Ειδήσεις και Νέα

Ψηλά τις καρδιές… και ψηλά τις σημαίες!

Τα ποιήματα που απαγγέλλαμε σαν παιδιά, τα γράμματα των στρατιωτών μας στις οικογένειες τους, ο ρόλος των γυναικών και των παιδιών, η λέξη που λέμε διαχρονικά ΌΧΙ, αυτά θα δούμε στο σημερινό μας άρθρο. Περηφάνια και ανάταση.

Τέτοιες μέρες πάνω-κάτω, στο τελείωμα του Οκτώβρη που κυοφορείται η μεγάλη εθνική μας γιορτή, μου έρχεται στο μυαλό ασυναίσθητα μια μέρα των μαθητικών μου χρόνων η οποία θα μου μείνει αξέχαστη, γιατί έδωσε πνοή και υπόσταση στην εθνική μου συνείδηση, που βρισκόταν στα σπάργανα ακόμη.

   Είχαμε έκθεση, θυμάμαι, και η καθηγήτριά μας, υπέρμαχος της δημοτικής σε εποχή καθαρεύουσας, ανέπτυσσε με την κοντράλτα φωνή της τα διέξοδα που δίνει η ζωή στις ανεκπλήρωτες επιθυμίες μας.

   Κάποια στιγμή διέκοψε απότομα την αφήγησή της και, σαν να ήθελε να οπτικοποιήσει την εικόνα των ιδεών της, γύρισε κι έγραψε στον πίνακα το ποίημα ενός αγνώστου σ’ εμάς ποιητή, του Κωνσταντίνου Καβάφη:

ΙΘΑΚΗ

Σὰ βγεῖς στὸν πηγαιμὸ γιὰ τὴν Ἰθάκη,
νὰ εὔχεσαι νἆναι μακρὺς ὁ δρόμος,
γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.
………………………………………………………
Πάντα στὸ νοῦ σου νἄχῃς τὴν Ἰθάκη.
Τὸ φθάσιμον ἐκεῖ εἶν᾿ ὁ προορισμός σου.

Ἀλλὰ μὴ βιάζῃς τὸ ταξείδι διόλου.
Καλλίτερα χρόνια πολλὰ νὰ διαρκέσει.
………………………………………………………..
Ἡ Ἰθάκη σ᾿ ἔδωσε τ᾿ ὡραῖο ταξίδι.
Χωρὶς αὐτὴν δὲν θἄβγαινες στὸν δρόμο.
Ἄλλα δὲν ἔχει νὰ σὲ δώσει πιά.

Κι ἂν πτωχικὴ τὴν βρῇς, ἡ Ἰθάκη δὲν σὲ γέλασε.
Ἔτσι σοφὸς ποὺ ἔγινες, μὲ τόση πείρα,
ἤδη θὰ τὸ κατάλαβες ᾑ Ἰθάκες τί σημαίνουν.

Το λάτρεψα απ’ τον τίτλο και μόνο, πριν καν ακούσω την ανάλυσή της, γιατί με πήρε και με ταξίδεψε στην περιπετειώδη διαδρομή του βασιλιά της Ιθάκης Οδυσσέα, που – σπρωγμένος απ’ την λαχτάρα να φτάσει στον πατρογονικό του παράδεισο, το νησί του – πέρασε αψήφιστα τα εμπόδια και τους πειρασμούς που βρήκε μπροστά του.

– Αυτή είναι η διέξοδος, ο στόχος ζωής που θα βάζετε, η ”Ιθάκη” σας!.., ακούστηκε κάποια στιγμή παλλόμενη η φωνή της καθηγήτριάς μας. Είναι το σύμβολο του πεπρωμένου του κάθε ταξιδιώτη που την ονειρεύεται και για να φτάσει σ’ αυτήν πρέπει προηγουμένως να γευτεί την ευχαρίστηση και την γνώση που του προσφέρει η διαδρομή ως την κορυφή της… Μικρή σημασία έχει αν, όταν φτάσει εκεί, την βρει φτωχότερη από εκείνην που είχε πλάσει μες στο μυαλό του. Γιατί, έτσι κι αλλιώς, θα του φανεί πολύτιμη σαν κίνητρο όλου του ταξιδιού της επιστροφής του!..

– Και γιατί λέει ο ποιητής ότι είναι πολλές ”η Ιθάκες” στον τελευταίο στίχο, με το άρθρο στον ενικό; πετάχτηκε θαρρετά μια ξανθομάλλα απ’ το τρίτο θρανίο.

– Γιατί το ένα σηματοδοτεί τα πολλά. Δεν είναι ένας ο τόπος, στην ουσία, αλλά πολλοί αυτοί που έχουν τη δύναμη να προσελκύσουν τον ταξιδιώτη, για να πραγματώσει το πεπρωμένο του. Είναι πολλοί οι στόχοι που μπορεί να βάλει στη ζωή του. Όταν πετύχει τον έναν, συνεχίζει την πορεία προς έναν υψηλότερο στόχο… ”Η Ιθάκες” τού δίνουν το κίνητρο για να μπορέσει να ανταπεξέλθει στις ανάγκες της ζωής του και στα υψηλά οράματα που θέτει…, της απάντησε η καθηγήτρια με κουρασμένη φωνή και γύρισε να καθίσει στην έδρα, όταν την πρόλαβε μια απορία μαθήτριας, που μας ξάφνιασε στην κυριολεξία.

– Κι αν όλοι οι ταξιδιώτες μαζί βάλουν για στόχο την ίδια ”Ιθάκη”, τι μέλλει γενέσθαι, τελικά; ρώτησε προβληματισμένη.

– Ωωω!.., αναφώνησε σαστισμένη η καθηγήτρια μπλέκοντας και ξεμπλέκοντας τα δάχτυλά της από αμηχανία.

Έγινε ολιγόλεπτη σιωπή. Μα γρήγορα εκείνη, βλέποντας τα μάτια των κοριτσιών να είναι καρφωμένα επάνω της, έδωσε την απάντησή της.

– Αν συμβεί αυτό, ο στόχος θα είναι ευκολότερος – πιστεύω – χάρη στη σύμπνοια που θα υπάρχει…, γιατί όπως είπαμε επανειλημμένα…

– Εν τη ενώσει η ισχύς, φώναξαν χορωδιακά όλες μαζί, σαν να ήταν συνεννοημένες,

– Αυτό ακριβώς, είπε χαμογελώντας η καθηγήτρια και το πιο τρανταχτό παράδειγμα γι’ αυτό που λέτε είναι η γιορτή που θα γιορτάσουμε σε λίγες μέρες, στις 28 Οκτωβρίου!..

   Από εκείνην τη στιγμή κι ύστερα, η συζήτηση για την ”Ιθάκη” πέρασε σε δεύτερο πλάνο δίνοντας τη σκυτάλη της σπίθας της στην εθνική επέτειο που πλησίαζε εν χορδαίς και οργάνοις… Ο συνειρμός επιτεύχθηκε με τον πιο φυσικό τρόπο. Η ομόθυμη στόχευση των Ελλήνων στην υψηλότερη κορυφή, όπου τους περίμενε η Νίκη, έφερε το Αλβανικό Έπος, τη δόξα του ’40…

   Έγινε ξαφνικά ησυχία. Ύστερα πήρε πάλι τον λόγο η καθηγήτρια κι άρχισε να αφηγείται συγκινημένη τα αξέχαστα γεγονότα εκείνης της εποχής, χωρίς να μπορεί να κρύψει τον τόνο της περηφάνιας στην αλλοιωμένη φωνή της. Όταν τελείωσε την αναδρομή, σηκώθηκε μηχανικά απ’ την έδρα της, Το βλέμμα της μόλις που άγγιξε τα μαλλιά των κοριτσιών κι έμεινε εκεί για πολλή ώρα.

– Ήταν η ανδρεία τους καταπληκτική και η αντίστασή τους καταπληκτικότερη…, είπε με βραχνιασμένη φωνή. Ήταν άνθρωποι με ψυχή, με φωτισμένη και γυμνασμένη φιλοπατρία, με πρωτόγνωρο ηρωισμό και διάθεση αυτοθυσίας!.. Κι όμως, όταν ξεκίνησαν να πολεμήσουν τον Ιταλό εισβολέα, οι πιο πολλοί απ’ αυτούς ήταν απλοί, καθημερινοί άνθρωποι, ασήμαντοι και ταπεινοί, νοικοκυραίοι της διπλανής πόρτας, βοσκοί, ψαράδες, αγρότες, τεχνίτες, που έγιναν ένα με τους πλούσιους, τους πολέμαρχους, τους ‘οδηγούς’ και τους μορφωμένους..

 › Αααχ!.. Ο λαός μας ανέβηκε τότε την πιο ψηλή κορφή της ζωής του, παιδιά, για να βρει την ”Ιθάκη”, την ελευθερία του! Δοκιμάστηκε κυριολεκτικά ”εν πυρί, ως χρυσός εν χωνευτηρίω” και άντεξε χάρη στους ηρωικούς νεκρούς του, που τον κράτησαν ενωμένο μέχρι το τέλος… Ας είναι ήσυχες οι ψυχές τους στην αθανασία και μακάρια τα οστά τους όπου αναπαύονται…, κατέληξε συγκινημένη.

– Ήταν κι ο παππούς μου ανάμεσά τους, κυρία!.. Έπεσε πολεμώντας στο Πόγραδετς, πετάχτηκε μια μαθήτρια απ’ τα πίσω θρανία σπάζοντας τον μονόλογο από καθέδρας και την ίδια στιγμή βρήκαν την ευκαιρία να πάρουν το λόγο και άλλες.
Η καθηγήτρια χαμογέλασε απαλά και, κουνώντας το κεφάλι με κατανόηση, τις άφησε να ξεσπάσουν τον ενθουσιασμό τους.

– Εμένα πολέμησε στους Αγίους Σαράντα και στην Πρεμετή!.., είπε με περηφάνια η διπλανή της.

– Ο δικός μου στην Μόροβα και την Κορυτσά!..

– Ο δικός μου πολέμησε στην Χειμάρρα κι ένα χρόνο αργότερα στο ύψωμα 731 με τον Ταγματάρχη Κασλά!..

– Ο αδελφός της γιαγιάς μου ήτανε κελευστής στην φρεγάτα ”Έλλη”, που βυθίστηκε στο λιμάνι της Τήνου, πριν ξεκινήσει ο πόλεμος με τους Ιταλούς!..

– Κι ο θείος της μάνας μου υπηρετούσε στο ”Λάμπρος Κατσώνης”!.. Από ‘κει τον έστειλαν στον ”Πρωτέα” λίγες μέρες πριν τον βυθίσουνε…

– Παα!.. Ήταν πολύ άτυχος, τότε, γιατί ο ”Πρωτέας” – απ’ ό,τι ξέρω, ακολούθησε γρήγορα τον ‘Κατσώνη’ στην μοίρα του, βομβαρδισμένος απ’ τα ιταλικά αεροπλάνα…, παρενέβη με δραματικό τόνο η καθηγήτρια.

– Ο αδελφός του παππού μου, κυρία, ήταν αξιωματικός στον ‘Νηρέα’ κι ύστερα στον ‘Παπανικολή’, που βούλιαξε πολλά δικά τους καταδρομικά και υποβρύχια!.., είπε με καμάρι μια καινουργιοφερμένη στην τάξη.

– Σσσ… σσσ… ! Ησυχάστε, τώρα !.., Ησυχάστε!.., έκανε κουρασμένη η καθηγήτρια βλέποντάς τες να φλυαρούν αναστατωμένες.
Έγινε λίγων λεπτών σιγή σε ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα. Η φιλόλογος γύρισε στην έδρα της ρίχνοντας φευγαλέα ματιά στο ρολόι του τοίχου, που κρεμόταν πάνω απ’ τον πίνακα.

   Απ’ την ψηλή καρέκλα της έφερε ένα γύρο στην τάξη, που μπλέβιζε απ’ τις μαθητικές ποδιές των κοριτσιών. Τα μάτια τους άστραφταν από έξαψη και τα μάγουλά τους ήταν αναψοκοκκινισμένα. Η καθηγήτρια έβγαλε έναν μικρό αναστεναγμό και τις χάιδεψε στοργικά με το βλέμμα της.

   Στη σκέψη της ήρθε ασυναίσθητα ένα απόσπασμα που τη συγκίνησε απ’ το χρονικό της Κατίνας Παπά, που διάβασε τελευταία:

”… Ο καλός εκπαιδευτικός πρέπει να είναι ένας φυσικός και ανυπόκριτος άνθρωπος… Να φέρεται στα παιδιά όπως θα φερόταν και στα δικά του, αν είχε, ή στους καλύτερους φίλους του: με στοργή, με καλοσύνη, με ευγένεια. Τότε γίνονται αμέσως και τα παιδιά καλά και ευγενικά και αφήνονται στα χέρια του έτσι όπως αφήνονται και στα χέρια της μητέρας τους ή της μεγαλύτερης αδελφής τους…”

   Ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο άνθισε στα χείλη της στη σκέψη αυτή. Πήρε το μητρικό της βλέμμα απ’ τις μαθήτριες και το περιέφερε στις γιορτινές αφίσες που στόλιζαν τους τέσσερις τοίχους. Ύστερα, με τόνο θριαμβικό που δονούνταν από περηφάνια, άρχισε πάλι να μιλά για τους ήρωες του ’40 και εκείνους που ύψωσαν το ανάστημά τους στους Γερμανούς κατακτητές ένα χρόνο αργότερα…

 – Μετά το ‘ΟΧΙ’ του Μεταξά στον θρασύδειλο Μουσολίνι, είχαν αποφασίσει όλοι να μη γυρίσουν πίσω στην πατρίδα τους, αν δεν έριχναν τον εχθρό στη θάλασσα…, είπε κάποια στιγμή με λυγισμένη φωνή και συνέχισε.

 › Αυτή η αδάμαστη θέλησή τους για νίκη ήταν το μυστικό της επιτυχίας τους, το μυστικό του ηρωισμού τους. Ήταν το φυτίλι που άναψε, για να ολοκληρωθεί η θυσία τους το 1941 με την Αντίστασή τους στην γερμανική Κατοχή, που σημάδεψε τους Έλληνες και την Ελλάδα…

› Για χάρη αυτής τσακίστηκαν χέρια, πελεκίστηκαν πόδια, μάτωσαν κορμιά και ψυχές, πέθαναν απ’ την πείνα μικροί και μεγάλοι, γίναν χαλάσματα οι περιουσίες τους, ανασκάφτηκαν χωριά, κουρσεύτηκαν αγαθά, ρημάχτηκαν σπίτια, μετατράπηκε όλη η χώρα σε ερείπια πάνω από αμέτρητους τάφους…

› Έτσι πέτυχε η Ελλάδα τον άθλο της! Μ’ ένα μεγάλο ”ΝΑΙ” στο κάλεσμα της πατρίδας κι ένα μεγάλο ‘ΟΧΙ’ στον φασισμό, που μας χτύπησε την πόρτα ξεδιάντροπα, για να μας κατακτήσει. Έτσι έφτασε μ’ αναμμένο πυρσό στην Ανάσταση μεθυσμένη απ’ τον ηρωισμό των παιδιών της, που τραγουδούσαν θαρρετά τη ζωή ακόμα κι όταν χόρευαν τον χορό του θανάτου μαζί της…
Σταμάτησε ν’ ανασάνει απ’ τη συγκίνηση. Ύστερα, μ’ έναν αναστεναγμό, έβγαλε από την τσάντα της ένα κομμάτι χαρτί, για να μας διαβάσει. Αργότερα θα μάθαινα από την ίδια πως ήταν το τέλος ενός αφιερώματος του Στρατή Μυριβήλη για το πνεύμα της εθνικής επετείου, σε έκδοση της ”Εργατικής Εστίας”.

   Από εκεί το πήρα κι εγώ και καταγράφω τα σημαντικότερα προσαρμόζοντας μόνο τους τόνους και την ορθογραφία του στη σύγχρονη έκφανση της Γραμματικής μας:

  ”… Όσο ζει η Φυλή αυτή, η 28η του Οχτώβρη θα καίγει μέσα της άσβηστη φλόγα. Και σαν ξανάρθουν τα δίσεχτα χρόνια και ο άνθρωπος κινδυνέψει ακόμα μια φορά να χάσει την αξιοπρέπειά του, η ελληνική φωτιά, που δεν σβήνει κάτω από τη στάχτη του χρόνου, θα περιμένει πάλι την ώρα της για να φωτίσει την έντρομη πανανθρώπινη ψυχή στο δρόμο της αρετής και της λευτεριάς, στο δρόμο της περηφάνιας, στης τιμής το δρόμο…

› … Σαν Φυλή σταθήκαμε άξιοι της ιστορίας μας. Τώρα είναι το χρέος μας σαν άτομα να σταθούμε άξιοι της Φυλής μας. Ψηλά τις καρδιές οι Πανέλληνες. Και ψηλά τις Σημαίες!..”

Οι μαθήτριες σηκώθηκαν όρθιες χειροκροτώντας τον καταπληκτικό επίλογο, μα το χειροκρότημά τους χάθηκε μέσα στο θορυβώδες κουδούνισμα του επιστάτη, που αντηχούσε παρατεταμένα. Η πόρτα άνοιξε στο δευτερόλεπτο και ξεχύθηκαν όλες έξω για το μεγάλο τους διάλειμμα…

Κρινιώ Καλογερίδου (Βούλα Ηλιάδου, συγγραφέας)

Γράμματα από το Μέτωπο: Να εύχεσθε να νικήση ο στρατός μας παρά να σωθώ εγώ

Ο  ενθουσιασμός από τις νικηφόρες μάχες στον ελληνοϊταλικό πόλεμο, η πίστη στην τελική νίκη, η εμψύχωση των συγγενών που αγωνιούν, οι περιγραφές από το μέτωπο του πολέμου, αλλά και τα νοσοκομεία, κυριαρχούν στα γράμματα που έστελναν οι αχαιοί στρατιώτες στις οικογένειές τους, στα τέλη του 1940.

Έλληνες στρατιώτες το 1940. Φωτογραφία via ΑΠΕ-ΜΠΕ

Όμως, εκτός από τα γράμματα των στρατιωτών, υπάρχει και ένα γράμμα πατέρα προς τον στρατευμένο γιό του, που τον ενημερώνει ότι ο αδελφός του σκοτώθηκε και του ζητά να μην στεναχωρηθεί, αλλά να παραμείνει ψύχραιμος και πιστός στην πατρίδα.

Αποσπάσματα από τα γράμματα αυτά, που παρουσιάζει σήμερα το Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, δημοσιεύθηκαν στην εφημερίδα «Νεολόγος» των Πατρών τον Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο του 1940.

Το αρχείο της εφημερίδας, που έχει ψηφιοποιηθεί, φυλάσσεται στο Μουσείο Τύπου της Ένωσης Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Πελοποννήσου Ηπείρου Νήσων, στην Πάτρα.

Να μην θλίβεσθε, να μην οδύρεσθε

Στις αρχές Νοεμβρίου του 1940, ο στρατιώτης Κυριάκος Μέξης, έστειλε από το μέτωπο γράμμα στους γονείς του λέγοντας χαρακτηριστικά ότι «πρέπει να το έχετε καύχημα όπου και τα δύο σας παιδιά πολεμούν αυτή τη στιγμή.»

«Σεβαστοί μου γονείς

Να μην θλίβεσθε που βρισκόμαστε σε πόλεμο, για την πατρίδα και για την τιμή μας και θα πολεμήσουμε μέχρι ενός και πρέπει να το έχετε καύχημα, όπου και τα δύο σας παιδιά πολεμούν αυτή τη στιγμή κατά του βαρβάρου επιδρομέος, όπου ηθέλησε να προσβάλη την τιμή και την ελευθερία της πατρίδας μας, για αυτό δεν πρέπει να οδύρεσθε.

Σκεφθήτε, αν πέσουν αυτοί οι βάρβαροι, τι αίσχος θα επικρατήση μέσα στην κοινωνία, τι την θέλουμε τη ζωή, είναι πλέον για μας άχρηστος και καλύτερα να πεθάνουμε όλοι μας, παρά να υποκύψωμεν εις την βίαν της βάρβαρης Ιταλικής φυλής, για αυτό θέλω να κάμετε χαλύβδινη καρδιά και να μην σας δειλιάζη ο πόλεμος, γιατί ή θα έχωμεν την ελευθερία ή θα γίνωμαι όλοι στάχτη.

Εμπρός λοιπόν όλοι μαζί να συντρίψουμε τους βαρβάρους επιδρομείς, όπου ηθέλησαν να μας υποδουλώσουν.

Ζήτω η Ελλάς με την αθάνατη ιστορία και με τους ατρόμητους λεβέντες.

Και εσύ πατέρα μην ξεχνάς ότι είμαστε απόγονοι ενός παλικαριού, όπου αγωνίσθηκε και έδωσεν όρκο πίστεως στην ηρωική Επανάστασι του 1821, για αυτό και εγώ ο Νίκος πρέπει να δειχθούμε αντάξιοι απόγονοί του. Αυτά έχω να σας γράψω σχετικώς και ο Θεός είναι μεγάλος.

Σας ασπάζομαι τη δεξιά και καλήν αντάμωση.

Ο υιός σας Κυριάκος Μέξης.»

Λίγες ημέρες αργότερα, ο στρατιώτης Σπήλιος Λάτσινος, έστειλε το ακόλουθο γράμμα προς την μητέρα του και τα αδέλφια του, όπου μεταξύ άλλων εκφράζει την αισιοδοξία του για την έκβαση του πολέμου.

Να εύχεσθε να νικήση ο στρατός μας παρά να σωθώ εγώ

«Αγαπημένη μου μητέρα και αγαπημένα μου αδέλφια.

…Όπως πάνε τα πράγματα φαίνονται καλά για το στρατό μας και θα το έχω μεγάλη χαρά μίας και μας εδόθη η τιμή να πάμε πρώτοι από το σύνταγμα μας να λάβουμε μέρος στα μάχας. Απευθύνομαι σε όλη μου την οικογένεια, δηλαδή σε ότι προσφιλές έχω σε αυτόν τον κόσμο, και θα σας παρακαλώ πάντα να εύχεστε περισσότερο στο Θεό να νικήση ο στρατός μας, παρά να σωθώ εγώ και να γίνουμε δούλοι τους δολοφόνους Ιταλούς.

Και τώρα, ιδιαιτέρως στα αδέρφια μου, που πρέπει να ξέρουν γιατί πήραμε το τουφέκι στον ώμο, η μητέρα μας ίσως να κλαίη που της έφυγε ένα της παιδί για σκότωμα δια την πατρίδα, πρέπει να δίνετε θάρρος και να της πήτε ότι θα γυρίσουμε με δάφνες από την Ήπειρο. Σεις ευτού είσθε παλ΄ στην φωτιά.

Σας στέλνω πολλά φιλιά και ευχηθήτε να είναι ο Θεός μαζί μας.»

Σας φιλώ, Σπήλιος Λάτσινος.»

Το αγαπημένο μας παιδί εσκοτώθηκε. Να μην στεναχωρηθής καθόλου. Σε φιλώ ο πατήρ σου

Στα τέλη του Νοεμβρίου, ο Αθ. Κουρούκλης, στέλνει το ακόλουθο γράμμα προς το γιό του, που υπηρετεί στο Ναυτικό και τον ενημερώνει ότι ο αδελφός σκοτώθηκε.

«Ανδρέα, είμαστε καλά. Το αγαπημένο μας παιδί, ο Χρήστος εσκοτώθηκε. Παιδί μου η μητέρα σου, σου δίνει την ευχή της να μη στεναχωρηθής καθόλου.

Στάσου πιστός στον όρκο της πατρίδας σου και να κάνης υπομονή.

Εγώ, αν και γέρος που είμαι, λάβε υπ΄ όψει σου ότι κάνω μεγάλη υπομονή, εσύ να είσαι καλά και ο Θεός θα μας βοηθήση….

Παιδί μου μείνε ψύχραιμος και πιστός εις την πατρίδα σου.

Σε φιλώ, ο πατήρ σου Αθ. Κουρούκλης.»

Λίγες εβδομάδες μετά, ο στρατιώτης Ν. Σακογιάννης, στέλνει από το στρατιωτικό νοσοκομείο γράμμα προς την οικογένειά του, καθησυχάζοντάς τους για την πορεία της υγείας του, ενώ ταυτόχρονα περιγράφει και τις μάχες που έδωσε.

 Η αγάπη προς την πατρίδα, η αγάπη προς το χωριό και η αγάπη προς το σπίτι μας, με έκαναν αφοσιωθώ δυνατά στο ντουφέκι

«Σεβαστοί μου γονείς και αδέλφια.

Προσπαθούσα πριν από ολίγον καιρό να σας γράψω λίγα λόγια από τον στρατιωτικόν μου βίο, μα δεν εύρισκα την ευκαιρία, γιατί γυρνούσα επάνω στα απόρθητα κεκαλυμμένα υπό χιόνος βουνά της Αλβανίας, εκεί που βροντούσε το κανόνι γερά για να κτυπήσει τον απαίσιον και ανήθικο επιδρομέα Ιταλόν.

Δεν σας είχα ξεχάσει, ούτε σας ξεχνώ. Καθημερινώς σας σκέπτουμαι και κάθε στιγμή ευχόμενος εις τον Ύψιστον να είστε καλά εις το σπίτι.

Αλλά γονείς μου, η αγάπη προς την πατρίδα, η αγάπη προς το χωριό και η αγάπη προς το σπίτι μας, με έκαναν αφοσιωθώ δυνατά στο ντουφέκι και να ορμήσω μετά των άλλων συνάδελφων μου, βαδίζοντες μέρες – νύχτες επάνω εις τα νεφώδη και χιονισμένα βουνά της Αλβανίας, εκπληρούντες τον στρατιωτικόν όρκον μέχρι τελευταίας ρανίδος του αίματός μας, υπερασπίζοντες την κινδυνεύουσαν πατρίδας μας, Ελλάδα.

Αλλά καθ΄ ήν στιγμήν βαδίζουμε είς τα καταληφθέντα υψώματα του 1.700 υπέστην πολεμικόν ατύχημα, βεβαίως όχι πολύ σοβαρό και τας πρώτας πρακτικάς βοήθειας, μου τας παρείχε ο συνάδελφός μου και πατριώτης Νίκος Κάτσανος, οδηγήσας με εις το σκεπασμένο από χιόνι αντίσκηνο.

Τον ευγνωμονώ και ευχαριστώ. Την επόμενη ημέρα ωδηγήθην εις το στρατιωτικόν νοσοκομείον όπου και νοσηλεύουμαι.

Με βοήθησε και με βοηθεί η ευχή σας προς τον Ύψιστον, καθώς και τον πλησίον μας Άγιον Νικολάον. Μην ανησυχήτε δι΄ εμέ. Περνώ καλά. Περιθάλπομαι παρά διακεκριμένων στρατιωτικών ιατρών, εν συνδυασμώ προς την στοργικήν περιποίηση των αδελφών νοσοκόμων.

Μέγας αριθμός κύριων και δίδων, μας επισκέπτονται καθημερινώς με διάφορα δώρα εις τας χείρας των και με δακρυσμένα τα μάτια των, με την ερώτηση που είμαστε πληγωμένοι και αν πονάμε.

Και πάλι σας επαναλαμβάνω να εύχεσθε εις τον Ύψιστον να βρεθούμε νικηταί και είθε να επανέλθωμεν εις την προτεραίαν μας θέση.»

Σας ασπάζομαι, υιός σας και αδελφός Νίκος.»

Το ίδιο χρονικό διάστημα, ο έφεδρος ανθυπολοχαγός, Γεώργιος Σπηλιωτακόπουλος, έστειλε το παρακάτω γράμμα στον πατέρα του και ζητά να μην στενοχωρηθούν αν μάθουν ότι σκοτώθηκε.

Εάν μάθετε ότι εσκοτώθηκα να χαίρεσθε και να γλεντάτε

«Σεβαστέ μου πατέρα, σας χαιρετώ.

Είμαι απολύτως καλά και να μην ανησυχήτε καθόλου. Αν καμμία ημέρα μάθετε ότι εσκοτώθηκα ή ετραυματίσθηκα, δεν θέλω να στεναχωρηθεήτε καθόλου παρά να χαίρεσθε και να γλεντάτε, διότι το παιδί σας έχυσε το αίμα του για την ελευθερία της πατρίδας.

Διότι σεβαστέ μου πατέρα δεν υπάρχει καλλίτερο πράγμα το να σκοτωθή κανείς για την πατρίδα, παρά να ζήση και να ήνε δούλος.

Σας χαιρετώ όλους

Το παιδί σας Γεώργιος Διαμ. Σπηλιωτακόπουλος

Έφεδρος ανθ/γός»

Μάθε λοιπόν ότι και ο αδερφός σου σε αυτή την πυροβολαρχία ανήκει

Ο στρατιώτης, Ν. Τριανταφυλλόπουλος, στο γράμμα που έστειλε προς την αδερφή του, Χαρά Βασιλοπούλου αφού εκφράζει την πεποίθηση ότι οι Ιταλοί θα πεταχτούν στη θάλασσα, προσθέτει:

«… Να βοηθήσετε όσο μπορείτε περισσότερο και να πλέξετε όσα μπορείτε περισσότερα. Εγώ έδωσα τις κουβέρτες μου περισευούμενες φανέλες και πουλόβερ…»

Ο υπαξιωματικός, Γιάννης Γκιόκας, με το γράμμα που έστειλε στην αδελφή του, Παρασκευή, την ενημερώνει ότι ανήκει σε μία πυροβολαρχία φάντασμα, που όπως λέει, είναι το φόβητρο του ιταλικού πυροβολικού.

«Αγαπητή μου Παρασκευή

Καθώς βλέπεις, με τη βοήθεια του Θεού προχωρούμε και πολύ γρήγορα οι μακαρονάδες θα κάνουν το χειμερινό λουτρό τους στην Αδριατική….

…Ασφαλώς θα διάβασες στις εφημερίδες για μία πυροβολαρχία, φάντασμα, το φόβητρο του ιταλικού πυροβολικού. Μάθε λοιπόν ότι και ο αδερφός σου σε αυτή την πυροβολαρχία ανήκει και ότι κάθε οβίδα που στέλνει, σκορπάει τον τρόμο στον εχθρό….

Σε φιλώ, ο αδερφός σου Γιάννης Γκιόκας.»

Ο ρόλος των γυναικών και των παιδιών στον πόλεμο του ’40

Η συμμετοχή των γυναικών αλλά και των παιδιών στον πόλεμο του ’40 ήταν ενεργός και δυναμική τόσο στη γραμμή της αντιπαράθεσης όσο και στα μετόπισθεν, εκεί όπου η ζωή συνεχιζόταν, εκεί όπου ήταν αναγκαίο το νήμα της καθημερινότητας να μη διακοπεί.

28η Οκτωβρίου: Ο ρόλος των γυναικών και των παιδιών στον πόλεμο του '40
Πηγή: Βούλα Θεοχάρη Παπαϊωάννου / Μουσείο Μπενάκη

Στα ιστορικά βιβλία, κυρίως αυτά που αφορούν μεγάλες πολεμικές συγκρούσεις όπως ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, διαβάζουμε συνήθως για τα «γυναικόπαιδα» ή στην καλύτερη περίπτωση για τους «αμάχους» (που είναι λίγο ευρύτερος όρος και περιλαμβάνει και τους ηλικιωμένους ή ανήμπορους να πολεμήσουν άντρες).

Αυτοί οι χαρακτηρισμοί που δεν έχουν φύλο και ηλικία, που παραπέμπουν σε μάζα, σε σύνολο ανθρώπων, συνήθως μνημονεύονται όταν ο ιστορικός πρόκειται να καταγράψει ανθρώπινες απώλειες, τα θύματα δηλαδή μιας μάχης που δεν ανήκουν στις στρατιωτικές δυνάμεις, τις οποίες κατά συντριπτική πλειοψηφία στις παλαιότερες εποχές στελέχωναν άντρες.

Τα «γυναικόπαιδα» αυτά συνήθως είναι ένας απλός αριθμός, που έχει προκύψει από κάποια πρόχειρη καταμέτρηση (καθώς είναι εξαιρετικά δύσκολο υπό συνθήκες πολέμου να μπορεί κανείς να δώσει απολύτως αξιόπιστα στατιστικά δεδομένα για τον άμαχο πληθυσμό, στο βαθμό που μπορεί να το κάνει για τους στρατιώτες). Τα «γυναικόπαιδα» δεν έχουν ταυτότητα, δεν έχουν βαθμό, είναι μια απροσδιόριστη μάζα, ένας αμφισβητούμενος αριθμός που συνήθως χρησιμοποιείται για να υπογραμμίσει τη σφοδρότητα μιας πολεμικής σύγκρουσης και την αγριότητα του πολέμου.
Αυτές οι χιλιάδες ανώνυμες γυναίκες, τα ανώνυμα παιδιά, τα πιο αθώα θύματα του πολέμου, δεν βρίσκουν ποτέ δικαίωση –είναι οι ανώνυμοι μάρτυρες του παραλογισμού κάθε πολέμου.

Δεν ήταν μόνο αμέτοχα θύματα οι γυναίκες και τα παιδιά σε αυτή τη συγκλονιστική περίοδο που έχουμε συνηθίσει να αναφέρουμε με τον διψήφιο αριθμό «40».

Απεναντίας, η συμμετοχή τους ήταν ενεργός και δυναμική …manes kai paidia to 40

 Φώτο: Βούλα Θεοχάρη Παπαϊωάννου/ Μουσείο Μπενάκη

Γιατί ο πόλεμος έχει δύο πραγματικότητες, έχει δύο ταυτόχρονα παρόντα: Εκείνο της μάχης, όπου πέρα από κάθε λογική καθημερινοί άνθρωποι συγκρούονται και σκοτώνουν άλλους ανθρώπους, και την ίδια στιγμή ένα άλλο παρόν, εκείνο της καθημερινής ζωής, που επηρεάζεται και πλήττεται από την πολεμική αντιπαράθεση, αλλά πρέπει να αντέξει να υπάρχει πλάι στον πόλεμο, γιατί η ζωή δεν μπορεί να σταματήσει.

Μάνες

Οι μανάδες είναι εκείνες που θα αποχαιρετήσουν, με το πρώτο σάλπισμα του πολέμου, τα παιδιά τους που θα πάρουν τον δρόμο για το μέτωπο. Θα δουν τους ανθρώπους τους ίσως για τελευταία φορά. Θα τους δώσουν μαζί ένα φυλαχτό. Λίγο πιο πέρα, οι αγαπημένες, οι σύζυγοι, τα παιδιά των στρατιωτών. Η επιστράτευση φέρνει μια τομή στην καθημερινή ζωή όλων, διακόπτει τη φυσιολογική ροή της ζωής τους. Εκείνοι που φεύγουν για το μέτωπο, μαζί με τον πόθο τους να συμβάλουν στη μάχη της πατρίδας παίρνουν μαζί τους και την αγωνία για το τι θ’ απογίνουν όλοι εκείνοι οι άνθρωποι που αφήνουν πίσω τους. Οι γέροι, οι γυναίκες, τα μικρά τους αδέλφια, τα παιδιά τους. Μπαίνουν στο τραίνο και αφήνουν πίσω τους ένα μεγάλο κενό, που εκείνοι που έμειναν πίσω όσο κρατάει ο πόλεμος καλούνται να καλύψουν.

manes

Ομαδικό ράψιμο. Αθήνα, 1940 Βούλα Θεοχάρη Παπαϊωάννου/ Μουσείο Μπενάκη

Στην Ελλάδα των χρόνων εκείνων, με το μεγάλο ποσοστό γεωργικής οικονομίας, μόνο τα χέρια των παιδιών και των γυναικών μένουν για το χωράφι. Την ίδια στιγμή, στις πόλεις, οι οικογένειες στηρίζονταν κυρίως στην εργασία του άντρα – οι εργαζόμενες γυναίκες ήταν λιγοστές. Το κενό της απουσίας του άντρα, ως παράγοντα της οικονομικής επιβίωσης της οικογένειας, αλλά και ως συνεκτικού στοιχείου της οικογένειας καλούνται να το καλύψουν οι ίδιες οι γυναίκες αλλά και τα μεγαλύτερα παιδιά της οικογένειας. Οι γυναίκες ιδίως καλούνται να προσπεράσουν για το διάστημα του πολέμου το δικό τους προσωπικό πρόβλημα, την απουσία του συντρόφου τους, και να γίνουν οι ίδιες και γυναίκες και άντρες, προκειμένου η οικογένεια σε όλα τα επίπεδα, οικονομικό, κοινωνικό και συναισθηματικό, να συνεχίσει να υφίσταται με όσο το δυνατόν λιγότερα πλήγματα. Αγρότισσα και αγρότης μαζί, μάνα και πατέρας, νοικοκυρά και «κουβαλητής» (κατά την προσφιλή έκφραση της εποχής) γίνεται η γυναίκα, ενσωματώνοντας στον παραδοσιακό της ρόλο μια πολλαπλότητα που προαναγγέλλει, και ενδεχομένως επιταχύνει, τη χειραφέτησή της στις δεκαετίες που θα ακολουθήσουν τον πόλεμο.

ginaikes
Ομαδικό πλέξιμο. Αθήνα, 1940 Βούλα Θεοχάρη Παπαϊωάννου/ Μουσείο Μπενάκη

Παιδιά

Παρόμοια είναι η θέση των μεγαλύτερων παιδιών της οικογένειας, ιδίως των μεγαλύτερων αγοριών, τα οποία καλούνται να αναλάβουν ορισμένες από τις δράσεις του ρόλου του πατέρα στην καινούρια πραγματικότητα. Όμως το τιμόνι της οικογένειας σε ό,τι αφορά τη λήψη αποφάσεων, και την ευθύνη της ανατροφής των παιδιών το έχει καθολικά η γυναίκα. Και αυτός ο δισυπόστατος και πολυδιάστατος ρόλος συχνά διαρκεί πολύ περισσότερο από την πολεμική αντιπαράθεση, σε περίπτωση που ο άντρας πέσει θύμα στο πεδίο της μάχης. Παράλληλα, οι λίγες γυναίκες οι οποίες στελεχώνουν τη διοίκηση και την εκπαίδευση επωμίζονται σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό σε σχέση με το παρελθόν αυξημένες αρμοδιότητες, καλούμενες να υποστηρίξουν περισσότερο ουσιαστικά και με ευρύτερες ευθύνες μια κρατική μηχανή που μέχρι τότε τις παραγκώνιζε σε επικουρικούς και όχι επιτελικούς ρόλους. Η γραμματέας και η δασκάλα είναι κι αυτές ηρωίδες του πολέμου.

Ωστόσο, η συμβολή της γυναίκας στην πρώτη αυτή φάση του πολέμου δεν είναι μόνο στα μετόπισθεν. Στη μάχη, οι ηπειρώτισσες γυναίκες έδωσαν δυναμικό «παρών» στο αλβανικό μέτωπο, υποβοηθώντας τον Ελληνικό Στρατό με τη μεταφορά πυρομαχικών και εφοδίων με γαϊδουράκια ή ακόμα και στην πλάτη τους μέσα από τις χιονισμένες πλαγιές της Πίνδου. Ανοίγουν δρόμους με τα φτυάρια, αντιπαλεύουν τις καιρικές συνθήκες, ράβουν ή μπαλώνουν ρούχα για τους στρατιώτες. Πολύ συχνά στην προσπάθεια συμμετέχουν και παιδιά, μια και οι ενήλικες άντρες βρίσκονται ήδη στο μέτωπο. Κάποιοι από αυτούς είναι τα παιδιά τους, συγγενείς, συγχωριανοί τους, που ο πολεμος τους χώρισε, και τους ενώνει ξανά με αυτό τον ιδιότυπο τρόπο.

Ο πόλεμος και η κατοχή έκλεψαν για πάντα την παιδική τους ηλικία. Και οι μέρες που θα ακολουθούσαν, εκείνες του διχασμού και του εμφυλίου σπαραγμού θα ήταν ακόμη πιο δραματικές για εκείνες τις γενιές. Για μια ολόκληρη δεκαετία, αλλά για κάποιους και κάποια χρόνια παραπάνω, εκείνη η γενιά θα ζήσει σε ένα περιβάλλον φρίκης και απόλυτου παραλογισμού.

πηγή: Με πληροφορίες από ΑΠΕ – ΜΠΕ & eliaswords.blogspot.com

 

Σχετικές αναρτήσεις

Ο Σύλλογος Παραπληγικών Ν. Δράμας, οι εκδόσεις Εντύποις και το βιβλιοχαρτοπωλείο PsalidiXarti.gr σας προσκαλούν στην παρουσίαση του παιδικού βιβλίου “Ο Πειρατής στην Στέγη”.

e-enimerosi

Σπάσιμο αναχώματος στον Κοσκινά Καρδίτσας.

e-enimerosi

΄΄Μια νύχτα στο Μουσείο΄΄.

e-enimerosi