάν το ακίνητο έχει αφεθεί σε κοινή χρήση πριν ή μετά την έγκριση του ρυμοτομικού σχεδίου, δεδομένου ότι τέτοια διάκριση δεν συνάγεται από την ως άνω διάταξη, αλλά, αντιθέτως, ο δικαιολογητικός λόγος, ο οδηγήσας τον νομοθέτη να εισάγει την συγκεκριμένη ρύθμιση συντρέχει σε αμφότερες τις περιπτώσεις (βλ. ΣτΕ 2070/2007, 2878/2001, 969/2001, 3522/1999, 2949/1999, 2336/1999, 4032/1998, 3857/1995, 2636/1993, 3398/1992, 1439/1992, 3222/1988, 744/1987 Ολομ.) [24].

Τα εμπράγματα δικαιώματα, όπως η κυριότητα,  προστατεύονται στο πλαίσιο του προορισμού του εκάστοτε ακινήτου, ο οποίος προσδιορίζεται εκάστοτε με βάση τις κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές συνθήκες και δεν συνιστά περιορισμό του περιεχομένου της προστατευόμενης ιδιοκτησίας [25]. Η έννοια της δημόσιας (όχι ιδιωτικής) ωφέλειας στην απαλλοτρίωση προσεγγίστηκε νομολογιακώς ως έννοια ευρύτερη του δημόσιου συμφέροντος και κατά συνέπεια, δεν μπορεί να σημαίνει την ωφέλεια του κράτους από την αύξηση της τιμής των ακινήτων, αλλά ούτε ταυτίζεται (παγίως) με το ταμειακό του συμφέρον [26]. Η απαλλοτρίωση αστικού ακινήτου από ΟΤΑ για τη δημιουργία λ.χ. κοινόχρηστων χώρων χωρεί, μόνο εφόσον προηγηθεί ο αφορισμός του προς εξυπηρέτηση του εκάστοτε δημόσιου σκοπού [27].

Το ΕΔΔΑ απεφάνθη παλαιόθεν ότι είναι αναγκαία η ύπαρξη διαδικασίας οργανωμένης από τα κράτη, ώστε να εκτιμώνται σφαιρικά οι συνέπειες της απαλλοτρίωσης [28].

Τέλος, απαιτείται η προηγούμενη καταβολή πλήρους αποζημίωσης,  πο        υ πρέπεινα συντελεστεί εντός 1,5 έτους από τη δημοσίευση της απόφασης και μέχρι την πλήρη καταβολή της ο ιδιοκτήτης του απαλλοτριούμενου διατηρεί στο ακέραιο κάθε δικαίωμά του. Η πλήρης αποζημίωση καλύπτει την πραγματική αξία του ακινήτου κατά τον χρόνο υπολογισμού της και καλύπτει τόσο την εμπράγματη όσο και κάθε άλλου είδους ζημία που υπέστη ο θιγόμενος [29].

Η κρίση της σχολιαζόμενης απόφασης   

Η απόφαση επαναλαμβάνει πάγια νομολογία, κατά την οποία οι οδοί λαμβάνουν την ιδιότητα του κοινοχρήστου και εκτός συναλλαγής πράγματος, είτε με πράξη της διοίκησης για ρυμοτομία και τη συντέλεσή της σύμφωνα με τους νόμους περί σχεδίων πόλεων και αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, είτε με τη βούληση του ιδιοκτήτη που θέτει στην κοινή χρήση συγκεκριμένο ακίνητο, με νομότυπη δικαιοπραξία ή με παραίτηση από την κυριότητα, περιβαλλόμενη τον συμβολαιογραφικό τύπο και να μεταγραφόμενη, είτε με την προβλεπόμενη από το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο αμνημονεύτου χρόνου αρχαιότητα. Η αυθαίρετη και άνευ προηγούμενης απαλλοτρίωσης κατάληψη ακινήτου από το Δημόσιο δεν αρκεί για να του προσδώσει, ως τμήμα δημοσίας οδού, κοινόχρηστο χαρακτήρα. Απορρίπτει την αναίρεση του Δημοσίου κατά της 129/2017 απόφασης του Εφετείου Ανατολικής Κρήτης.

Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο δέχτηκε κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του περί της ουσίας των πραγμάτων, ότι οι αναιρεσίβλητες κατέστησαν συγκύριες με παράγωγο τρόπο, δυνάμει κληρονομικής διαδοχής από τους αναφερόμενους αληθείς κυρίους- δικαιοπαρόχους τους. Όμως, το Ελληνικό Δημόσιο κατέλαβε έκταση εμβαδού 251,2 τ.μ., που απεικονίζεται στο ίδιο τοπογραφικό διάγραμμα και είναι σήμερα επίδικη έκταση, όμως, όπως και το ίδιο άλλωστε το εναγόμενο συνομολογεί, αποτελεί τμήμα της δικαστικά αμετακλήτως αναγνωρισθείσας ιδιοκτησίας των εναγουσών και το εναγόμενο επ` αυτής κατασκεύασε την παραλιακή οδό  χωρίς δικαίωμα, αφού δεν προέβη σε απαλλοτρίωση και καταβολή αποζημίωσης, ώστε δεν απέκτησε ουδέποτε την κυριότητά της, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται και έτσι απέβαλε παράνομα τις ενάγουσες από το ανωτέρω τμήμα του ακινήτου τους και πρέπει να τους το αποδώσει κατά το λόγο της μερίδας τους. Περαιτέρω, το εναγόμενο παράνομα και αυθαίρετα κατέλαβε τμήμα του προαναφερθέντος μείζονος ακινήτου των εναγουσών. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι όπως έκρινε το Εφετείο ορθώς ερμήνευσε με τη μη εφαρμογή τους τις διατάξεις των άρθρων 967 και 968 ΑΚ. Και τούτο διότι, το Εφετείο δέχθηκε μεν ότι το αναιρεσείον κατέλαβε τα δύο επίδικα τμήματα εμβαδού 251,2 τ.μ. και 1.145,80 τ.μ., που ανήκαν στη συγκυριότητα των αναιρεσιβλήτων ως μέρη μεγαλυτέρου ακινήτου τους και κατασκεύασε επ` αυτών, στο μεν πρώτο την παραλιακή οδό, στο δε δεύτερο την επαρχιακή οδό , αυτό όμως δεν σημαίνει ότι με την κατάληψη αυτή τα επίδικα αυτά τμήματα αποτελούν πλέον τμήματα δημοσίων οδών και ως τέτοια αποτελούν κοινόχρηστα πράγματα ανήκοντα στο Δημόσιο, δεδομένου ότι η κατάληψη αυτή από το τελευταίο έγινε, όπως δέχεται το Εφετείο, αυθαίρετα και χωρίς προηγούμενη απαλλοτρίωση των επιδίκων αυτών τμημάτων και την καταβολή αποζημίωσης στις αναιρεσίβλητες, ώστε τα τμήματα αυτά να αποκτήσουν, ως τμήματα δημοσίων οδών, τον κοινόχρηστο χαρακτήρα τους, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στην προεκτεθείσα μείζονα σκέψη. Επομένως, όσα αντίθετα υποστηρίζει το αναιρεσείον είναι αβάσιμα. Στην προκειμένη περίπτωση, το αναιρεσείον διατείνεται με το δεύτερο λόγο της αίτησης αναίρεσης ότι με τις ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατατεθείσες προτάσεις του, αλλά και με λόγο έφεσης κατά της πρωτόδικης απόφασης, προέβαλε τον ουσιώδη για την έκβαση της δίκης ισχυρισμό ότι τα επίδικα ακίνητα συνιστούν κοινόχρηστα πράγματα, λόγω του ότι αποτελούν τμήματα δημοσίων οδών και ότι επομένως δεν είναι δυνατή η απόδοσή τους στις αναιρεσίβλητες.

[1] Βλ. Β. Σκουρή, ό.π.,143.

[2] ΣτΕ 155/2019: Οι δραστηριότητες και οι υπηρεσίες διανομής ηλεκτρικής ενέργειας ή οι συναφείς εγκαταστάσεις χαρακτηρίζονται ως κοινής ωφέλειας. Εφόσον το επίδικο ακίνητο  απαλλοτριώθηκε προκειμένου να χρησιμεύσει αποκλειστικά για τη διατήρηση και δημιουργία εγκαταστάσεων που εξυπηρετούν τη μεταφορά και διανομή ηλεκτρικής ενέργειας, δεν υπόκειται σε εισφορά γης.

[3] ΑΠ 228/1998.

[4] Κ. Βαβούσκος, Εμπράγματο Δίκαιο, στ΄ εκδ., 1986,  Κεφάλαιο Δεύτερο, Ζ΄, αρ.38, Απ. Γεωργιάδης, Εμπράγματο Δίκαιο, 2η έκδ., 2010, § 13, ΙΙ, αρ.5 : καταχρηστικά αυτά αποτελούν «πράγματα», ΕιρΆνδρου 8/2001, ΜΠρΘεσσαλονίκης 22060/2001

[5] Δ. Χριστοφιλόπουλος, Χωροταξία – Πολεοδομία, 1984, 193.

[6] Απ. Γεωργιάδης, ό.π., 2η Έκδ., 2010, § 13, ΙV, αρ.31.

[7] Σχετικώς: ΑΠ 1206/1981.

[8] Βλ. τον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος (Ν. 590/1977, άρθρο 45 παρ. 1). Δεν περιέχονται τα μετόχια.

[9] Κ. Βαβούσκος, ό.π., Κεφάλαιο Δεύτερο, Ζ΄, αρ. 47.

[10] ΕφΑθ 279/1989.

[11] ΣτΕ 4033/1988: τεχνικές και περιβαλλοντικές μελέτες για διάνοιξη/κατάργηση οδού.

[12] ΑΠ 1614/2013, ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 163/2012, ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2012/529, ΕιρΑρτ 6/2008, ΑΡΧΝ 2009,695 με σημείωμα Χρ. Νικολαΐδη.

[13] ΣτΕ 552/2003.

[14] βλ. Και G. Giannakourou, E. Balla, Planning Regulation, Property protection and regulatory takings in the Greek Planning Law, Washington University-Global Law Studies Review, Volume 5, Number 3, 2006, http://law.wustl.edu/wugslr/issues/volume5_3/p535GiannakourouBalla.pdf

[15] Ν. Κομνηνός, Ο έλεγχος της αστικής ανάπτυξης και των χρήσεων γης,  Θεωρία της αστικότητας. Αστικός προγραμματισμός και κοινωνική ρύθμιση, Σύγχρονα Θέματα, Θεσσαλονίκη, τ. 2, 1986, 184-185.

[16] Α. Σηφάκης, Η αναγκαιότητα της αναθεώρησης του άρθρου 24 του Συντάγματος, ΠερΔικ 4/2000, 586.

[17] Πρβλ. Ι. Καράκωστα, Απειλούμενη συνταγματική παραβίαση του περιβαλλοντικού κεκτημένου. Το άρθρο 24 του Συντάγματος μη αναθεωρητέα διάταξη, ΠερΔικ 3/2000, 464.

[18] Η νομολογία του ΕΔΔΑ δυσχερώς ανέχεται πλέον αμάχητα τεκμήρια, βλ. λ.χ. νλγ. Για Ξενοδοχεία Κρήτης.

[19] Μ. Γεωργιάδου, ό.π.,  280, άρθρο 242 ΚΒΠΝ και άρθρο 152, 153 ΚΒΠΝ: απόκτηση ιδιότητας κοινοχρήστου από τον νόμο (ρυμοτομικό σχέδιο, ΓΠΣ, πολεοδομική μελέτη και πράξη εφαρμογής), βλ. ενδεικτικώς: ΣτΕ 4451/2012, 1027/1999, 1088/1988

[20] ΑΠ 1264/1997.

[21] Αντισυνταγματική φαίνεται, ωστόσο, η νομαρχιακή αρμοδιότητα αναγνώρισης οδών ως προϋφιστάμενων του 1923: ΣτΕ 2983/2009 κλπ. Η αναγνώριση τέτοιας οδού συνδέεται με την οικοδομησιμότητα  κοινοχρήστου και εξομοιώνεται με τροποποίηση πολεοδομικού σχεδίου.

[22] ΣτΕ 3517/2010, Λ. Τσακμακίδη, Η δημιουργία κοινοχρήστων χώρων στο πλαίσιο του συντάγματος και της νομολογίας, ΝοΒ 45, 523.

[23] Μ. Γεωργιάδου, ό.π., 289, ΣτΕ 1010/2016.

[24] ΣτΕ 346/2017.

[25] Ν. Ρόζος, Η νομική προβληματική του χωρικού σχεδιασμού, ό.π., 115 επ.

[26] Κ. Χρυσόγονος, ό.π., 389, Β. Τσούμας, ό.π, 49, ΕλΣυν 1562/2005.

[27] ΣτΕ 156/2007.

[28] Βλ. και ΕΔΔΑ Προσφυγή 6667/2009, απόφ. της 18.10.2011, Τσαλαπάτας και λοιποί κ. Ελλάδας [επιμ. – μεταφρ. – παρατ. Χ. Δημητροπούλου], ΘΠΔΔ 3/2012, 278 επ.. Παράβαση άρθρου 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ, διότι στην υπό κρίση υπόθεση η διάρκεια των διαδικασιών ήταν υπερβολική και δεν πληρούσε την απαίτηση του «εύλογου χρόνου» (εκκρεμούσε επί 8ετίας). Μη ανάκληση απαλλοτρίωσης, η οποία δεν έχει ολοκληρωθεί και δεν έχει επιδικασθεί στους προσφεύγοντες αποζημίωση.

[29] Έτσι, εμπίπτουν τα συστατικά του ακινήτου εδώ, όπως και αυθαίρετες κατασκευές που επί μακρόν έχουν μείνει ως έχουν και έχει γεννηθεί στον ιδιοκτήτη η εύλογη πεποίθηση ότι ουδεμία μεταβολή θα επέλθει στη νομική κατάσταση του ακινήτου. Για τις επωφελείς δαπάνες, λεκτέο ότι καλύπτονται δαπάνες προ της κήρυξης της απαλλοτρίωσης που είχαν ως αποτέλεσμα την αύξηση της αξίας του ακινήτου. Συνυπολογίζονται επίσης τίτλοι μεταβίβασης ομοειδών αινήτων και η «πρόσοδος». Βλ. επίσης, ΕΔΔΑ, Αζάς κ. Ελλάδος, 19.9.2002 (συνυπολογισμός συνεπειών απαλλοτρίωσης). Και Γ. Χριστονάκη, Η απόφαση «Αζάς» του ΕΔΔΑ της 19.9.2002, ΕλλΔνη 2004, 54.

Η Απόφαση 51/2023 του Αρείου Πάγου

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Χριστοδούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρία Μουλιανιτάκη, Μαρουλιώ Δαβίου, Μαρία Κουφούδη, Γεώργιο Καλαμαρίδη – Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, την 1η Δεκεμβρίου 2021, με την παρουσία και του Γραμματέα Παναγιώτη Μπούκη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, κατοικοεδρεύοντα στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον Αλέξανδρο Σταυράκη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.

Των αναιρεσιβλήτων: 1) Λ. Ζ. του Ε., κατοίκου …, 2) Ε. Ν. Σ., κατοίκου …, οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Δημήτριο Σαββόπουλο, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσαν προτάσεις.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 22-3-2007 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων και την από 17-3-2008 κύρια παρέμβαση της Ανωνύμου Εταιρείας με την επωνυμία “…” που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Ηρακλείου και συνεκδικάσθηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 219/2009 μη οριστική, 334/2012 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 129/2017 του Τριμελούς Εφετείου Ανατολικής Κρήτης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 5-10-2018 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την κρινόμενη από 5-10-2018 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η 129/2017 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Ανατολικής Κρήτης, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων και κατά την τακτική διαδικασία, κατάληξη της ακόλουθης διαδικαστικής διαδρομής, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της υπόθεσης: Οι αναιρεσίβλητες άσκησαν κατά του εναγομένου-αναιρεσείοντος την από 22-3-2007 αγωγή, με την οποία ζήτησαν να αναγνωρισθούν συγκύριες κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου η κάθε μία του περιγραφομένου στην αγωγή κατά θέση και όρια ακινήτου, εμβαδού 1.188,1 τ.μ. και να υποχρεωθεί το εναγόμενο να τους το αποδώσει κατά το ανωτέρω ποσοστό, ενώ ζήτησαν επί πλέον να υποχρεωθεί το εναγόμενο να τους αποδώσει κατά το ίδιο ως άνω ποσοστό και έτερο ακίνητο, εμβαδού 251,2 τ.μ., όπως αυτό περιγράφεται ειδικότερα στην αγωγή κατά θέση και όρια. Στα πλαίσια άσκησης της πιο πάνω αγωγής, η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία “…” άσκησε την από 17-3-2008 κύρια παρέμβαση, με την οποία ζήτησε να αναγνωρισθεί η κυριότητάς της στο ανωτέρω ακίνητο των 251,2 τ.μ. Το Πολυμελές Πρωτοδικείο Ηρακλείου, ενώπιον του οποίου ασκήθηκε η αγωγή και η κύρια παρέμβαση, με την 219/2009 απόφασή του απέρριψε ως μη νόμιμη την κύρια παρέμβαση και διέταξε τεχνική πραγματογνωμοσύνη προκειμένου διαπιστωθεί, αν τα δύο επίδικα ακίνητα περιλαμβάνονται στους τίτλους κυριότητας που επικαλέστηκαν οι ενάγουσες. Μετά τη διεξαγωγή της πραγματογνωμοσύνης εκδόθηκε η 334/2012 απόφαση του ανωτέρω πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με την οποία έγινε δεκτή η αγωγή και ειδικότερα, α) αναγνωρίστηκαν οι ενάγουσες συγκύριες κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου η κάθε μία του πρώτου επιδίκου ακινήτου, εμβαδού, όμως, 1.145,80 τ.μ. και υποχρεώθηκε το εναγόμενο να τους το αποδώσει κατά το ανωτέρω ποσοστό και β) υποχρεώθηκε το εναγόμενο να αποδώσει στις ενάγουσες κατά το ίδιο ποσοστό το δεύτερο επίδικο ακίνητο εμβαδού 251,2 τ.μ., ενώ καταδικάστηκε το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο στη δικαστική δαπάνη των εναγουσών, που ορίστηκε στο ποσό των 1.500 ευρώ. Κατά της οριστικής αυτής απόφασης, το εναγόμενο-αναιρεσείον άσκησε την από 8-1-2013 έφεση, την οποία έστρεψε τόσο κατά των εναγουσών, όσο και κατά της ως άνω κυρίως παρεμβαίνουσας ανώνυμης εταιρείας και το Τριμελές Εφετείο Ανατολικής Κρήτης με την αναιρεσιβαλλόμενη και πιο πάνω αναφερόμενη 129/2017 τελεσίδικη απόφασή του, απέρριψε την έφεση ως απαράδεκτη ως προς την τρίτη εφεσίβλητη ανώνυμη εταιρεία, λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος του εκκαλούντος, δέχθηκε την έφεση ως προς τις δύο πρώτες εφεσίβλητες, ήδη αναιρεσίβλητες και εξαφάνισε την εκκληθείσα απόφαση μόνο ως προς τη διάταξή της περί δικαστικής δαπάνης, επικυρώνοντας κατά τα λοιπά την οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ενώ συμψήφισε τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 3 και 566 παρ. 1 ΚΠολΔ). Είναι κατά συνέπεια παραδεκτή (άρθρ. 577 παρ. 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρ. 577 παρ. 3 ΚΠολΔ).
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 966-968 και 971 ΑΚ προκύπτει ότι τα κοινόχρηστα πράγματα, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι οδοί, εφόσον δεν ανήκουν σε δήμο ή κοινότητα, ή ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, ανήκουν στο Δημόσιο, είναι δε πράγματα εκτός συναλλαγής. Όσον αφορά δε ειδικότερα τις οδούς, αποκτούν την ιδιότητα του κοινοχρήστου και εκτός συναλλαγής πράγματος, α) με πράξη της διοίκησης για ρυμοτομία και τη συντέλεσή της σύμφωνα με τους νόμους περί σχεδίων πόλεων και αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, β) με τη βούληση του ιδιοκτήτη που θέτει στην κοινή χρήση συγκεκριμένο ακίνητο, είτε με νομότυπη δικαιοπραξία (διαθήκη ή δωρεά υπό τρόπο) κατά τις διατάξεις των άρθρων 1715, 2015 και 503 ΑΚ, είτε με παραίτηση από την κυριότητα, που πρέπει να περιβληθεί τον συμβολαιογραφικό τύπο και να μεταγραφεί κατά τα άρθρα 369 και 1192 εδ. 1 ΑΚ και γ) με την από το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο (ν. 3 Πανδ. 43. 7, ν. 2 παρ. 8 Πανδ. 39.3, ν. 28 Πανδ. 22. 3) προβλεπόμενη αμνημονεύτου χρόνου αρχαιότητα, σύμφωνα με την οποία η χρήση του πράγματος από κοινότητα ή δήμο ή από τους δημότες τους μπορούσε να προσδώσει σε ακίνητο την ιδιότητα του κοινοχρήστου, εφόσον η αρχαιότητα στην ως άνω χρήση υπήρξε συνεχής επί δύο γενεές, η καθεμιά των οποίων εκτείνεται σε σαράντα έτη και είχε συμπληρωθεί πριν από την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα, ήτοι την 23-2-1946, ενόψει του ότι ο Κώδικας αυτός δεν αναγνωρίζει τον θεσμό της αμνημονεύτου χρόνου αρχαιότητας. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι εκείνος που ισχυρίζεται ότι κάποιο ακίνητο ή οδός είναι κοινόχρηστος χώρος και εξ αυτού η κυριότητά του έχει προσπορισθεί στον οικείο ΟΤΑ ή στο Δημόσιο, πρέπει, για το ορισμένο του ισχυρισμού του, να καθορίσει τον νόμιμο τρόπο με τον οποίο αποκτήθηκε η ιδιότητα της κοινοχρησίας, προσδιορίζοντας όλα τα πραγματικά περιστατικά που είναι απαραίτητα κατά νόμο για την εφαρμογή καθενός εκ των προαναφερομένων τρόπων που προεκτέθηκαν για τη θεμελίωσή της (ΑΠ 851/2021, ΑΠ 447/2021, ΑΠ 175/2020, ΑΠ 336/2019). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης, αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοστεί ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδή ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο προσέδωσε σ’ αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ’ αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης, που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (Ολ ΑΠ 1/2016). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης (άρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔ), το Εφετείο δέχτηκε κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του περί της ουσίας των πραγμάτων, ότι οι αναιρεσίβλητες κατέστησαν συγκύριες με παράγωγο τρόπο και συγκεκριμένα δυνάμει κληρονομικής διαδοχής από τους αναφερόμενους αληθείς κυρίους-δικαιοπαρόχους τους, απώτερους και απώτατους και σε ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου η κάθε μία, ενός ακινήτου εμβαδού τεσσάρων περίπου στρεμμάτων, που βρίσκεται στην κτηματική περιφέρεια … και ειδικότερα στη θέση “…” του … , εμφανιζόμενο με τα στοιχεία…, στο από … τοπογραφικό διάγραμμα των τοπογράφων μηχανικών Ε. Α. και Β. Β., το οποίο ενσωματώνεται στην αγωγή και το οποίο συνορεύει από βορά με την παραλιακή … σε πλευρές … μήκους 22,4 μ. και … μήκους 26,4 μ., από νότο σε πλευρά … μήκους 25 μ. με την οδό…, …. μήκους 11,4 μ. με την οδό … και … μήκους 20 μ. με την οδό… , από ανατολή σε πλευρά …. μήκους 74 μ. αρχικά με ρέμα…, ήδη …. και … μήκους 21 μ. με πρώην ρέμα … και από δύση σε πλευρά … μήκους 65 μ. με ιδιοκτησία Α. Σ.. Για τις ανωτέρω παραδοχές του Εφετείου ως προς τον τρόπο με τον οποίο οι αναιρεσίβλητες κατέστησαν συγκύριες του ανωτέρω ακινήτου δεν προβάλλεται λόγος αναίρεσης. Περαιτέρω, το Εφετείο δέχθηκε και τα ακόλουθα κατά το ενδιαφέρον, για την έρευνα του πρώτου αναιρετικού λόγου, μέρος της προσβαλλόμενης απόφασής του: “Εν τω μεταξύ, με τη με αριθμό 19738/ΠΕ/26-1-1987 απόφαση του Νομάρχη Ηρακλείου, που δημοσιεύθηκε νόμιμα (ΦΕΚ 135/15-2-1987 τ. Δ’), απαλλοτριώθηκε από τη νοτιοανατολική πλευρά του ως άνω ακινήτου και δεύτερο τμήμα επιφάνειας 118 τ.μ. και μετά από νεώτερη καταμέτρηση 112,20 τ.μ., που απεικονίζεται στο τοπογραφικό διάγραμμα των πραγματογνωμόνων με τα στοιχεία … και καταβλήθηκε η νόμιμη αποζημίωση στους δικαιοπαρόχους των εναγουσών. Εξάλλου, προγενέστερα, με τη με αριθμό 3624/1972 απόφαση του Νομάρχη Ηρακλείου, που δημοσιεύθηκε νόμιμα, καθορίστηκε διοικητικά η γραμμή του αιγιαλού, περιλαμβάνοντας σε αυτός εδαφικό τμήμα του ως άνω ακινήτου των εναγουσών. Οι τελευταίες, για την προστασία της ιδιοκτησίας τους, άσκησαν κατά του νυν εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου τη με αριθμό 7134/ΤΟ/1066/1991 αγωγή τους και επ’ αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 453/1998 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου, που κατέστη τελεσίδικη με τη με αριθμό 799/1999 απόφαση του Εφετείου Κρήτης και αμετάκλητη με τη με αριθμό 1522/2002 απόφαση του Αρείου Πάγου, με την οποία κρίθηκε, με δύναμη δεδικασμένου, ότι από το ως άνω μείζον ακίνητο, τμήμα του οποίου απεικονίζεται στο από 15-6-1995 ως άνω τοπογραφικό διάγραμμα με τα στοιχεία …, εκτάσεως 2.047 τ.μ. (το οποίο δεν είναι σήμερα επίδικο) ανήκει στη συγκυριότητα των εναγουσών και δεν αποτελεί αιγιαλό. Κατά τη διάρκεια όμως της δικαστικής εκείνης διαμάχης, το Ελληνικό Δημόσιο κατέλαβε έκταση εμβαδού 251,2 τ.μ., που απεικονίζεται με τα στοιχεία … στο ίδιο τοπογραφικό διάγραμμα και είναι σήμερα επίδικη έκταση, η οποία συνορεύει από βορά σε πλευρά … μήκους 26,4 μ. με … …, από ανατολή σε πλευρά … μήκους 1,6 μ. και … μήκους 24,8 μ. με επαρχιακή οδό … και από νοτιοδυτικά σε πλευρά … μήκους 22 μ. με υπόλοιπο ακίνητο εναγουσών. Η εν λόγω έκταση, όμως, όπως και το ίδιο άλλωστε το εναγόμενο συνομολογεί, αποτελεί τμήμα της κατά τα προεκτεθέντα δικαστικά αμετακλήτως αναγνωρισθείσας ιδιοκτησίας των εναγουσών και το εναγόμενο επ’ αυτής κατασκεύασε την παραλιακή οδό … χωρίς δικαίωμα, αφού δεν προέβη σε απαλλοτρίωση και καταβολή αποζημίωσης, ώστε δεν απέκτησε ουδέποτε την κυριότητά της, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται και έτσι απέβαλε παράνομα τις ενάγουσες από το ανωτέρω τμήμα του ακινήτου τους και πρέπει να τους το αποδώσει κατά το λόγο της μερίδας τους. Περαιτέρω, το εναγόμενο παράνομα και αυθαίρετα κατέλαβε τμήμα του με τα στοιχεία … προαναφερθέντος μείζονος ακινήτου των εναγουσών, εκτάσεως κατά την αγωγή 1.188,1 τ.μ., αλλά στην πραγματικότητα, σύμφωνα με τις μετρήσεις των ορισθέντων πραγματογνωμόνων, 1.145,80 τ.μ., το οποίο απεικονίζεται στο ως άνω τοπογραφικό διάγραμμα με τα στοιχεία … και συνορεύει από βορά με παραλιακή οδό … στο σημείο Α1, από ανατολή εν μέρει με επαρχιακή οδό … σε πλευρά … μήκους 74 μ. και εν μέρει με ρέμα … σε πλευρά … μήκους 21 μ., από νότο σε τεθλασμένη γραμμή εν μέρει με ιδιοκτησία εναγομένου σε πλευρά … μήκους 10 μ., με την οδό … σε πλευρά … μήκους 3,4 μ., με την επαρχιακή οδό … σε πλευρά … μήκους 20 μ. και από δύση σε τεθλασμένη γραμμή εν μέρει με το υπόλοιπο ακίνητο των εναγουσών σε πλευρά … μήκους 82 μ. και … μήκους 2,6 μ. και εν μέρει με ιδιοκτησία εναγομένου σε πλευρά … μήκους 12 μ. και κατασκεύασε επ’ αυτού την επαρχιακή οδό … “. Με βάση τις παραδοχές αυτές απέρριψε τους σχετικούς λόγους της έφεσης του αναιρεσείοντος και επικύρωσε την απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που είχε εκφέρει όμοια κρίση. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι όπως έκρινε το Εφετείο ορθώς ερμήνευσε με τη μη εφαρμογή τους τις διατάξεις των άρθρων 967 και 968 ΑΚ. Και τούτο διότι, το Εφετείο δέχθηκε μεν ότι το αναιρεσείον κατέλαβε τα δύο επίδικα τμήματα εμβαδού 251,2 τ.μ. και 1.145,80 τ.μ., που ανήκαν στη συγκυριότητα των αναιρεσιβλήτων ως μέρη μεγαλυτέρου ακινήτου τους και κατασκεύασε επ’ αυτών, στο μεν πρώτο την παραλιακή οδό … , στο δε δεύτερο την επαρχιακή οδό … , αυτό όμως δεν σημαίνει ότι με την κατάληψη αυτή τα επίδικα αυτά τμήματα αποτελούν πλέον τμήματα δημοσίων οδών και ως τέτοια αποτελούν κοινόχρηστα πράγματα ανήκοντα στο Δημόσιο, δεδομένου ότι η κατάληψη αυτή από το τελευταίο έγινε, όπως δέχεται το Εφετείο, αυθαίρετα και χωρίς προηγούμενη απαλλοτρίωση των επιδίκων αυτών τμημάτων και την καταβολή αποζημίωσης στις αναιρεσίβλητες, ώστε τα τμήματα αυτά να αποκτήσουν, ως τμήματα δημοσίων οδών, τον κοινόχρηστο χαρακτήρα τους, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στην προεκτεθείσα μείζονα σκέψη. Επομένως, όσα αντίθετα υποστηρίζει το αναιρεσείον με τον πρώτο λόγο αναίρεσης από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ και κατ’ εκτίμηση του περιεχομένου του, περί παράβασης των άρθρων 967 και 968 ΑΚ, είναι αβάσιμα. Κατά τη διάταξη του αριθμού 8 περ. β’ του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης και όταν το δικαστήριο, παρά το νόμο, δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ο λόγος αυτός δεν ιδρύεται, αν το δικαστήριο που δίκασε έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό που προτάθηκε και τον απέρριψε για οποιονδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό (ΑΠ 1293/2017, ΑΠ 250/2014), ή τον απέρριψε σιωπηρά, γεγονός που συμβαίνει και όταν η απόφαση περιέχει παραδοχές αντίθετες με τον ισχυρισμό (Ολ ΑΠ 11/1996, ΑΠ 684/2019, ΑΠ 1650/2018). Πράγματα, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, θεωρούνται οι αυτοτελείς ισχυρισμοί, που θεμελιώνουν, καταλύουν ή παρακωλύουν το δικαίωμα που αξιώνεται με την αγωγή, την ανταγωγή, την ένσταση, την αντένσταση ή λόγο έφεσης, όχι, όμως, και οι μη νόμιμοι, απαράδεκτοι, αόριστοι και αλυσιτελείς ισχυρισμοί και επομένως επουσιώδεις, οι οποίοι δεν ασκούν επίδραση στην έκβαση της δίκης και στους οποίους το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει (Ολ ΑΠ 2/2001, ΑΠ 109/2019, ΑΠ 989/2018). Στην προκειμένη περίπτωση, το αναιρεσείον διατείνεται με το δεύτερο λόγο της αίτησης αναίρεσης ότι με τις ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατατεθείσες προτάσεις του, αλλά και με λόγο έφεσης κατά της πρωτόδικης απόφασης, προέβαλε τον ουσιώδη για την έκβαση της δίκης ισχυρισμό ότι τα επίδικα ακίνητα συνιστούν κοινόχρηστα πράγματα, λόγω του ότι αποτελούν τμήματα δημοσίων οδών και ότι επομένως δεν είναι δυνατή η απόδοσή τους στις αναιρεσίβλητες. Επιπλέον ισχυρίζεται ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του τον αυτοτελή αυτό ισχυρισμό και απέρριψε το σχετικό λόγο της έφεσής του, με αποτέλεσμα να υποπέσει στην πλημμέλεια της παράβασης του άρθρου 559 αρ. 8 β’ ΚΠολΔ. Ωστόσο, ο ανωτέρω αυτοτελής ισχυρισμός ήταν αόριστος, δεδομένου ότι το αναιρεσείον δεν ισχυρίστηκε ότι τα επίδικα ακίνητα, ως αποτελούντα τμήματα δημοσίων οδών, κατέστησαν κοινόχρηστα με έναν από τους αναφερόμενους στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης νόμιμους τρόπους, εκθέτοντας τα αναγκαία για την κάθε περίπτωση πραγματικά περιστατικά. Επομένως, το Εφετείο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει στον ισχυρισμό αυτό, ο οποίος, ως αόριστος, ήταν επουσιώδης για την έκβαση της δίκης. Σε κάθε δε περίπτωση, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό αυτό και τον απέρριψε σιωπηρά, με την παραδοχή ως αποδειχθέντων γεγονότων αντίθετων προς αυτά που τον συγκροτούν, καθώς δέχθηκε, όπως προκύπτει από τις ανωτέρω εκτιθέμενες παραδοχές του, ότι το αναιρεσείον κατέλαβε τα επίδικα τμήματα και κατασκεύασε επ’ αυτών τους αναφερόμενους δημόσιους δρόμους, χωρίς προηγούμενη απαλλοτρίωση των τμημάτων αυτών και την καταβολή αποζημίωσης στις αναιρεσίβλητες. Επομένως, ο δεύτερος λόγος αναίρεσης είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος. Κατά συνέπεια, και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί και να καταδικαστεί το αναιρεσείον, λόγω της ήττας του, στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων (άρθρ. 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), τα οποία όμως θα καταλογιστούν μειωμένα κατά το άρθρο 22 παρ. 1 του Ν. 3693/1957, σε συνδυασμό με την 134423/1992 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β’ 11/20-1-1993), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 5-10-2018 αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου για αναίρεση της 129/2017 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Ανατολικής Κρήτης.
Καταδικάζει το αναιρεσείον στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, που ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 6 Δεκεμβρίου 2022.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 16 Ιανουαρίου 2023.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

google newsΑκολουθήστε μας και στο Google news. Διαβάστε μας για να ενημερώνεστε για όλα τα νέα, από την Ελλάδα και τον κόσμο, πατήστε το καμπανάκι για να ενημερώνεστε πρώτοι έγκαιρα και έγκυρα.

πηγή

Σχετικές αναρτήσεις

ΣΟΣ για τους κοραλλιογενείς υφάλους.

e-enimerosi

Στην 6η θέση στην Ευρώπη με την μεγαλύτερη ατμοσφαιρική ρύπανση η Ελλάδα!

e-enimerosi

Ευρωκοινοβούλιο: Αλλάζουν τα πάντα στα κτίρια εντός ΕΕ.

e-enimerosi